Τόπος: Άγιος Πρόδρομος
Ημερομηνία: 1997
Ροξ
- Σε λίγες μέρες έρχεται το Πάσχα, είπε ο δάσκαλος. Έχετε κανένα τοπικό έθιμο εδώ στο χωριό σας;
- Έχουμε, έχουμε, απαντήσαμε όλα τ’ αγόρια με μια φωνή. Τη Μεγάλη Παρασκευή λέμε το "Σήμερα μαύρος ουρανός", και εξηγήσαμε περί τίνος πρόκειται.
- Ωραία! αποφάνθηκε ο δάσκαλος. Φέτος όμως δεν θα γυρνάτε κατά παρέες. Θα τα πείτε όλοι μαζί και τα χρήματα που θα μαζέψετε θα τα φέρετε εδώ για τις ανάγκες του σχολείου.
Πράγματι φτιάξαμε έναν χαρτονένιο κουμπαρά, τον καλοντύσαμε με μπλε κόλλα, να είναι όμορφος, και περιμέναμε πως και πώς να ‘ρθει αυτή η ευλογημένη μέρα.
Έκλεισαν τα σχολεία για τις γιορτές του Πάσχα, έφυγε κι ο δάσκαλος για το χωριό του.
Το Σάββατο του Λαζάρου τα κορίτσια, κρατώντας τα μικρά καλαθάκια τους στολισμένα με λουλούδια, τραγούδησαν σ' όλα τα νοικοκυριά του χωριού "Εις την πόλιν Βηθανίαν". Εμείς τ’ αγόρια δεν συμμετείχαμε γιατί τα κάλαντα αυτά τα θεωρούσαμε κοριτσίστικα.
Ήρθαν οι Άγιες μέρες. Μεγάλη Δευτέρα, Μεγάλη Τρίτη, Μεγάλη Τετάρτη. Κάθε βράδυ, με το πρώτο χτύπημα της καμπάνας, πηγαίναμε στην εκκλησία. Από νωρίς το απόγευμα ετοιμάζαμε τα φαναράκια μας από διάφορα τενεκεδένια κουτιά. Δεν είχε έρθει ακόμα το ηλεκτρικό φως στο χωριό μας και τα σοκάκια από καλντερίμια ήταν θεοσκότεινα. Τα κουτιά αυτά τα τρυπούσαμε μ' ένα καρφί ολόγυρα ώστε από τις χαραμάδες να βγαίνει το λιγοστό φως ενός μισοκαμμένου συνήθως κεριού, που ‘χε απομείνει από το προηγούμενο βράδυ. Το κερί το σφηνώναμε σε μια μεγαλύτερη τρύπα που φτιάχναμε στο κέντρο της βάσης του κουτιού. Στο πάνω μέρος του κουτιού δέναμε ένα σύρμα, ώστε να βαστάμε το έτοιμο πια φαναράκι στο χέρι.
Μεγάλη Πέμπτη. Έγινε η Σταύρωση του Χριστού. Ακούσαμε με κατάνυξη τα Δώδεκα Ευαγγέλια. Σχόλασε η εκκλησία. Εμείς τ' αγόρια κουβαλήσαμε τα λουλούδια που κόβαμε από διάφορα δέντρα, που είχαν την τόλμη ν' ανθίσουν, καθότι στο χωριό μας αργεί να έρθει η Άνοιξη, και τ' αποθέταμε στα τρυφερά και επιδέξια χέρια των κοριτσιών, που με την καθοδήγηση των μεγαλύτερων και έμπειρων γυναικών στόλιζαν τον Επιτάφιο.
Καθώς τα κορίτσια δημιουργούσαν όμορφα σχήματα πάνω στον Επιτάφιο με τα λουλούδια, μαυροντυμένες και θεοσεβούμενες ηλικιωμένες γυναίκες ξενυχτούσαν τον Εσταυρωμένο Χριστό, έχοντας φέρει από το σπίτι σκεπάσματα για το μακρύ της νύχτας διάβα.
Κατά τις δυο η ώρα κινήσαμε για τα σπίτια μας, αφού αύριο μας περίμενε η "Μεγάλη Μέρα".
Μεγάλη Παρασκευή. Το πρωί μαζευτήκαμε στην πλατεία. Μαύρα παράξενα σύννεφα απλώθηκαν στον ουρανό, κάνοντας τη μέρα αυτή ακόμη πιο ζοφερή και πένθιμη.
Αρχίσαμε από την άκρη του χωριού και από πόρτα σε πόρτα:
«Σημίρα μαύρους ουρανός, σημίρα μαύρη μέρα,
σημίρα όλοι θλίβονται και τα ιβουνά λυπούνται.
Σημίρα έβγαλαν βουλή οι άνομοι οβραίοι,
οι άνομοι και τα σκυλιά κι οι τρις καταραμένοι.
Για να σταυρώσουν το Χριστό των πάντων βασιλέα,
ο Κύριος εθέλησε να λάβει περιβόλι,
να λάβει δείπνο μυστικό για να τον λάβουν όλοι.
Η Παναγιά η Δέσποινα καθόταν μοναχή της,
την προσευχή της έκανε για τον Μονογενή της.
Σώνουν κυρά μ' οι προσευχές, σώνουν1 και οι μετάνοιες,
και τον Υιό σου πιάσανε και στο χαλκιά τον πάνε,
και στου Πιλάτου την αυλή εκεί τον τυραννάνε.
Χαλκιά χαλκιά φκιάσε καρφιά, φκιάσε τρία πειρόνια2,
κι εκείνος ο παράνομος μπορεί και φκιάνει πέντε.
Εσύ Φαρέχ που τα ‘φκιαξες πρέπει να μας διδάξεις,
τα δυο βάλτε στα χέρια Του και τ' άλλα δυο στα πόδια.
Το τρίτο το φαρμακερό βάλτε το στη καρδιά Του
να τρέξει αίμα και νερό να λιγωθεί η καρδιά Του.
Η Παναγιά σαν τ' άκουσε έπεσε κι ελιγώθη,
σταμνί νερό της ρίξανε, τρία κανάτια μόσχο,
και τρία μυροδόσταμνα για να της έρθει ο νους της.
Μα σαν της ήρθ' ο λογισμός, μα σαν της ήρθ' ο νους της
ζητεί μαχαίρι να σφαγεί, ζητεί γκρεμό να πέσει,
ζητεί κι αργυροψάλιδο να κόψει τα μαλλιά της».
Με σοβαρότητα και δέος, όπως ταίριαζε στη Μέρα αυτή, μας άνοιγαν την πόρτα οι καλόκαρδες νοικοκυρές. Με πολύ κατάνυξη μαρτυρούσαμε τα βάσανα του Χριστού και της Παναγίας, αποβλέποντας στον πενιχρό οβολό τους. Πότε μια εικοσάρα, πότε μισή δραχμή ή και ολόκληρη πολύ σπάνια. Υπήρχε μεγάλη φτώχεια και ανέχεια. Το έργο της είσπραξης το είχε αναλάβει ο Στέλιος ο Σαμαράς, επειδή ήταν ευκίνητος κι εύκολα δρασκέλιζε με τα μεγάλα του πόδια τα σκαλοπάτια των νοικοκυριών.
Θα ‘χαμε γυρίσει το μισό χωριό όταν μας χτύπησαν στο πρόσωπο χοντρές σταγόνες βροχής.
- Γρήγορα παιδιά θα μας βρέξει, είπε κάποιος.
- Μη φοβάσαι, είναι τα δάκρυα της Παναγιάς, αντέτεινε άλλος.
Πράγματι σύννεφο ήταν και πέρασε. Δεν κράτησε πολύ. Συνεχίσαμε ακούραστοι στα υπόλοιπα σπίτια μαρτυρώντας τα Άγια Πάθη:
"Σημίρα μαύρους ουρανός, σημίρα μαύρη μέρα…"
Το μεσημέρι κατάκοποι, αλλά ευτυχείς που φέραμε «εις πέρας» την απόστολή μας, καθίσαμε στο πεζούλι της εκκλησίας να ξεκουραστούμε.
- Πόσα λέτε να μαζέψαμε; ρωτούσε ο ένας τον άλλον.
Το βράδυ ψάλλαμε τα εγκώμια: “Η ζωή εν τάφω”, “Άξιον εστί”, “Αι γενεαί αι πάσαι” και γυρίσαμε τον Επιτάφιο στο χωριό.
Μεγάλο Σάββατο. Έγινε η Ανάσταση. Χτύπησαν χαρούμενα πια οι καμπάνες. Η ελπίδα ξαναγεννήθηκε για 1960η φορά. Δεν θα χαθούμε. Υπάρχει η Ανάσταση.
Κύλησαν οι μέρες ξέγνοιαστες, χαρούμενες, γεμάτες παιχνίδι. Βγήκε κι ο ήλιος. Φως! Παντού φως! Παντού Άνοιξη! Άνοιξη και στις καρδιές μας.
Άνοιξαν και τα σχολεία. Ήρθε κι ο δάσκαλος. Μας ρώτησε πως περάσαμε τις Άγιες Μέρες. Κύλησε η πρώτη μέρα ήρεμα και όμορφα. Πέρασε κι η δεύτερη κι η τρίτη. Πήρε η βδομάδα το ρυθμό της. Πήρε κι η μαθητική ζωή το δρόμο της.
Ανταμώσαμε όλοι την πρώτη Κυριακή μετά του Θωμά στο πεζούλι της εκκλησίας.
- Τι γίνεται ρε παιδιά;
- Πώς και δεν μας ζήτησε ο δάσκαλος τα χρήματα που μαζέψαμε;
- Μήπως τα ξέχασε;
- Μπαα! Μη και θέλει να δοκιμάσει την τιμιότητά μας;
- Ν' αφήσουμε να περάσει κι η άλλη βδομάδα κι άμα δεν μας τα γυρέψει να τα μοιράσουμε!
Κάμποσο καλή μας φάνηκε η τελευταία πρόταση, αλλά:
- Αν τυχόν και τα ζητήσει τι κάνουμε;
- Μήπως δεν πρέπει; είπε ο πιο συνετός της παρέας.
Την άλλη Κυριακή τελικά σπάσαμε τον κουμπαρά. Μετρήσαμε και μοιράσαμε. Από ένα δίφραγκο στον καθένα μας. Όσο ακριβώς στοίχιζε και το ροξ. Ήταν το μεγαλύτερο και ακριβότερο γλύκισμα που μπορούσε να αγοράσει κάποιος από το περίπτερο. Συνήθως το χαρτζιλίκι μας ήταν ένα εικοσάλεπτο (κουσάρα το λέγαμε), με το οποίο μπορούσαμε ν' αγοράσουμε δυο μαντζούνια ή τέσσερα ξυλοκέρατα (χαρούπια) από τη θεια τη Μητσάκαινα. Σπάνια αποχτούσαμε μισή δραχμή. Ρεγάλο, από κανένα θέλημα που κάναμε, και μ' αυτή αγοράζαμε ένα μαντολάτο (άχνη μετασχηματισμένη σε μορφή κούκλας).
Έτσι το ροξ με την κατάλευκη σαντιγί κρέμα στο εσωτερικό, όπου την προστάτευε ένας κωνικός πιστός φύλακας από γλυκό ψημένο ζυμάρι, αποτελούσε το κέντρο της άπιαστης γλυκιάς επιθυμίας μας.
Με τρεμάμενα χέρια από τη μεγάλη συγκίνήση, που να επιτέλους έγινε δικό μας, αραδιαστήκαμε στα λαξεμένα πάνω στα βράχια σκαλοπάτια, που οδηγούσαν στο “Μούτα", τη βρύση με τα έξι τσουλνάρια (κρουνοί), κι αφεθήκαμε στη γλυκύτατη απόλαυση του ροξ. Για τους περισσότερους ήταν το πρώτο ροξ.
- Κι αν ο δάσκαλος μας ζητήσει τον κουμπαρά; είπε κάποιος ξαφνικά.
- Άντε ρε! Πέρασαν δυο βδομάδες. Σιγά που νοιάζεται ο δάσκαλος για τέτοια, έσπασε τη νεκρική σιωπή ο παρηγορητής της παρέας Χρήστος.
Πέρασαν μέρες, βδομάδες, μήνες, χρόνια. Μεγάλωσα. Ροξ προέκυψαν κι άλλα. Την ένοχη γλύκα όμως που ‘χε αυτό το πρώτο δεν θα τη ξεχάσω. Άσε που κάπου κάπου όταν αφήνομαι στις όμορφες αναμνήσεις του παρελθόντος μονολογώ:
- Να, τώρα θα μας ζητήσει ο δάσκαλος τον κουμπαρά.
Η ιστορία διαδραματίστηκε το 1960.
Σχόλια
1. Φτάνουν.
2. Πείροι, καρφιά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου