Ο Άγιος Πρόδρομος, βρίσκεται στην κεντρική Χαλκιδική. Απέχει από την πρωτεύουσα, τον Πολύγυρο, μόλις 14 km. και από την Θεσσαλονίκη 50 km. Μετά την εφαρμογή του σχεδίου Καποδίστριας, υπάγεται στον Δήμο Πολυγύρου. Σύμφωνα με την απογραφή του 2001, το χωριό κατοικείται από 452 κατοίκους, οι οποίοι ως επί το πλείστον ασχολούνται με την γεωργία, την κτηνοτροφία, την εστίαση και τουρισμό, ή εργάζονται στα μεταλλεία Γερακινής (και παλαιότερα στου Βάβδου).

Η γραφική τοποθεσία στην οποία είναι χτισμένος ο Άγιος Πρόδρομος, με τον Ρεσετνικιώτη ποταμό - ή Τρανό λάκκο, ο οποίος αποτελεί μία από τις πηγές του Ολύνθιου - να διαρρέει το χωριό, τα παραδοσιακά σπίτια και την αναπαλαιωμένη εκκλησία της Κοιμήσεως της Θεοτόκου (χτισμένη το 1851), το καθιστούν πόλο έλξης πολλών επισκεπτών. Στις παραδοσιακές ταβέρνες - 9 στον αριθμό - ο επισκέπτης μπορεί να γευτεί το πασίγνωστο σουβλάκι Αγίου Προδρόμου, παραδοσιακό ψωμί και γλυκά, μέλι, καφέ κτλ.

Σημαντικές εορτές αποτελούν η Κοίμηση της Θεοτόκου στις 15 Αυγούστου, το πανηγύρι στο εξωκλήσι του Αγίου Προδρόμου στις 28-29 Αυγούστου, το οποίο μάλιστα από τα παλαιά χρόνια συγκέντρωνε πλήθος πιστών, το πανηγύρι του Αγίου Χριστοφόρου, του Αη-Γιώργη, του Αη-Λια, της Αγ. Άννας.

Στην μακραίωνη ιστορία του, στο χωριό έχουν διασωθεί και πολλά έθιμα, όπως “Οι Φουταροί”, που ψάλουν τα τοπικά κάλαντα την παραμονή των Θεοφανείων, “Οι φουτχιές” που ανάβουν στις πλατείες του χωριού την παραμονή της Γεννήσεως του Αγίου Προδρόμου στις 23 Ιουνίου, το παραδοσιακό μασκάρεμα των παιδιών τις Απόκριες, η λιτανεία της ημέρα της Ζωοδόχου Πηγής και άλλα πιο ξεχασμένα, όπως “Οι Λαζαρίνες”, “Το έθιμο της σ’χωρήσεως”.

31/12/09

Να τα πούμε;

Άγιε μας Βασίλη, τραγουδούν τα χείλη
να καλωσορίσεις τα καλά παιδιά
που σε περιμένουν μ’ ανοιχτή καρδιά.
Μέσα στη σακούλα, θα τα φέρεις ούλα
σύκα και καρύδια, πίτες πιο γλυκές.
Τ’ άσπρα σου τα γένια μοιάζουν ασημένια
φόρεσε τη κάπα κι είναι παγωνιά
κι έλα με τα δώρα τη Πρωτοχρονιά.
Και του χρόν'.
Χρόνια πολλά, καλή χρονιά με υγεία και ευτυχία. Εύχομαι το 2010 να είναι για όλους μια δημιουργική χρονιά, γεμάτη χαρές. Χρόνια πολλά σε όλους τους εορτάζοντες. Με το νέο έτος επανερχόμαστε δριμύτεροι με νέες αναρτήσεις και νέα.

24/12/09

Καλά Χριστούγεννα!!!

Ο διαχειριστής του ιστολογίου εύχεται σε όλους τους αναγνώστες χρόνια καλά κι ευτυχισμένα. Η Γέννηση του Χριστού να φέρει στον καθένα αυτό που επιθυμεί, υγεία και ευημερία, κοντά στους ανθρώπους που αγαπάει και τον αγαπούν.
Καλά Χριστούγεννα

20/12/09

Συνέδριο Γεωργικών Συνεταιρισμών (1927)

Εφημερίδα: Μακεδονία
Τεύχος: 5297
Ημερομηνία: 13 Μαρτίου 1927
ΕΚ ΤΩΝ ΑΓΡΩΝ Η ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΙΣ
ΤΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟΝ ΤΩΝ ΓΕΩΡΓΙΚΩΝ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΜΩΝ
Ο ΠΑΠΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ ΕΚΘΕΤΕΙ ΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΤΟΥ
Η ΓΕΩΡΓΙΑ ΕΙΝΑΙ ΒΑΣΙΣ ΤΗΣ ΚΟΙΝΗΣ ΕΥΗΜΕΡΙΑΣ
Χθες εις την αίθουσαν του Συλλόγου Μοναστηριωτών συνήλθον εις Γενικήν Συνέλευσιν οι αντιπρόσωποι των Γεωργικών Συνεταιρισμών της Ομοσπονδίας Γεωργικών Συνεταιρισμών Μακεδονίας,... Ζαγκλιβερίου Γεώργιος Βουλγαρίδης,... Παλαιοχωρίου Τσαντόπουλος,... Σουφλαρίου Δ. Λαμήρος,... Τεκελή Γ. Τριανταφυλλίδης,... Γιδά Θωμάς Ρεσιτκιώτης, Γαλατίστης Β. Παπαγεωργίου, Προδρόμου Κ. Χατζίκας,... Αδάμ Αγγ. Αδαμίδης,... Σανών Α. Παπαρδέλης, Ντουμπιγίων Μπαΐρης,... Κασσανδρινού Α. Αλεξάνδρου...

18/12/09

Προβολή της εκπομπής "Αληθινά σενάρια"

Σήμερα στις 11 το βράδυ προβλήθηκε από την ΕΤ3 η εκπομπή "Αληθινά σενάρια", η οποία ήταν αφιερωμένη - μεταξύ άλλων - και στο πασίγνωστο σουβλάκι Αγίου Προδρόμου. Η εκπομπή θα μεταδοθεί σε επανάληψη το Σάββατο 19 Δεκεμβρίου στις 8 το απόγευμα.
Στο σημείο αυτό θα ήθελα να απαντήσω και σε έναν παλιό ανώνυμο αναγνώστη του blog, ο οποίος "παραπονέθηκε" γιατί ασχολούμαι με τα παλιά και δεν γράφω για το σουβλάκι του Αγιου Προδρόμου. Νομίζω όμως ότι εγώ δεν χρειάζεται να γράψω τίποτε για αυτό, μια και το σουβλάκι του Αγίου Προδρόμου "γράφει" από μόνο του. Όλοι αυτοί οι παραγωγοί και ιδιοκτήτες ταβέρνας που επάξια ασχολούνται στο χωριό μας με τόση μαστοριά και μεράκι με το σουβλάκι, έχουν αναγάγει σε τέχνη την παρασκευή και το ψήσιμο του σουβλακιού. Αδιάψευστοι μάρτυρες των λεγόμενων αυτών, οι χιλιάδες των φανατικών επισκεπτών από όλη την Ελλάδα, που κάθε χρόνο, χειμώνα-καλοκαίρι, τιμούν - και εκτιμούν πάν' απ' όλα - με την παρουσία τους τις ταβέρνες και το χωριό μας.

17/12/09

Ο Νικόδημος ενημερώνει τον ηγούμενο για τους βοσκότοπους (1855)

Εισαγωγή
Το συγκεκριμένο γράμμα προέρχεται, όπως προείπαμε, από ένα σύνολο επιστολών που διασώζονται στην Ι.Μ. Σιμωνόπετρας. Αυτές οι επιστολές αναφέρονται στην δραστηριότητα των κοπαδιών και των ποιμένων της μονής στην περιοχή μας (τόσο στα Ρεσιτνίκια-Άγιο Πρόδρομο, όσο και στα γύρω χωριά). Τα γράμματα αυτά εστάλησαν είτε από τον ηγούμενο της μονής, είτε από τους καλογήρους ποιμένες, ενημερώνοντας τις δύο αυτές πλευρές για συμφωνίες αγοράς και βοσκής των κοπαδιών, για τυχόν προβλήματα που προέκυπταν στην πορεία κ.ά. δίνοντας ταυτόχρονα πολύτιμες πληροφορίες για την περιοχή εκείνη την περίοδο. Τα έγγραφα αυτά παρατίθενται χρονολογικά. Το δεύτερο έγγραφο συντάχθηκε στις 17/07/1855 από τον γερο-Νικόδημο και απεστάλη στο μοναστήρι. Ενημερώνει τον ηγούμενο για την υγεία των ζώων, και για την προσπάθεια εξεύρεσης βοσκότοπου στην περιοχή. Στην επιστολή μπορεί κανείς να διακρίνει ότι ο γερο-Νικόδημος είναι αρκετά ανορθόγραφος, γεγονός που καθιστά την ανάγνωση λίγο δύσκολη, παρόλα αυτά η ορθογραφία διατηρείται αυτούσια, κρατώντας τον αυθεντικό της χαρακτήρα.
Εξώφυλλο

Τω πανοσιωτάτω αγίω καθηγουμένω του ιερού ημών κοινωβείου της σεβασμείας μονής σιμωπετρας, κυρίω κυρίω σεραφείμ ιερωμονάχω, τω σεβαστώ μας πατρί και αγίω γέροντη. προσκυνιθείς, εις άγιον όρος
ελήφθη τη 2 Αυγούστου. Του γεροΝικοδήμου
Εσώφυλλο
Πανοσιώτατέ μου, άγιε γέρωντα, ασπάζομε την δεξιάν σου.
Επεροτώμεν δια τα αίσια της αγίασας και ημείς χάρητι θεία καλώς ηγιένωμεν. εστειλα με των γέρωβησαρίων γράμμα. καμίαν απάντησιν δεν έλαβον. σας ηδωπηώ και δια τα πράματα. τα αιγήδιά μας καλά ήναι. μόνων τα βητούλια μας αρωστούν και εψώρισαν ως πενίντα διότη ο τώπως ήναι νοσερώς δια τα μηκρά πράματα. των τόπον όπου ήχαμε αγορασμένον, όλον τον έσπιραν και θα στεναχορεθούν τα αιγίδηά μας. λοιπόν σας εφανέρωσα τα τρέχοντα με των γεροβησαρίων. καμίαν απάντησην δεν έλαβον, να μου στίλεται ήδησιν εις την χασάνδραν1 εις το μετώχη μας και ο γέρο φίληπος με τω στείλη εις τα ρεσιτηνίκια2, τι να πράξω λιπόν ούτε δια τα αιγήδιά μας ούτε δια τα γελάδιά μας καθώς των έχουν των τόπον. δια τα γελάδια μας τώπον αγόρασα εις την γαλάτηστα3 γορόσια 900 αν αγαπάτε να αγοράσομε το καητζίκη4 όπου ήναι δια γίδηα και γελάδια. να ήναι εις ένα μέρος τα πράματά μας. τα γελάδια μας ήναι καλά, χάριτη θεία. πάλην σας φανερώνο τω απάνο βουνώ5 τω ήχαμε εις το κοντράτο δια να μην σπαρθή και αυτή το σπέρνουν. ληπόν δεν μας συμφέρει εις τα πράματα περνούν κακά και στενωχορούνται. σας έστηλα εις τω μετόχι μας τηρί, 1775 ήτοι χιληες επτακόσιες εβδομήν[τα] πέντε οκάδες τυρί και ήκοσι δύο οκάδες βούτυρον δια να τα γευθήται με ηγίαν, δια να μας ευχηθίτε, όπου γιρήζομε εις τα έξω οσάν πεπλανιμένα πουλιά. και δια βούτυρον θενα ηκονομήσο ήναι ακριβό, 12 ή 13 γρόσια την οκά. αν ίσως και ήναι ανάγκη να πάρο πενίντα ή εκατόν, όσον σας χριάζετε να με γράφετε. των γερωφίληπα έγραψα να βαστίξι διο δερμάτια ή και τρί[α] δερμάτια. έγραψα των γερωφίληπα να μου βαστάξι ήκοσι πέντε μουτζούρια6 σιτάρι δια τω καλοκαίρι, μου είπεν να πάρω την άδειαν από το μοναστίρη μας. αν θέλεται να μου δώσι να τον εγράψεται, να μου δώσει.


Ταύτα και περιμένω, την ευχήν σας.


Τη 17 Ιουλίου 1855
νικόδημος σιμωπετρίτης γράφο τα άνωθεν.
Σχόλια
1. Εννοεί το μετόχι της μονής στην Κασσάνδρα.
2. Στο σημείο αυτό αναφέρει να του στείλουν το γράμμα στα Ρεσιτνίκια, τον σημερινό Άγιο Πρόδρομο. Δεν γνωρίζουμε εάν το γράμμα πήγαινε απευθείας στον γερο-Νικόδημο, ή την λήψη έκανε ο αντιπρόσωπος της μονής στο χωριό Ιωάννης του Μανώλη, ο οποίος αναφέρεται σε προηγούμενη όπως και σε επόμενες δημοσιεύσεις.
3. Στο σημείο αυτό αναφέρει ότι αγόρασε τόπο για να βόσκουν τα κοπάδια των αγελάδων στην Γαλάτιστα, τόπος ιδανικός για την βόσκηση βοοειδών μέχρι και τις μέρες μας.
4. Το Καϊτζίκι, το παλιό όνομα του χωριού Παλαιόκαστρο.
5. Πρόκειται κατά πάσα πιθανότητα για το βουνό Νέυφτος, φυσικό σύνορο Αγίου Προδρόμου από την μία πλευρά, και Δουμπιών και Σανών από την άλλη. Στην υπόθεση αυτή συνηγορούν και πληροφορίες από μεταγενέστερα έγγραφα που κάνουν λόγο για το ντουμπιώτικο και ρεσετνικιώτικο βουνό.
6. Το μουτζούρι ήταν ένα ξύλινο κυλινδρικό δοχείο με το οποίο υπολογιζόταν ο όγκος των στερεών (π.χ. σιτηρών). Έτσι καθιερώθηκε ως μονάδα ογκομέτρησης, και ισοδυναμούσε με 24 περίπου λίτρα.

Γράμμα του ηγούμενου της Ι.Μ. Σιμωνόπετρας προς τον καλόγηρο τσέλιγκα Νικόδημο (1855)

Εισαγωγή
Το συγκεκριμένο γράμμα προέρχεται από ένα σύνολο επιστολών που διασώζονται στην Ι.Μ. Σιμωνόπετρας. Αυτές οι επιστολές αναφέρονται στην δραστηριότητα των κοπαδιών και των ποιμένων της μονής στην περιοχή μας (τόσο στα Ρεσιτνίκια-Άγιο Πρόδρομο, όσο και στα γύρω χωριά). Τα γράμματα αυτά εστάλησαν είτε από τον ηγούμενο της μονής, είτε από τους καλογήρους ποιμένες, ενημερώνοντας τις δύο αυτές πλευρές για συμφωνίες αγοράς και βοσκής των κοπαδιών, για τυχόν προβλήματα που προέκυπταν στην πορεία κ.ά. δίνοντας ταυτόχρονα πολύτιμες πληροφορίες για την περιοχή εκείνη την περίοδο. Τα έγγραφα αυτά παρατίθενται χρονολογικά.
Το πρώτο έγγραφο συντάχθηκε στις 24/05/1855 από τον ηγούμενο της μονής κ.κ. Σεραφείμ και απεστάλη στον τσέλιγκα καλόγηρο Νικόδημο Σιμωπετρίτη που εκείνη την εποχή βρισκόταν με τα κοπάδια της μονής στην περιοχή μεταξύ Δουμπιών και Αγίου Προδρόμου, όπως διαπιστώνουμε και από τα υπόλοιπα έγγραφα. Ο ηγούμενος Σεραφείμ ενημερώνει τον γερο-Νικόδημο ότι του στέλνει μαζί με τον καλόγηρο τσέλιγκα γερο-Βησσαρίων (θα μιλήσουμε γι' αυτόν και σε άλλα έγγραφα) τα κοπάδια της μονής, συμβουλεύοντάς τον να πουλήσει στην περιοχή μας μέρος του κοπαδιού.
Κοπάδι με γίδια στην περιοχή Τ' Σαραντ'νού
Εξώφυλλο
Τω Οσιωτάτω εν μοναχοίς γερο Νικοδήμω Σιμωπετρίτη ημετέρω τζέλιγκα και εν Χριστώ τέκνω.

ευχετικώς
εις Τουμπγιά1
Εσώφυλλο
Την ημετέρα Οσιότητα πατρικώς εκ ψυχής επευχόμεθα
1. Επερωτώντας δια της καλής σας υγιείας τα αίσια, σας δηλοποιούμεν ότι ήδη στέλλομεν τα κοπάδια και τα τραγιά όλα έξω. Από τα τραγιά ημείς εδώ επωλήσαμεν έως εκατόν πενήντα, καθώς θέλει και ο επιδότης ημέτερος γεροΒησσαρίων σε ειπεί δια τας τιμάς των, και η οσιότης σου αν ευρής αυτού την τιμήν των να πωλήσης όσα ξεδιαλέξετε ως άχρηστα, είτε αγελάδια, είτε από τα αιγίδια, διότι απεδώ να σου στείλωμεν χρήματα είναι πολύ επικίνδυνον από τους κλέπτας μόνον να κοιτάξης να οικονομηθείς από αυτού από τα πράγματά μας.
Τας δύο χιλιάδας γρόσια όπου είχες λάβει από τον Χρήστου Αθανάση2 του τα εμβάσαμεν αμέσως τότε όπου μας εγράψατε από την Συκιάν3. Βούτυρον εάν δυνηθής να μας οικονομήσης ολίγον από τα πράγματά μας καθώς ομιλήσαμεν και προλαβόντες, καλώς, ει δε και δεν δυνηθής να φροντίσης να μας αγοράσης έως πενήντα οκάδες. Να μας ειδοποιήσης και δια τα πράγματα πως είναι, ομοίως και τα αγελάδια αν ήλθων έξω. Ημείς απεδώ εστείλαμεν εις τον γεροΝήφων δύο φορτία αλεύρι δια κουμπάνιαν του. Ήδη έρχεται και ο γεροΒησσαρίων με τα πράγματα, με τον οποίον ημπορείτε να συμβουλευθήτε τι από τα αδελφικώς πόσα και ποιά από τα αγελάδια και από τα αιγίδια είναι καλλήτερον ή συμφερότερον δια το μοναστήρι να πωληθούν. Ο γεροΒησσαρίων ολίγας ημέρας θα κάμει όσον να ξαποστάσουν τα μουλάρια και θα επιστρέψει πάλιν. Τα περί ημών θέλετε πληροφορηθή από τον ίδιον γεροΒησσαρίων.
Και τον γεροΝαθαναήλ πατρικώς εκ ψυχής επευχόμεθα και να κοιτάζητε του μοναστηριού την δουλειάν, καθώς σας εμπιστεύτηκαν όλα τα πράγματα εις τα χέρια σας. Η δε ευχή του αγίου πατρός ημών Σίμωνος του μυροβλήτου και όλων των πατέρων να είναι βοήθειά σας.
Τη 24 μαϊου 1855
Εις τον τζόμπανον Αθανάση εδόσαμεν 100 ήτοι εκατόν γρόσια και να τα πιάσης εις τον λογαριασμόν του.
Ο Καθηγούμενος του Ιερού Κοινοβίου της Σιμώπετρας Σεραφείμ Ιερομόναχος και οι συν εμοί εν Χριστώ αδελφοί.
Σχόλια
1. Το χωριό Δουμπιά. Όπως είπαμε οι τσέλιγκες αυτοί έβοσκαν τα γίδια τους (όπως συνάγεται και από έγγραφα που θα ακολουθήσουν) στην περιοχή μεταξύ Αγίου Προδρόμου και Δουμπιών.
2. Πρόκειται μάλλον για τσομπάνη του κοπαδιού. Στα οικονομικά κατάστιχα του γεροΒησσαρίωνος εκείνου του έτους (1855), αναφέρεται και το όνομα του τζομπάνη Θανάση λειβαδηώτη (από το Λιβάδι Θεσ/νίκης).
3. Πρόκειται για μετόχι της μονής στην Συκιά Χαλκιδικής.

13/12/09

Χορός της ομάδας "Αναγέννηση" Αγίου Προδρόμου

Το Σάββατο 26 Δεκεμβρίου στις 21:00 η ποδοσφαιρική ομάδα του χωριού μας (Αναγέννηση Αγίου Προδρόμου) διοργανώνει τον καθιερωμένο εορταστικό χορό, στην ψησταριά του χωριού, "Τσακμάκης".

6/12/09

Κορίτσια της οργάνωσης ΕΟΝ στον Αγ. Πρόδρομο (1937)

Κορίτσια της οργάνωσης ΕΟΝ (Εθνική Οργάνωση Νεολαίας) στον Άγιο Πρόδρομο, σε ενθύμηση της 25ης Μαρτίου του ίδιου έτους. Η φωτογραφία έχει τραβηχτεί στην γέφυρα του χωριού, εκεί που βρίσκονται σήμερα οι ταβέρνες!
(Αρχείο Γιάννη Δ. Κανατά)

2/12/09

Η Άγια Πέτρα και ο Γιάνναρος

Συγγραφέας: Χρήστος Ι. Σαράφης
Τόπος: Άγιος Πρόδρομος
Ημερομηνία: Οκτώβρης 2006

Εισαγωγή
Μία ιστορία πίστης και δύναμης του ανθρώπου να ξεπεράσει το ακατόρθωτο. Μία ιστορία ποτισμένη με θρησκευτική ευλάβεια και ψυχικό και σωματικό σθένος, από τα παλιά χρόνια στο χωριό μας, από τις χειρόγραφες σημειώσεις του Χρήστου Ι. Σαράφη.

Η Άγια Πέτρα και ο Γιάνναρος

Το όμορφο χωριό μας ο Άγιος Πρόδρομος κατά την Τουρκοκρατία ήταν τσιφλίκι μιας χανούμισσας Τουρκάλας. Στους βυζαντινούς και μεταβυζαντινούς χρόνους αναφέρεται ως “Ρεσιτνίκεια”. Εδώ και εκατόν πενήντα περίπου χρόνια η χανούμισσα πούλησε το τσιφλίκι της το οποίο το αγόρασαν Έλληνες απ’ όλα τα μέρη της Ελλάδας, καθώς και από τα γύρω χωριά. Έτσι το χωριό μας κατοικείται από Έλληνες – Μωραΐτες, Ηπειρώτες, Αρβανίτες, Έλληνες της Βουλγαρίας, της Μακεδονίας και προπαντός των γύρω χωριών.

Κοινό σημείο αναφοράς όλων αυτών των οικογενειών ήταν η ελληνική καταγωγή και η χριστιανική ορθόδοξη πίστη. Εκείνα τα χρόνια οι υπόδουλοι Έλληνες πίστευαν πολύ στην θρησκεία τους. Έτσι αφού έχτισαν τα σπίτια τους βοηθώντας ο ένας τον άλλον, οι νέοι κάτοικοι του Αγίου Προδρόμου έβαλαν στόχο να κτίσουν ένα λαμπρό ναό για τις θρησκευτικές τους ανάγκες προς χάριν της Μητέρας του Χριστού, την Παναγία. Προσφέροντας χρήματα και προσωπική εργασία κατάφεραν γύρω στα 1850 να ολοκληρώσουν ένα όμορφο και περίλαμπρο ναό.

Την παραμονή των εγκαινίων του ναού, μέσα σε πανηγυρική ατμόσφαιρα, μαζεύτηκαν όλοι οι πιστοί, ψηλαφώντας τις τελευταίες λεπτομέρειες της αυριανής εκδήλωσης. Όλα τα βρήκαν καλά και τέλεια και το μόνο που έμεινε ήταν η ολοκλήρωση της Αγίας Τράπεζας.

Τις προηγούμενες μέρες ο Γιάννης ο Μαντζούκας, ο ήρωας του χωριού, είχε τάξει ενώπιον των συγχωριανών ότι θα κουβαλούσε στην πλάτη και θα κοσμούσε το “Ιερό” με μια όμορφη πέτρα για να χρησιμοποιείται σαν “Άγια Τράπεζα”.

Αλλά ας πούμε ποιος ήταν αυτός ο γίγαντας που θα φόρτωνε στην πλάτη του βάρος πάνω από εκατόν πενήντα οκάδες και θα περπατούσε μια απόσταση γύρω στα οκτώ με δέκα χιλιόμετρα, όσο δηλαδή η διαδρομή από την περιοχή “Κούφια Πέτρα” έως τον νέο ναό του χωριού. Ο Γιάννης ή “Γιάνναρος”, όπως τον αποκαλούσαν, ο Μαντζούκας δεν ήταν πολύ ψηλός όπως λένε, έμοιαζε όμως γίγαντας. Ήταν σφιχτός, γεροδεμένος, τα μπράτσα του χοντροί κορμοί βελανιδιάς, κατέληγαν σε δυο μεγάλες “χερούκλες” σαν καρβουνόφτυαρα. Το όλο σώμα του με το ανοιχτό στέρνο και τις μεγάλες πλάτες στηριγμένο σε δύο γερά σαν ατσάλι πόδια παρέπεμπε σε Ηρακλή που το μόνο που του έλειπε ήταν το ρόπαλο. Τα κατορθώματά του, έχουν να τα λένε ακόμα και στις μέρες μας, ήταν πολλά.

Μπορούσε λένε να σηκώσει τρία σακιά σιτάρι γύρω στις διακόσιες οκάδες με τα δόντια ή τρία άτομα μαζί. Μια μέρα λένε που λυπήθηκε το γέρικο άλογό του που δεν τα κατάφερνε πια, κουβάλησε ο ίδιος το καταφορτωμένο με ξύλα κάρο στο χωριό, μη λογαριάζοντας ανηφοριές και κατηφοριές. Μια άλλη φορά πάλι, κατάφερε και γονάτισε έναν ταύρο, πιάνοντάς τον από τα κέρατα.

Στο πανηγύρι της Παναγίας που στήνονταν στα πλατάνια κάτω στο “Μούτα”, τη βρύση με τα έξι “τσουλνάρια”, αφού όλοι οι χωριανοί συνέτρωγαν τον ταύρο που ελεύθερος έβοσκε σ’ όλα τα χωράφια και μάλιστα στα “ποτιστικά”, παρακολουθούσαν στη συνέχεια διάφορους αγώνες κι αγωνίσματα της νεολαίας, με κατάληξη το αγώνισμα της Ελληνορωμαϊκής πάλης. Εκεί ο Γιάνναρος συνήθως πάλευε με τρεις αθλητές και πάντα νικούσε.

Τα κατορθώματα του “ήρωά μας” δεν έχουν τελειωμό, εκείνο όμως που τον χαρακτήριζε και τον έκανε “ξεχωριστό” ήταν η πίστη του στη θρησκεία μας και το δυνατό πείσμα του που τον έκανε να μη κιοτεύει πουθενά.

Έτσι λοιπόν δίκαια πίστευαν οι συγχωριανοί του εκείνο το απόγευμα ότι τελικά θα τα κατάφερνε να φέρει στους ώμους του, όπως είχε στοιχηματίσει με τον εαυτό του απέναντι στην Παναγία, την όμορφη πέτρα που θα γινόταν η “Αγία Τράπεζα”.

Πράγματι λίγο πριν ο ήλιος στείλει τις τελευταίες λαμπερές ηλιαχτίδες και χαθεί πέρα στη Θεσσαλονίκη και τις κορφές του Ολύμπου, ο Γιάνναρος σαν άλλος Ηρακλής έφτασε, καταχειροκροτούμενος από τους πιστούς συγχωριανούς του, με την “Αγία Πέτρα” όπως μέχρι σήμερα αποκαλείται.

Αυτές τις ημέρες γίνεται η ανακαίνιση του Ιερού του Ναού μας της “Κοίμησης της Θεοτόκου” και αυτή η “Αγία Πέτρα” που υπάρχει μέχρι σήμερα για να θυμίζει την δύναμη της πίστης που και “βουνά κινεί”, καλλωπίζεται με περίλαμπρα μάρμαρα, αποτελεί δε κληρονομιά “πίστης και δύναμης”, αρετές που χαρακτήριζαν τον ήρωά μας τον Γιάνναρο.

28/11/09

Πάνω στου παπά τ' αλώνι

Υπαγόρευση: Ευμορφία Στ. Σταυρούδη
Τοποθεσία: Άγιος Πρόδρομος
Ημερομηνία: 28 Νοεμβρίου 2009
Εισαγωγή
Πρόκειται για παραλλαγή του γνωστού τραγουδιού της Χαλκιδικής "Κάτω στου παπά τ' αλώνι", και κυρίως όσον αφορά το μέλος του.
Στα μέσα ή τέλη της δεκαετίας του 50' δημιουργήθηκε στον Άγιο Πρόδρομος μία χορευτική ομάδα νέων κοριτσιών. Η συγκεκριμένη ομάδα εμφανίστηκε σε μία εκδήλωση στην Πορταριά Χαλκιδικής, πιθανόν στα πλαίσια του εορτασμού της επαναστάσεως της Χαλκιδικής, συμμετέχοντας με μερικούς χορούς, συμπεριλαμβανομένου και αυτού, όπως και του τραγουδιού "Πάνου σ' βουνί". Τα τραγούδια και τους χορούς είχε υπαγορεύσει τότε η Ευμορφία Δ. Σαράφη (Μαρτυρία Ευμορφίας Στ. Σταυρούδη και Μαρίας Δ. Σαράφη). Οι στίχοι έχουν ως εξής:
Πάνω στου παπά τ' αλώνι
Πάνω στου παπά τ' αλώνι
και τ' Αγά το πετραλώνι
πάησαν κλέφτες να πατήσουν
να πατήσουν και να πάρουν.
Πήραν άσπρα, πήραν γρόσια
πήραν και μια Ρωμιοπούλα
του παπά θυγατερούλα.
Στο βουνό ψηλά την πάνε
κι άρχισαν να την ρωτάνε
- Πες μας κόρη την αλήθεια
Τούρκ'σσα είσι για Ρουμέισσα;
Τούρκ'σσα είσι για Ρουμέισσα
κι έχεις τόση ομορφιά.
Τι είν' τα μάτια σου βαμμένα
τα μαλλιά σ' μπουγιατισμένα.
- Είμι μπέη μ' Ρουμιουπούλα
του παπά θυγατερούλα.

27/11/09

Ροξ

Συγγραφέας: Χρήστος Ι. Σαράφης
Τόπος: Άγιος Πρόδρομος
Ημερομηνία: 1997

Εισαγωγή
Μία ακόμη ιστορία του Χρήστου Ι. Σαράφη, από τις χειρόγραφες σημειώσεις του. Η παιδική αθωότητα ξετυλίγεται, μπολιασμένη με ήθη και έθιμα του χωριού κατά την περίοδο του Πάσχα.

Ροξ

- Σε λίγες μέρες έρχεται το Πάσχα, είπε ο δάσκαλος. Έχετε κανένα τοπικό έθιμο εδώ στο χωριό σας;
- Έχουμε, έχουμε, απαντήσαμε όλα τ’ αγόρια με μια φωνή. Τη Μεγάλη Παρασκευή λέμε το "Σήμερα μαύρος ουρανός", και εξηγήσαμε περί τίνος πρόκειται.
- Ωραία! αποφάνθηκε ο δάσκαλος. Φέτος όμως δεν θα γυρνάτε κατά παρέες. Θα τα πείτε όλοι μαζί και τα χρήματα που θα μαζέψετε θα τα φέρετε εδώ για τις ανάγκες του σχολείου.

Πράγματι φτιάξαμε έναν χαρτονένιο κουμπαρά, τον καλοντύσαμε με μπλε κόλλα, να είναι όμορφος, και περιμέναμε πως και πώς να ‘ρθει αυτή η ευλογημένη μέρα.
Έκλεισαν τα σχολεία για τις γιορτές του Πάσχα, έφυγε κι ο δάσκαλος για το χωριό του.

Το Σάββατο του Λαζάρου τα κορίτσια, κρατώντας τα μικρά καλαθάκια τους στολισμένα με λουλούδια, τραγούδησαν σ' όλα τα νοικοκυριά του χωριού "Εις την πόλιν Βηθανίαν". Εμείς τ’ αγόρια δεν συμμετείχαμε γιατί τα κάλαντα αυτά τα θεωρούσαμε κοριτσίστικα.

Ήρθαν οι Άγιες μέρες. Μεγάλη Δευτέρα, Μεγάλη Τρίτη, Μεγάλη Τετάρτη. Κάθε βράδυ, με το πρώτο χτύπημα της καμπάνας, πηγαίναμε στην εκκλησία. Από νωρίς το απόγευμα ετοιμάζαμε τα φαναράκια μας από διάφορα τενεκεδένια κουτιά. Δεν είχε έρθει ακόμα το ηλεκτρικό φως στο χωριό μας και τα σοκάκια από καλντερίμια ήταν θεοσκότεινα. Τα κουτιά αυτά τα τρυπούσαμε μ' ένα καρφί ολόγυρα ώστε από τις χαραμάδες να βγαίνει το λιγοστό φως ενός μισοκαμμένου συνήθως κεριού, που ‘χε απομείνει από το προηγούμενο βράδυ. Το κερί το σφηνώναμε σε μια μεγαλύτερη τρύπα που φτιάχναμε στο κέντρο της βάσης του κουτιού. Στο πάνω μέρος του κουτιού δέναμε ένα σύρμα, ώστε να βαστάμε το έτοιμο πια φαναράκι στο χέρι.

Μεγάλη Πέμπτη. Έγινε η Σταύρωση του Χριστού. Ακούσαμε με κατάνυξη τα Δώδεκα Ευαγγέλια. Σχόλασε η εκκλησία. Εμείς τ' αγόρια κουβαλήσαμε τα λουλούδια που κόβαμε από διάφορα δέντρα, που είχαν την τόλμη ν' ανθίσουν, καθότι στο χωριό μας αργεί να έρθει η Άνοιξη, και τ' αποθέταμε στα τρυφερά και επιδέξια χέρια των κοριτσιών, που με την καθοδήγηση των μεγαλύτερων και έμπειρων γυναικών στόλιζαν τον Επιτάφιο.

Καθώς τα κορίτσια δημιουργούσαν όμορφα σχήματα πάνω στον Επιτάφιο με τα λουλούδια, μαυροντυμένες και θεοσεβούμενες ηλικιωμένες γυναίκες ξενυχτούσαν τον Εσταυρωμένο Χριστό, έχοντας φέρει από το σπίτι σκεπάσματα για το μακρύ της νύχτας διάβα.
Κατά τις δυο η ώρα κινήσαμε για τα σπίτια μας, αφού αύριο μας περίμενε η "Μεγάλη Μέρα".

Μεγάλη Παρασκευή. Το πρωί μαζευτήκαμε στην πλατεία. Μαύρα παράξενα σύννεφα απλώθηκαν στον ουρανό, κάνοντας τη μέρα αυτή ακόμη πιο ζοφερή και πένθιμη.
Αρχίσαμε από την άκρη του χωριού και από πόρτα σε πόρτα:

«Σημίρα μαύρους ουρανός, σημίρα μαύρη μέρα,
σημίρα όλοι θλίβονται και τα ιβουνά λυπούνται.
Σημίρα έβγαλαν βουλή οι άνομοι οβραίοι,
οι άνομοι και τα σκυλιά κι οι τρις καταραμένοι.
Για να σταυρώσουν το Χριστό των πάντων βασιλέα,
ο Κύριος εθέλησε να λάβει περιβόλι,
να λάβει δείπνο μυστικό για να τον λάβουν όλοι.
Η Παναγιά η Δέσποινα καθόταν μοναχή της,
την προσευχή της έκανε για τον Μονογενή της.
Σώνουν κυρά μ' οι προσευχές, σώνουν1 και οι μετάνοιες,
και τον Υιό σου πιάσανε και στο χαλκιά τον πάνε,
και στου Πιλάτου την αυλή εκεί τον τυραννάνε.
Χαλκιά χαλκιά φκιάσε καρφιά, φκιάσε τρία πειρόνια2,
κι εκείνος ο παράνομος μπορεί και φκιάνει πέντε.
Εσύ Φαρέχ που τα ‘φκιαξες πρέπει να μας διδάξεις,
τα δυο βάλτε στα χέρια Του και τ' άλλα δυο στα πόδια.
Το τρίτο το φαρμακερό βάλτε το στη καρδιά Του
να τρέξει αίμα και νερό να λιγωθεί η καρδιά Του.
Η Παναγιά σαν τ' άκουσε έπεσε κι ελιγώθη,
σταμνί νερό της ρίξανε, τρία κανάτια μόσχο,
και τρία μυροδόσταμνα για να της έρθει ο νους της.
Μα σαν της ήρθ' ο λογισμός, μα σαν της ήρθ' ο νους της
ζητεί μαχαίρι να σφαγεί, ζητεί γκρεμό να πέσει,
ζητεί κι αργυροψάλιδο να κόψει τα μαλλιά της».

Με σοβαρότητα και δέος, όπως ταίριαζε στη Μέρα αυτή, μας άνοιγαν την πόρτα οι καλόκαρδες νοικοκυρές. Με πολύ κατάνυξη μαρτυρούσαμε τα βάσανα του Χριστού και της Παναγίας, αποβλέποντας στον πενιχρό οβολό τους. Πότε μια εικοσάρα, πότε μισή δραχμή ή και ολόκληρη πολύ σπάνια. Υπήρχε μεγάλη φτώχεια και ανέχεια. Το έργο της είσπραξης το είχε αναλάβει ο Στέλιος ο Σαμαράς, επειδή ήταν ευκίνητος κι εύκολα δρασκέλιζε με τα μεγάλα του πόδια τα σκαλοπάτια των νοικοκυριών.

Θα ‘χαμε γυρίσει το μισό χωριό όταν μας χτύπησαν στο πρόσωπο χοντρές σταγόνες βροχής.

- Γρήγορα παιδιά θα μας βρέξει, είπε κάποιος.
- Μη φοβάσαι, είναι τα δάκρυα της Παναγιάς, αντέτεινε άλλος.

Πράγματι σύννεφο ήταν και πέρασε. Δεν κράτησε πολύ. Συνεχίσαμε ακούραστοι στα υπόλοιπα σπίτια μαρτυρώντας τα Άγια Πάθη:

"Σημίρα μαύρους ουρανός, σημίρα μαύρη μέρα…"

Το μεσημέρι κατάκοποι, αλλά ευτυχείς που φέραμε «εις πέρας» την απόστολή μας, καθίσαμε στο πεζούλι της εκκλησίας να ξεκουραστούμε.

- Πόσα λέτε να μαζέψαμε; ρωτούσε ο ένας τον άλλον.

Το βράδυ ψάλλαμε τα εγκώμια: “Η ζωή εν τάφω”, “Άξιον εστί”, “Αι γενεαί αι πάσαι” και γυρίσαμε τον Επιτάφιο στο χωριό.

Μεγάλο Σάββατο. Έγινε η Ανάσταση. Χτύπησαν χαρούμενα πια οι καμπάνες. Η ελπίδα ξαναγεννήθηκε για 1960η φορά. Δεν θα χαθούμε. Υπάρχει η Ανάσταση.

Κύλησαν οι μέρες ξέγνοιαστες, χαρούμενες, γεμάτες παιχνίδι. Βγήκε κι ο ήλιος. Φως! Παντού φως! Παντού Άνοιξη! Άνοιξη και στις καρδιές μας.
Άνοιξαν και τα σχολεία. Ήρθε κι ο δάσκαλος. Μας ρώτησε πως περάσαμε τις Άγιες Μέρες. Κύλησε η πρώτη μέρα ήρεμα και όμορφα. Πέρασε κι η δεύτερη κι η τρίτη. Πήρε η βδομάδα το ρυθμό της. Πήρε κι η μαθητική ζωή το δρόμο της.
Ανταμώσαμε όλοι την πρώτη Κυριακή μετά του Θωμά στο πεζούλι της εκκλησίας.

- Τι γίνεται ρε παιδιά;
- Πώς και δεν μας ζήτησε ο δάσκαλος τα χρήματα που μαζέψαμε;
- Μήπως τα ξέχασε;
- Μπαα! Μη και θέλει να δοκιμάσει την τιμιότητά μας;
- Ν' αφήσουμε να περάσει κι η άλλη βδομάδα κι άμα δεν μας τα γυρέψει να τα μοιράσουμε!

Κάμποσο καλή μας φάνηκε η τελευταία πρόταση, αλλά:

- Αν τυχόν και τα ζητήσει τι κάνουμε;
- Μήπως δεν πρέπει;
είπε ο πιο συνετός της παρέας.

Την άλλη Κυριακή τελικά σπάσαμε τον κουμπαρά. Μετρήσαμε και μοιράσαμε. Από ένα δίφραγκο στον καθένα μας. Όσο ακριβώς στοίχιζε και το ροξ. Ήταν το μεγαλύτερο και ακριβότερο γλύκισμα που μπορούσε να αγοράσει κάποιος από το περίπτερο. Συνήθως το χαρτζιλίκι μας ήταν ένα εικοσάλεπτο (κουσάρα το λέγαμε), με το οποίο μπορούσαμε ν' αγοράσουμε δυο μαντζούνια ή τέσσερα ξυλοκέρατα (χαρούπια) από τη θεια τη Μητσάκαινα. Σπάνια αποχτούσαμε μισή δραχμή. Ρεγάλο, από κανένα θέλημα που κάναμε, και μ' αυτή αγοράζαμε ένα μαντολάτο (άχνη μετασχηματισμένη σε μορφή κούκλας).

Έτσι το ροξ με την κατάλευκη σαντιγί κρέμα στο εσωτερικό, όπου την προστάτευε ένας κωνικός πιστός φύλακας από γλυκό ψημένο ζυμάρι, αποτελούσε το κέντρο της άπιαστης γλυκιάς επιθυμίας μας.
Με τρεμάμενα χέρια από τη μεγάλη συγκίνήση, που να επιτέλους έγινε δικό μας, αραδιαστήκαμε στα λαξεμένα πάνω στα βράχια σκαλοπάτια, που οδηγούσαν στο “Μούτα", τη βρύση με τα έξι τσουλνάρια (κρουνοί), κι αφεθήκαμε στη γλυκύτατη απόλαυση του ροξ. Για τους περισσότερους ήταν το πρώτο ροξ.

- Κι αν ο δάσκαλος μας ζητήσει τον κουμπαρά; είπε κάποιος ξαφνικά.
- Άντε ρε! Πέρασαν δυο βδομάδες. Σιγά που νοιάζεται ο δάσκαλος για τέτοια, έσπασε τη νεκρική σιωπή ο παρηγορητής της παρέας Χρήστος.

Πέρασαν μέρες, βδομάδες, μήνες, χρόνια. Μεγάλωσα. Ροξ προέκυψαν κι άλλα. Την ένοχη γλύκα όμως που ‘χε αυτό το πρώτο δεν θα τη ξεχάσω. Άσε που κάπου κάπου όταν αφήνομαι στις όμορφες αναμνήσεις του παρελθόντος μονολογώ:

- Να, τώρα θα μας ζητήσει ο δάσκαλος τον κουμπαρά.

Η ιστορία διαδραματίστηκε το 1960.

Σχόλια
1. Φτάνουν.
2. Πείροι, καρφιά.

25/11/09

Σύλλογος κυριών "Η Δορκάς" στον Άγιο Πρόδρομο (1935)

Εφημερίδα: Χαλκιδική
Τεύχος: -
Ημερομηνία: 10 Φεβρουαρίου 1935

Τριανταφυλλιά Κ. Βακάλη, α' σύζυγος Ιωάννη Δ. Σαράφη

ΙΔΡΥΣΙΣ ΣΥΛΛΟΓΟΥ

Εν Αγίω Προδρόμω ιδρύθη Σύλλογος κυριών "Η Δορκάς" σκοπός του οποίου είναι η εξεύρεσις πόρων δια την σύστασιν και συντήρησιν μαθητικών συσσιτίων και καλλωπισμόν του Ναού. Η προσωρινή επιτροπή απετελέσθη εκ των κυριών Χρυσάνθης Μαυρογιάννη, Τριανταφυλλιάς Βακάλη και Μαρίκας Σατραζάνη.

Σχόλια
Το συγκεκριμένο απόσπασμα της εφημερίδας "Χαλκιδική", μας δίνει μια πολύτιμη πληροφορία για το χωριό μας: την ίδρυση συλλόγου κυριών το 1935 με το όνομα "Η Δορκάς". Δεν γνωρίζουμε για πόσα χρόνια δραστηριοποιούνταν αυτός ο σύλλογος. Πιθανόν με την κήρυξη του πολέμου να σταμάτησε και η δράση του. Πολύ σημαντική επίσης η πληροφορία για την προσωρινή επιτροπή, η οποία απαρτιζόταν μεταξύ άλλων, από την Χρυσάνθη Χρ. Μαυρογιάννη, μετέπειτα σύζυγο του Αγιοπροδρομίτη δασκάλου Δημητρίου Παν. Διαβάτη, την Τριανταφυλλιά Κων. Βακάλη, πρώτη σύζυγο του Ιωάννη Δ. Σαράφη και την Μαρίκα Χρ. Σατραζάνη, μετέπειτα σύζυγο του Σπυρίδωνα Αλβανού.

Ευχαριστώ πολύ τον κ. Ιωάννη Κανατά για την παραχώρηση του άρθρου και την Ευμορφία Στ. Σταυρούδη για την παραχώρηση της φωτογραφίας.

23/11/09

Η βελανιδιά...


21/11/09

Προικοσύμφωνο μεταξύ Ιωάννη Δ. Γραμμένου και Ανδρέα Θεοδώρου (1913)

Εισαγωγή
Έγγραφο του αρχείου της Επισκοπής Αρδαμερίου. Πρόκειται για το προικοσύμφωνο μεταξύ του Ιωάννη Δ. Γραμμένου (Παγωνούδη) και του Ανδρέα Θεοδώρου (Βλάχου) το έτος 1913.
Το έγγραφο έχει ως εξής:

Προικοσύμφωνον
Μεταξύ των υποφαινομένων κ. Ιωάννου Δ. Γραμμένου1 και κ. Ανδρέου Θεοδώρου2 κατοίκων Ρεσιτνικίων Χριστιανών ορθοδόξων συνεφώνησαν τα εξής:
Ο κ. Ιωάννης Δ. Γραμμένου έχων αδελφήν ονομαζομένην Φωτεινήν εις γάμου ηλικίαν αρραβωνίζει σήμερον αυτήν με την θέλησίν της με τον κ. Ανδρέα Θεοδώρου και δίδει εις αυτήν λόγω προικός τα εξής:
1ον Έν οικόπεδον προς Β. της παλαιάς οικίας με τον όρον όπως μετά την ανακομηδήν θα υποχρεούμεθα ίνα ενωθή η οικία μετά της παλαιάς.
2ον Εν αλωνότοπον εκ δύο σπορών συγκείμενου το κάτωθι μέρος το 1/3 προς το λαγκάδι.
3ον Εις Αβράμ αμπέλι αμπελότοπον εκ 1 1/2 σπορών.
4ον Εις Αξωνιά3 όλον το μερίδιον.
5ον Εις Κλύσμα4 ποτιστικόν χωράφι το άνω μερίδιον 1 σποράν προς το αυλάκι.
6ον Έν χωράφιον εις θέσιν Τζούκα5 συνισταμένου εκ δύο στρεμμάτων.
7ον Έν χωράφιον εις θέσιν Κουσόρη6 επίσης εκ δύο στρεμμάτων το άνω μέρος προς τον Βαγγελινόν Νικολάου7 και λαγκάδι.
8ον Έν χωράφιον εις τοποθεσίαν Αγκακτσιαίς8 συγκείμενον εξ ενός στρέμματος.
9ον Έν χωράφιον εις Πύλον9 εξ ενός στρέμματος κατά το μέρος Τροχαλιά.
10ον Εις θέσιν Μετρισύνη χωράφιον συγκείμενον έν μερίδιον εξ ενός στρέμματος προς το μέρος Νότιον προς τον λάκον Δυτικώς.
11ον Εις θέσιν Γυρζμένην πέτραν έν χωράφιον συγκείμενον εκ δύο στρεμμάτων.
12ον Έν κιβώτιον
13ον 4 φουστάνια βειριτζάν;
14ον 3 πουδγές αγοραστικαίς
15ον 2 μαλλίναις
16ον 1 λαχώριον μάλινον
17ον 4 χράμια εντόπια μάλινα
18ον 3 προσκεφάλαια εντόπια μάλινα
19ον 7 μαξιλάρια χασέ
20ον 2 μαξιλάρια στάμπες
21ον 8 μανδύλια 1 μεσάλιον
22ον 1 μπολκάκι
23ον Προς τούτοις δε και έν ομόλογον εκ λιρών τριών εις τον θείον της Χρίστον Μισουρά10.
Ο Γαμβρός δέχεται την ανωτέρω συμφωνιαν μετά της ειρημένης προικός και αποφασίζει όπως αύριον Κυριακήν γίνη εκτέλεσις του γάμου συνάμα δε ουδέποτε θα εγείρη αξιώσεις επ' ουδενί λόγω.
Ο ειρημένος Γαμβρός δίδει ως αρραβώνα εις την νύμφην και προγαμιαίαν καταβολήν τα εξής:
1 δακτυλίδιον
2 ένα σταυρόν αργυρούν
3 έν ζεύγος σκουλαρίκια αργυρά
4 έν λαχώριον μάλινον και έν κρέπι
Προς τούτοις δε ο πατήρ του γαμβρού δίδει εις την νύμφην πρόβατα μεγάλα δέκα κεφάλαια.
Δι' ο εγένετο το παρόν εις διπλούν και απογραφέντα εξ αμφοτέρων των μερών έλαβεν έκαστος ανά έν.
Εν Ρεσιτνικίοις τη 19η Ιανουαρίου 1913.
Οι συμβαλόμενοι
Ιωάννης Παγωνούδη
Ανδρέας Θεοδώρου
Οι Ιερείς
Παπα Δημήτριος
Παπα Αστέριος Γραμμένου
Οι μάρτυρες
Γεώρ. Βατζόλας11
Αστέριος Γεωργάκη12
Άγγελος Αστερίου13
Θεόδωρος Χρήστου
----------------------------------------------------------------------------------------------
Σχόλια
1. Ιωάννης Δ. Παγωνούδης;
2. Ο Ανδρέας Θ. Βλάχου, γεννηθείς το 1882 και στο επάγγελμα ποιμένας.
3. Η τοποθεσία Αξονιές, αν δεν κάνω λάθος, βρισκόταν κάτω από το βουνό Νέυφτος, μπροστά από την τοποθεσία Λομπάρδες, λίγο παραπάνω από το εξωκλήσι του Αγίου Ραφαήλ. Το κλίμα της περιοχής ήταν εύκρατο, και ευνοούσε την καλλιέργεια αμπελιών.
4. Το Κλύσμα ή Κλώσμα όπως διασώζεται σήμερα, ήταν κοντά στο εξωκλήσι του Αη-Γιώργη. Κλώσμα σημείνει στροφή.
5. H Τζούκα ή Τζιούκα είναι το ύψωμα πίσω από το Καμίν’, το παλιό ασβεστοκάμινο της οικογένειας Δαφνή. Στα ιταλικά zucca σημαίνει κορυφή, ύψωμα.
6. Το Κουσόρι ή Κουσόρια βρίσκεται στο λάκκο πίσω από τις Καρυές, αριστερά από τον δρόμο που πηγαίνει από το εξωκλήσι του Αγίου Προδρόμου στα Ζερβοχώρια. Η λέξη προέρχεται είτε από την τουρκική λέξη kusor που σημαίνει το μέρος που ξερνάει (νερό), είτε από τα κουσιόρια, ονομασία των κοφινιών.
7. Πρόκειται για τον Ευαγγελινό Κουργιαννάκη, γεννηθέντα το 1848. Οι απόγονοί του πήραν από αυτόν το επώνυμο Ευαγγελινός.
8. Οι αγκακτσιές είναι είδος δέντρου, αν δεν κάνω λάθος βελανιδιάς.
9. O Πύλος ή Μπύλος βρίσκεται πάνω απ’ τον Άη-Λια στο σύνορο με τα Δουμπιά, αριστερά από το Σημείο. Εκεί πρέπει να αναζητηθεί και η Τροχαλιά ή Τροχανιά.
10. Πρόκειται για τον Χρήστο Γεωργίου Μισουρά, γεννηθέντα το 1875 και στο επάγγελμα γεωργό.
11. Δεν ξέρουμε σε ποιόν Γεώργιο Βατζόλα αναφέρεται. Εκείνη την εποχή υπήρχαν τέσσερις Αγιοπροδρομίτες με αυτό το όνομα: α) ο Γεώργιος Βατζώλας του Εμμανουήλ (Αναγνώστη), γεννηθείς το 1876, στο επάγγελμα αγωγιάτης, β) ο Γεώργιος Βατζώλας του Βασιλικού, γεννηθείς το 1890, στο επάγγελμα ποιμένας, γ) ο Γεώργιος Βατζώλας του Χριστόδουλου, γεννηθείς το 1887, στο επάγγελμα αγωγιάτης και δ) ο Γεώργιος Βατζιόλας του Εμμανουήλ, γεννηθείς το 1885, στο επάγγελμα γεωργός. Κατά πάσα πιθανότητα πρόκειται για τον πρώτο, πρεσβύτερο σε ηλικία, του οποίου η υπογραφή θα θεωρούνταν πιο βαρύνουσα.
12. Πρόκειται μάλλον για τον Αστέριο Γεωργίου Γιαννακούδη, γεννηθέντα το 1866 και στο επάγγελμα γεωργό, πρόεδρο του χωριού το 1920.
13. Μάλλον ο Άγγελος Αστερίου Παγωνούδης, γεωργός στο επάγγελμα και γεννηθείς το 1852.

18/11/09

Τα χίλια δέντρα κι ο Μεγαλέξανδρος

Συγγραφέας: Χρήστος Ι. Σαράφης
Τόπος: Άγιος Πρόδρομος
Ημερομηνία: 1996

Εισαγωγή
Άλλη μία πανέμορφη ιστορία του Χρήστου Ι. Σαράφη, από τις χειρόγραφες σημειώσεις του. Ένα ταξίδι στον τόπο και χρόνο, με τα μάτια ενός παιδιού που ξεμακραίνει για πρώτη φορά από τον τόπο του.
Τα χίλια δέντρα κι ο Μεγαλέξανδρος

Από την προηγούμενη μέρα είχαμε κόψει τρία φορτιά ξύλα. Ρόκια1 αλλά ανάμεσα και κανένα απαγορευμένο χλωρό. Τα φορτώσαμε με τον πατέρα μου και κινήσαμε για το χωριό. Στο δρόμο απαντήσαμε το δασικό του χωριού.

- Ανάμικτα Γιάννη, κι εννοούσε φυσικά τα ξύλα.

Έτσι έλεγε πάντα. Πάνε δέκα χρόνια που είχε έρθει νέος και νιόπαντρος από την παλιά Ελλάδα, διορισμένος ως δασικός στο χωριό μας. Από φτωχά μέρη ο μπάρμπα Γιάννης ο Κουμαντάρος γνώρισε και την δική μας φτώχεια. Ήταν κάμποσο μαλακός γι' αυτό συχνά έκανε τα στραβά μάτια. Με τα παιδιά του πηγαίναμε μαζί στο σχολείο.

Άρχισε να με πειράζει αστειευόμενος, δήθεν απειλώντας με. Εγώ τάφος. Σιωπή. Καμιά απάντηση. Όταν μας χαιρέτησε ο πατέρας άρχισε να μ' αποπαίρνει που δεν ανταπέδωσα στα χαριτολογήματά του καθώς πρέπει.

- Θα σε περνάνε για καθυστερημένο βρε έτσι που κάνεις!

Σ' όλο το δρόμο έσκυψα το κεφάλι και συλλογιόμουνα.

- Μήπως έχει δίκιο; Αλλά μπα!

Στο σχολείο όταν πρωτοπήγα, μικρός-μικρός, μικρότερος απ' όλους, αδύνατος και κοντούλης, θυμάμαι μια μέρα σήκωσε ο δάσκαλος τον Θωμά να σχηματίσει το οκτώ με μια κίνηση πάνω στον μαυροπίνακα. Ο Θωμάς ήταν τότε στην τρίτη τάξη. Προσπάθησε ξανά και ξανά. Όμως τίποτα.

- Σήκω εσύ μικρέ, διέταξε ο δάσκαλος και με κοίταξε πάνω από την έδρα αυστηρά κάτω από τα χοντρά μαύρα γυαλιά του, μετρώντας μου το μπόι, που δεν ήταν ούτε ένας πήχης ακόμα.

Ήμουνα πρώτη δημοτικού. Κι όμως όση ώρα μιλούσε ο δάσκαλος κι έγραφε το οκτώ πάνω στον πίνακα, εγώ το είχα σχηματίσει τουλάχιστον δέκα φορές στο μυαλό μου. Παίρνω λοιπόν την κιμωλία, σηκώνω το χέρι στον πίνακα, αλλά δεν φτάνω. Ανεβαίνω σ' ένα σκαμνάκι, φαρδοπατώ στο πρώτο σκαλί κι αναποδογυρίζει. Γέλια και χάχανα από κάτω. Κι όμως δεν τα χάνω. Ξαναεπιχειρώ και να σου ένα ξεγυρισμένο οχτάρι. Τα γέλια διαδέχονται τα χειροκροτήματα. Ωραίο πράγμα η δικαίωση και το απολαμβάνω. Από τότε ο δάσκαλος με είχε μη βρέξει και μη στάξει. Αλλά και ‘γω πρώτος σε όλα. Αριθμητική, Καλλιγραφία, Χειροτεχνία, Ωδική, Ιστορία, Έκθεση άριστος.

Εκεί όμως που δεν μπορούσα να τα καταφέρω ήταν ότι δεν ήμουν ετοιμόλογος. Δεν μπορούσα ακόμα φαίνεται να αφομοιώσω τα στερεότυπα χαριεντίσματα (πειράγματα), που έλεγαν οι μεγαλύτεροι μεταξύ τους.

Αυτά όλα σκεφτόμουνα και χωρίς να καταλάβω φτάσαμε κιόλας στο χωριό. Ξεπεζέψαμε τα άλογα και καθίσαμε να ξεκουραστούμε. Το απόγευμα θα ξεκινούσαμε για το μεγάλο πια ταξίδι. Όλα ήταν αποφασισμένα από μέρες. Τα δυο προηγούμενα καλοκαίρια ο πατέρας είχε πάρει μαζί του τα δυο μεγαλύτερά μου αδέλφια. Φέτος ήταν η σειρά μου. Και το απαιτούσα. Θα ‘ταν η πρώτη φορά που θα 'βγαινα έξω από το χωριό.

- Κοιμήσου λίγο γιατί θα ‘χετε πολύ δρόμο να κάνετε και θα κουραστείς, είπε η μάνα μου.

Ξάπλωσα στο παραγεμισμένο με καλαμποκόφυλλα στρώμα, αλλά που να με πάρει ο ύπνος.
Κατά τις τρεις το απόγευμα φορτώσαμε και κινήσαμε. Έξω από το χωριό ανταμώσαμε κι άλλους χωριανούς κι έτσι όλοι μαζί σαν καραβάνι κινήσαμε για το Γριμπουτζιάκ' (Νέα Απολλωνία το σημερινό όνομα).

Βαδίζαμε ασταμάτητα ακολουθώντας τα φορτωμένα με ξύλα άλογα πολλές ώρες. Κοντά στο ηλιοβασίλεμα φάνηκε το πρώτο χωριό τα Δουμπιά. Η λαχτάρα μου δεν περιγράφεται. Νόμιζα ότι βρισκόμασταν τουλάχιστον σ' άλλο κράτος και περίμενα μ’ αγωνία να δω πως είναι επιτέλους οι άνθρωποι που ζουν σ’ άλλο τόπο. Είναι ίδιοι άραγε με μας; Ντύνονται, τρώνε, πονάνε, γελάνε, τραγουδάνε όπως και ‘μεις; Ο πατέρας άρχισε να μου εξηγεί πως σ' αυτό το χωριό μένουν ντόπιοι. Έχουμε μάλιστα και κάποιους μακρινούς συγγενείς.

Στάθηκα όμως άτυχος. Παρακάμψαμε τα Δουμπιά για να κερδίσουμε χρόνο και προχωρήσαμε δίπλα στις όχθες ενός ξεροπόταμου, ώστε να φτάσουμε πιο γρήγορα στα "Χίλια δέντρα". Εκεί θα ξεφορτώναμε τ' άλογα να ξεκουραστούν και θα συνεχίζαμε το πρωί. Στην υπόλοιπη διαδρομή, ενώ μερικοί το ‘χαν ρίξει στο τραγούδι, ο πατέρας μου εξηγούσε πως το μέρος που το λένε "Χίλια δέντρα", και πράγματι υπήρχαν πολλά, τ' ονόμαζαν έτσι γιατί όταν ο Μεγαλέξανδρος έκανε την εκστρατεία στην Ασία, σταμάτησε εκεί να ξεκουραστεί και διέταξε τους στρατιώτες του να δέσουν τ' άλογα. Αυτοί έκοψαν από το κοντινότερο δάσος χίλια παλούκια, όσα και τ' άλογα. Ύστερα από χρόνια τα παλούκια αυτά πέταξαν βλαστούς κι έτσι έγιναν αυτά τα δέντρα, που σώζονται μέχρι τις μέρες μας.

Ένας ήλιος ντυμένος στα πορφυρά σαν μεγαλοπρεπής βασιλιάς, που ξέρει να κυβερνά τη χώρα του, στάθηκε για λίγο αγέρωχος και σταθερός ανάμεσα σε δυο βουνοκορφές του Χορτιάτη και αφού μας έκανε τη χάρη να μας στείλει λίγο φως ακόμη, χαιρέτησε πηγαίνοντας να κυβερνήσει άλλους λαούς.

Είχε νυχτώσει. Τ' άστρα λαμπύριζαν στο στερέωμα και δειλά-δειλά ξεπρόβαλλε ένα ολοστρόγγυλο και κατακόκκινο φεγγάρι από τις βουνοκορφές του Χολομώντα, όταν φτάσαμε στα "Χίλια δέντρα". Ξεφορτώσαμε βιαστικά-βιαστικά τα ζώα και τα δέσαμε μ' ένα μακρύ σχοινί να βοσκήσουν και να ξεκουραστούν. Δειπνήσαμε στο λιτό μας τραπέζι. Ελιές, ψωμί και κρεμμύδια. Φτιάξαμε ένα πρόχειρο στρώμα με ξερόχορτα και κατάκοποι πέσαμε να κοιμηθούμε.
Λένε ότι όλα τα μεγάλα πράγματα γεννιόνται τη νύχτα. Τόσο τα καλά όσο και τα κακά. Κι αυτό γιατί ο μαγνητισμός του φεγγαριού και των αστεριών επηρεάζει θετικά ή αρνητικά τόσο τους ανθρώπους όσο και τα γύρω πράγματα. Λένε οι επιστήμονες ότι κατόπιν στατιστικών μετρήσεων το μεγαλύτερο ποσοστό γεννήσεων ανθρώπων και ζώων γίνεται τη νύχτα. Η νύχτα γεννάει. Γεννάει ιδέες, όνειρα, φαντασιώσεις, οράματα. Ώρα πολλή στριφογύριζα σκεπτόμενος Πώς άραγε να ήταν τότε τη βραδιά που κατασκήνωσαν εδώ οι στρατιώτες με το μεγάλο ηγέτη; Δίπλα το δάσος είχε πάρει μια σκοτεινή και μυστηριώδη εικόνα στο παιδικό μου μυαλουδάκι. Ξύπνησαν όλα τα ζωντανά της νύχτας κι άρχισε ένας ανελέητος αγώνας ζωής. Κάπου-κάπου πήγαινε να με πάρει ο ύπνος και τιναζόμουν απότομα στο κράξιμο μιας κουκουβάγιας, στο αλύχτισμα ενός τσακαλιού, στο φτερούγισμα μιας νυχτερίδας.

Όταν ξαφνικά είδα! Ναι είδα! Ήταν αυτός. Γλυκός αλλά συγχρόνως και άγριος. Ήπιος και συνάμα ορμητικός. Η στολή του πρόσθετε ύψος κι έμοιαζε γίγαντας. Έδινε κοφτές διαταγές στους αξιωματικούς. Μιλούσε όμως και στους στρατιώτες του. Ήταν ο Μέγας Αλέξανδρος. Όπως ακριβώς τον είχα δει στα βιβλία, στα κέρματα και στην εφημερίδα Μακεδονία. Άπλωσα το χέρι μου να τον ακουμπήσω. Να πάρω από τη δύναμή του. Αυτός χαμογέλασε κι έτεινε το χέρι του στο κεφάλι μου. Χάιδεψε τα πυκνά όλο μπούκλες καμωμένα μαλλιά και με βαριά φωνή μου μίλησε:

- Σήκω Χρήστο. Σε λίγο ξεκινάμε!

Άνοιξα τα μάτια. Ο πατέρας μου χάιδευε το κεφάλι και προσπαθούσε να με ξυπνήσει. Στην αρχή απογοητεύθηκα, όμως γρήγορα ένοιωσα ασφάλεια στο ζεστό του χάδι.

Η νύχτα κρατούσε καλά ακόμα όταν φορτώσαμε και κινήσαμε πάλι για τον προορισμό μας Περάσαμε από ένα προσφυγικό χωριό, την Καλαμωτού. Καθώς διαβαίναμε τους δρόμους του μ' έκανε εντύπωση το πόσο μακριά ήταν το ένα σπίτι από το άλλο. Αναρωτιόμουν πώς άραγε βρίσκονται τα παιδιά για να παίξουν κλεφτοπόλεμο και σκλαβάκι. Ο πατέρας σα να κατάλαβε και μου είπε:

- Κοίταξε Χρήστο, τα προσφυγικά χωριά που έγιναν με την ανταλλαγή πληθυσμών επί Βενιζέλου κτίστηκαν εξ αρχής και οι κλήροι ήταν μεγάλα κομμάτια, όπου ο καθένας έχτιζε το υποστατικό του για ζώα και εργαλεία μαζί με το σπίτι του.

Ακόμα δεν είχε ξημερώσει. Αραιά και που φαινόταν κάποιο φως. Οι πρώτοι νοικοκύρηδες άρχισαν να σηκώνονται. Βγήκαμε από το χωριό και ακολουθήσαμε έναν καρόδρομο που θα μας έβγαζε δυτικά της Νέας Απολλωνίας. Στην υπόλοιπη διαδρομή διαβήκαμε κάτι μικρά χωριά που δεν είχαν περισσότερα από δεκαπέντε σπίτια το καθένα. "Μαχαλάδες " τα έλεγαν. Κι εδώ πρόσφυγες κατοικούσαν.

Άρχισε να αραχνοφέγγει. Αγάλι-αγάλι ξεπρόβαλαν οι πρώτες ολόχρυσες ηλιαχτίδες. Σταμάτησε και το κράξιμο της κουκουβάγιας. Όλα τα θηρία της νύχτας έτρεξαν γα κρυφτούν στο δάσος. Για λίγο μια απέραντη ησυχία απλώθηκε παντού, λες και κάτι το συνταρακτικό επρόκειτο να συμβεί. Πράγματι. Να, ξεπρόβαλλε ο νικητής της νύχτας. Ένας ολοπόρφυρος γεμάτος φωτιά και λάβα ήλιος στάθηκε για λίγο ανάμεσα στις βουνοκορφές του Χολομώντα κι ύστερα φώτισε όλον τον κάμπο. Όλα ξαφνικά πήραν ζωή, σχήμα και μορφή. Αριστερά μας η Βόλβη, η λίμνη με τα ολοκάθαρα νερά και τα πεντανόστιμα ψάρια ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα κι άρχιζε να αχνίζει ανεβάζοντας σύννεφα ομίχλης προς τον ουρανό. Στο βάθος μακριά γύρω από τη λίμνη μικρά και μεγάλα χωριά ξεπετάχτηκαν και στον μακρύ ορίζοντα διακρίνονταν οι κορυφές του Παγγαίου όρους.

Θα ‘ταν γύρω στις εννιά όταν είδαμε τον πρώτο άνθρωπο, καθώς ετοίμαζε τα σύνεργά του για να ποτίσει τα καρπούζια σ' ένα μεγάλο μποστάνι. Τον χαιρετίσαμε.

- Κάλως τα κάνεις πατριώτη;
- Καλώς ήρθατε πατριώτες
, ανταπέδωσε τον χαιρετισμό, σηκώνοντας το κεφάλι ψηλά.

Αν και πρωί ακόμα σκούπισε τον ιδρώτα από το σκληρό και ηλιοκαμένο του πρόσωπο με το μαντήλι που ‘χε δεμένο στο κεφάλι. Πήρε μιαν ανάσα και άπλωσε το χέρι.

- Πώς πάει ρε πατριώτες; Τι καλό μας φέρνετε;
- Να! Σας φέρνουμε το χειμώνα και θέλουμε να μας δώσετε το καλοκαίρι
, ανέλαβε να απαντήσει ο πατέρας μου εκ μέρους και των υπολοίπων του καραβανιού.

Έτσι άρχιζε συνήθως το αλισβερίσι, το δούναι και λαβείν δηλαδή. Με γρίφους, υπονοούμενα σκωπτικά και λαϊκή σοφία.

Κάθε καλοκαίρι εμείς που ζούσαμε στα ορεινά χωριά, όπου υπήρχαν δάση με δέντρα, κόβαμε ξύλα πότε ξερά, πότε χλωρά (λαθραία συνήθως) και τ' ανταλλάσσαμε με καρπούζια που ευδοκιμούσαν στα χωριά του κάμπου και της λίμνης. Χρήματα δεν υπήρχαν τότε και οι συναλλαγές γίνονταν είδος με είδος. Το παζάρι, που γινόταν επί τόπου στο χώρο παραγωγής δεν βαστούσε πολύ και πέντε πάνω πέντε κάτω έκλεινε η συμφωνία. Συνήθως ήταν ένα φορτιό ξύλα με τρία σακιά καρπούζια. Τόσα φυσικά άντεχε να φορτωθεί ανώδυνα και το ζώο, ώστε να μην κουραστεί και σακατευτεί.

Πράγματι σε λίγο ξεφορτώναμε γύρω στα έξι φορτιά ξύλα. Τόσα ήθελε ο μπάρμπα Θανάσης, όπως τον έλεγαν, γιατί είπε είχε κι άλλα τόσα.

- Ε, δεν μου χρειάζονται άλλα. Πιστεύω θα με φτάσουν. Ας δώσουμε και λίγα καρπούζια στον έμπορα να ‘χουμε καμιά δραχμή να το γυρίσουμε και συνέχισε φιλόξενα. Θα σας στείλω σ' έναν άλλο χωριανό τον Σάββα τον Αμπελίδη.

Κι αφού έδειξε τα κατατόπια στους υπόλοιπους άρχισε να υποδεικνύει στον πατέρα μου τα καρπούζια που θα κόβαμε. Έσκυβε, τα κοίταζε, κάπου-κάπου τ' ανασήκωνε, τα χτυπούσε ελαφρά με το δάχτυλο και αποφαίνονταν:

- Κόψε αυτό. Άστο αυτό είναι αγουρίδα ακόμα. Πάρε εκείνο είναι ζάχαρη.

Γέμισαν τα σακιά.

- Πάρτε και για το δρόμο μερικά. Δικά μας είναι. Δε βαριέσαι έδωσε ο Θεός και φέτος. Υγεία να ‘χουμε να ‘μαστε και του χρόνου γεροί να πορεύουμε τη ζωή.

Χαιρετίσαμε κι ευχαριστήσαμε το μπάρμπα Θανάση. Το μεσημέρι ανταμώσαμε πάλι όλο το καραβάνι στα "Χίλια δέντρα", όπου και το σημείο εκκίνησης για την επιστροφή. Ξεπεζέψαμε τα ζώα να ξεκουραστούν λίγο κι απλώσαμε τις ασπρόμαυρες υφαντές μαντίλες για να φάμε. Αλλά τι διαφορά. Σήμερα ανοίξαμε το δεύτερο σακουλάκι με το κάτασπρο κατσικίσιο τυρί. Σπάσαμε το καρπούζι στο γόνατο, το μοιράσαμε στα δυο και μπήκαμε μέσα βαθιά στους κατακόκκινους σαν αίμα χυμούς του. Μια μπουκιά ψωμί και τυρί ένα βύθισμα μέσα στο καρπούζι. Ρουφήξαμε και την τελευταία σταγόνα από το θείο αυτό δώρο και αφού το μετατρέψαμε σε άδειο κρανίο το δώσαμε στα ζώα. Σε λίγο άρχισαν οι μέρμηγκες να κουβαλάν τους σπόρους. Τίποτα δεν πάει χαμένο. Είδες! έλεγε κάποιος, καθώς παρακολουθούσε τον τιτάνιο αγώνα των μυρμηγκιών.

Αργά το βράδυ φάνηκε επιτέλους το χωριό. Κοντά στα πρώτα σπίτια μας περίμεναν τ' αδέρφια μου, τα ξαδέρφια κι άλλα παιδιά. Σαν στρατιώτες που γύρισαν από μια νικηφόρα μάχη μας υποδέχτηκαν μ' αγκαλιές και φιλιά, αλαλάζοντας απ' τη χαρά τους. Εγώ φυσικά περιττό να πω ότι έβλεπα τον εαυτό μου δυο μέτρα τουλάχιστον ψηλότερο από τους άλλους Ήμουν ο καταχτητής φέτος. Ο τυχερός. Ο αρχηγός. Πήρα λίγη χάρη ως φαίνεται κι απ' τον Μεγαλέξανδρο.

Στην δίφυλλη πόρτα του μπαρμπακά2 περίμενε η μάνα. Μας υποδέχτηκε μ' αγκαλιές και φιλιά. Κατεβάσαμε τα καρπούζια με τη βοήθεια του λυχναριού και τ' αραδιάσαμε μέσα στη βρώμη, που έπαιζε και ρόλο ψυγείου-ωριμαντηρίου. της εποχής. Εκεί τοποθετούσαμε τα ελαφρώς άγουρα φρούτα, όπως αχλάδια, αγκόρτσα, δαμάσκηνα, μπομπότες και προύνα για να ωριμάσουν σιγά-σιγά και να πάρουν γεύση και άρωμα.

Στο κρεβάτι διηγήθηκα τις περιπέτειές μας στ' αδέλφια μου, ώσπου κατάκοπος αλλά χαρούμενος έκλεισα τα μάτια και κοιμήθηκα.

Ένα μεγάλο ταξίδι της ζωής μου είχε τελειώσει.

1. Ξερά ξύλα, προερχόμενα από κλάδεμα του δασαρχείου.
2. Πέτρινος αυλόγυρος.

17/11/09

Επισκευή δρόμου Πολυγύρου - Γαλάτιστας (1920)

Εφημερίδα: Μακεδονία
Τεύχος: 2868
Ημερομηνία: 30 Ιανουαρίου 1920
ΕΡΓΑ ΟΔΟΠΟΙΪΑΣ
ΠΟΛΥΓΥΡΟΣ - ΓΑΛΑΤΙΣΤΑ
Πληροφορούμεθα ότι αι εργασίαι της επισκευής της οδού Πολυγύρου - Γαλατίστης και Γαλατίστης - Ρεσιτνικίων άρχονται από της προσεχούς Δευτέρας. Ο αναλαβών την υπηρεσίαν ταύτην εργολάβος, καταρτίσας τα σχετικά και εφοδιασθείς με το αναγκαιούν προσωπικόν, εδήλωσεν ότι ανυπερθέτως θα κάμη έναρξιν των εργασιών της επισκευής από της Δευτέρας. Αι εργασίαι θα διαρκέσουν επί δύο μήνας.

14/11/09

Η μπάντα του Πολυγύρου στη Γαλάτιστα και τον Άγιο Πρόδρομο (1956)

Εφημερίδα: Φωνή της Χαλκιδικής
Τεύχος: 155
Ημερομηνία: 13 Μαΐου 1956
Η ΜΟΥΣΙΚΗ ΠΟΛΥΓΥΡΟΥ ΕΙΣ ΓΑΛΑΤΙΣΤΑΝ ΚΑΙ ΑΓ. ΠΡΟΔΡΟΜΟΝ
Την Δευτέραν ημέραν του Πάσχα, η Μουσική του Δήμου Πολυγύρου, συνοδευομένη υπό του κ. Αριστομένους Δήμου μέλους της Διοικούσης επιτροπής της Μουσικής, μετέβη εις Γαλάτισταν και Άγιον Πρόδρομον γενομένη δεκτή ενθουσιωδώς υπό των κατοίκων.
Εις Γαλάτισταν έφθασεν την 10:30' π.μ. όπου ο Πρόεδρος της Κοινότητος κ. Θεολόγης προσέφερεν αναψυκτικά εις όλους. Εν συνεχεία οδήγησε την Μουσικήν εις την πλατείαν της Κοινότητος όπου επαίχθησαν διάφορα εμβατήρια. Επικολούθησαν εθνικοί χοροί τους οποίους εχόρευσαν οι νέοι και νέες του χωριού. Προσεφέρθησαν και πάλιν αναψυκτικά υπό του κ. Προέδρου της Κοινότητος και επικολούθησε γεύμα.
Την 4:30' μ.μ αφού ο συνοδός της Μουσικής ηυχαρίστησεν τον κ. Πρόεδρον της Κοινότητος δια τας περιποιήσεις, ανεχώρησαν δια τον Άγιον Πρόδρομον, όπου τους υπεδέχθησαν ο Πρόεδρος της Κοινότητος και ο δημοδιδάσκαλος κ. Δ. Διαβάτης. Επαίχθησαν εμβατήρια και εν συνεχεία ελληνικοί χοροί, τους οποίους εχόρευσαν οι κάτοικοι του Αγίου Προδρόμου και οι εκ Θεσσαλονίκης εκδρομείς.
Προσεφέρθησαν υπό του κ. Προέδρου της Κοινότητος γλυκά κουταλιού και ανά έν κόκκινο αυγό. Επίσης αι μικραί μαθήτριαι του Δημοτικού Σχολείου προσέφεραν εις τους μουσικούς ανά έν κόκκινο αυγό.
Την 7ην μ.μ. ευχαριστήσας ο συνοδός της Μουσικής τον κ. Πρόεδρον δια τας περιποιήσεις ανεχώρησαν επιστρέψαντες εις Πολύγυρον με τας καλυτέρας των εντυπώσεων εκ της φιλοξενείας των δύο γειτονικών κοινοτήτων.
Τόσον εις την Γαλάτισταν, όσον και εις τον Άγιον Πρόδρομον συνεχάρησαν τον συνοδόν της Μουσικής και τον Αρχιμουσικόν κ. Τσουμίταν δια την αρτίαν εμφάνισιν της Μουσικής.

12/11/09

Διαθήκη Αγοραστού Γ. Βατζόλα (1913)

Εισαγωγή
Έγγραφο του αρχείου της Επισκοπής Αρδαμερίου. Πρόκειται για την διαθήκη του Αγοραστού Γ. Βατζόλα, κατοίκου Τοπλικίων (Γεροπλατάνου) εν έτει 1913. Ο Αγοραστός Βατζόλας ήταν από τον Άγιο Πρόδρομο, στον οποίο διέμεναν και τα υπόλοιπα αδέρφια του.
Το έγγραφο έχει ως εξής:
Διαθήκη
Ο υποφαινόμενος Αγοραστός Γ. Βατζόλας1, Χριστιανός ορθόδοξος, υπήκοος Έλλην, κάτοικος του χωρίου Τοπλικίων, σώας έχων τας φρένας και τον νουν υγιή, επιθυμών ίνα του κατ' εμέ δια το άδηλον του θανάτου μου μη μείνωσιν αδιάθετα και ως εκ τούτου επέλθωσι μετά τον θάνατόν μου ταραχαί και φιλονικίαι ως προς την διανομήν της περιουσίας μου, απεφάσισα μη έχων αναγκαίους κληρονόμους ούτε ανιόντας, ούτε κατιόντας ίνα συντάξω την παρούσαν διαθήκην μου.
Εφ' ω και προσκαλεσάμενος σήμερα την 25ην του μηνός Ιανουαρίου του χιλιοστού εννεακοσιοστού δεκάτου τρίτου 1913 έτους ημέραν δε της εβδομάδος Παρασκευήν και ώραν δεκάτην π.μ. Ευρωπαϊστί επί τούτω πέντε μάρτυρας ήτοι ακολούθους αξιοτίμους κ.κ. Γεώργιον Μιχαήλ, Αθανάσιον Παπά Γρηγορίου2, Βασίλειον Παπά Γρηγορίου2, Πλουμήν Πάσχου και Δημήτριον Πάσχου πάντας κτηματίας και κατοίκους Τοπλικίων γνωστούς μοι και ασχέτους οιασδήποτε συγγενείας προς με, χριστιανούς ομοίως ορθοδόξους και υπηκόους Έλληνας. Και επί παρουσία τούτων συντάσσων την παρούσαν διαθήκην μου διατάσσω τα ακόλουθα:
Αον Απάσης της ακινήτου περιουσίας μου συνισταμένης εκ μίαν οικίαν μεθ' επτά δωματίων και παντοπωλείου, μετά περιοχής αυτής, μίαν χορταποθήκην μετά της περιοχής αυτής, και το εν αυτή πατητήριον και πάντα τα εν τη οικία μου ευρισκόμενα οικιακά σκεύη και έπιπλα, ως και τα εν τω παντοπωλείω μου ευρισκόμενα πράγματα, μανιφατούρας ως και οιασδήποτε φύσεως ευρίσκονται εν αυτώ και της κινητής τοιαύτης συνισταμένης εκ ζώα κτλ. εγκαθιστώ γενικόν κληρονόμον την σύζυγόν μου Μερσίναν εις ην και παρέχω το δικαίωμα του να νέμηται την περιουσίαν μου μέχρι του θανάτου αυτής.
Βον Επίσης διαθέτω εις την σύζυγόν μου Μερσίναν και τα εξής κτήματα και μούλκια3.
1ον Ένα βακτσέν εκ δύο σπορών μετά των εν αυτώ ευρισκομένων δέντρων εις τοποθεσίαν Πηγάδιαν.
2ον Έτερον βακτσέν εκ δύο σπορών μετά των εν αυτώ ευρισκομένων δένδρων εις θέσιν Παναγιά4.
3ον Έτερον βακτσέν εξ οκτώ στρεμμάτων μετά των εν αυτώ δένδρων εις θέσιν Σαμαρά ραχόνι.
4ον Έτερον βακτσέν εκ στρεμμάτων δύο μετά των εν αυτώ δένδρων εις θέσιν Μουμούρης.
5ον Έτερον βακτσέν εκ σπορών πέντε μετά των εν αυτώ δέντρων εις θέσιν Κάμπος.
6ον Μίαν άμπελον εκ δύο στρεμμάτων εις θέσιν Ανδραγασιά.
7ον Εν λειβάδιον εκ δύο στρεμμάτων εις θέσιν Κάμπος.
8ον Έτερον λειβάδιον εκ δύο σπορών εις θέσιν Βάρα.
9ον Έτερον λειβάδιον εκ δύο στρεμμάτων εις θέσιν Σχαρ δένδρον.
10ον Έτερον λειβάδιον εκ τριών στρεμμάτων εις θέσιν Καλιάν μπαρά.
11ον Έτερον λειβάδιον εξ ενός στρέμματος εις τοποθεσίαν Τσιεσμέ.
Μετά τον θάνατον της συζύγου μου Μερσίνας ολόκληρως η ανωτέρω περιουσία μεταβαίνει εις την κυριότητα και κατοχήν της ανεψιάς μου Μαρίας Σταύρου5 εκ Ρεσιτνικίων θυγατρός της αδελφής μου Ζαφείρους, την οποίαν εγκαθιστώ γενικόν κληρονόμον μου μετά τον θάνατον της συζύγου μου Μερσίνας και μετά θάνατον της Μαρίας μεταβαίνει στον σύζυγον αυτής Αθανάσιον.
Βον Υποχρεώ την σύζυγόν μου Μερσίναν όπως αμέσως μετά θάνατόν μου χορηγήση λόγω κληροδοτήματος τα ακόλουθα.
1ον Εις την Εκκλησίαν του χωρίου μου Τοπλίκια Άγιον Δημήτριον δραχμαί είκοσι πέντε (αριθ. 25).
2ον Εις τους αδελφούς μου χωρίον Ρεσιτνίκια τα εξής

Εις τον αδελφόν μου Εμμ. Αναγνώστην6

Δραχ.

δώδεκα

(αρίθ)

12

Εις τον αδελφόν μου Βασίλειον7

''

δέκα

''

10

Εις τον αδελφόν μου Χριστόδουλον8

''

οκτώ

''

8

Εις τον αδελφόν μου Νικόλαον9

''

''

''

8

Εις την αδελφήν μου Ζαφειρίου

''

έξ

''

6

Η ανωτέρω περιουσία ανέρχεται εις δραχ. 18000.

Γον Παν όστις των κληροδόχων μου δεν ήθελε σεβασθή την παρούσαν διαθήκην μου ή ήθελεν εγείρη παράπονα κατ' αυτή, ή ήθελε προσβάλη αυτήν δικαστικώς, απόλλυσι παν, ό,τι αφίνω αυτώ ή στερείται παντός οφελήματος απορρέοντος εξ αυτή, όπερ εν τοιαύτη περιπτώσει προέρχεται εις την κυριότηταν του κληρονόμου.

Δον Εκτελεστάς της παρούσης διαθήκης μου διορίζω τους αξιοτίμους κυρίους Δημήτριον Χρήστου Αβράμ10 εκ Ρεσιτνικίων και Γεώργιον Αστερίου συγχωριανόν μου ους και παρακαλώ ίνα επιβλέψωσιν επί της πλήρους και ακριβούς εκτελέσεως πασών των διατάξεων αυτής. Η παρούσα Διαθήκη μου αναγνωσθείσα ευκρινώς εις επήκοον εμού τε και των μαρτύρων υπεγράφη παρά πάντων και εμού ιδιοχείρως και περιέχει την τελευταία καθαράν βούλησίν μου, ήτις θέλω και επιθυμώ όπως η αμετάτρεπτος.
Εν Τοπλικίοις τη 25η Ιανουαρίου 1913.

Οι Μάρτυρες
Γεώργιος Μιχαήλ
Αθανάσιος Παπά Γρηγορίου
Βασίλειος Παπά Γρηγορίου
Πλουμής Πάσχου
Δημήτριος Πάσχου

Ο Διαθέτης
Αγοραστός Γ. Βατζόλας

----------------------------------------------------------------------------------------------
Σχόλια
1. Αγοραστός Βατζόλας του Γεωργίου.
2. Παιδιά του παπα-Γρηγόρη (στο επίθετο Τσαπάρας, αν δεν κάνω λάθος, με καταγωγή από τον Λαγκαδά). Αργότερα η οικογένειά τους πήρε το επίθετο Παπαγρηγορίου. Η σύζυγος του Αθανασίου Παπαγρηγορίου ήταν από τον Άγιο Πρόδρομο, και λέγονταν Τριγώνα Δημ. Σαράφη.
3. Επί τουρκοκρατίας, σύμφωνα με τον μουσουλμανικό νόμο, υπήρχαν τα εξής είδη ιδιοκτησιών: δημόσιες γαίες (miriye), αφιερωμένες γαίες (vakıf ή βακούφια), ιδιωτικές γαίες (mülkiye ή μούλκια), κοινόχρηστες γαίες (metruk) και οι νεκρές ή έρημες γαίες (mevat). Την περίοδο που συντάχθηκε η διαθήκη (Ιανουάριος 1913), η περιοχή μας είχε ήδη ελευθερωθεί από τον οθωμανικό ζυγό από τον Οκτώβριο του 1912. Οι ονομασία όμως μούλκια παρέμεινε εν χρήση στην ντοπιολαλιά των κατοίκων.
4. Πρόκειται για το εξωκλήσι της Παναγίας, δυτικά του Γεροπλατάνου.
5. Με πάσα επιφύλαξη, πρόκειται για την Μαρία, σύζυγο Αθανασίου Γ. Σταύρου (Σταυρούδη), η οποία είχε παιδιά τους Δημήτριο Αθ. Σταυρούδη (γενν. 1878) και στο επάγγελμα εργάτη, Ιωάννη Αθ. Σταυρούδη (γενν. 1884) και στο έπάγγελμα μαραγκό και τον Σταύρο Αθ. Σταυρούδη (γενν. 1880), ο οποίος πήγε στο Άγιον Όρος το 1908, στην Ι.Μ. Ξενοφώντος, ονομάστηκε μοναχός Σάββας και απεβίωσε το 1962.
6. Εμμανουήλ Γεωρ. Βατζώλας ή Αναγνώστης, γεννηθείς το 1843 και στο επάγγελμα γεωργός.
7. Βασιλικός Γεωρ. Βατζόλας, γεννηθείς το 1848, στο επάγγελμα βοσκός. Σύζυγός του ήταν η Ευαγγελία Αστερίου Σαράφη.
8. Χριστόδουλος Γεωρ. Βατζώλας, γεννηθείς το 1858 και στο επάγγελμα γεωργός.
9. Νικόλαος Γεωρ. Βατζώλας, γεννηθείς το 1861, στο επάγγελμα γεωργός.
10. Πρόκειται για τον Δημητράκη Χρ. Αβράμη, γεννηθέντα το 1863, γεωργό. Εκείνη την περίοδο ήταν ο μουχτάρης (πρόεδρος) του Αγίου Προδρόμου. Γιος του ήταν ο Χρήστος Δ. Αβράμης (Αβραμίδης), μετέπειτα πρόεδρος του χωριού.

11/11/09

Ήρθαν καράβια στου γιαλό

Ήρθαν καράβια στου γιαλό
Ήρθαν καράβια στου γιαλό
κι είνι γιουμάτα Χιώτισσις
κι ‘μουρφουσκουπιλιώτισσις.
Τουν πρώτου πάν κι ρώτησαν,
πόσου πουλάς τις όμορφις;
- Τις παντρεμένις δώδικα,
τις χήρις δικατέσσιρα,
κι τα κουρίτσια ένα φλουρί.
- Κι πού να το βρου του φλουρί;
Θα πάου στην Ανατολή,
να καζαντίσου ένα φλουρί,
να πάρου ικείνη απ’ αγαπώ
ικείνην ήθιλα κι ιγώ.

7/11/09

Τι λίγδα, τι παστός!!!

Συγγραφέας: Χρήστος Ι. Σαράφης
Τόπος: Άγιος Πρόδρομος
Ημερομηνία: 2000
Εισαγωγή
Η συγκεκριμένη ιστορία προέρχεται από τις χειρόγραφες σημειώσεις του Χρήστου Ι. Σαράφη, κατοίκου Αγίου Προδρόμου. Σε όλες αυτές τις ιστορίες-βιώματα, ο συγγραφέας, με πολύ γλαφυρό τρόπο, περιγράφει πράγματα και γεγονότα που συνέβησαν στο χωριό μας παλαιότερα. Τότε που η ζωή κυλούσε με διαφορετικούς ρυθμούς, που η καθημερινότητα ήταν ένας αγώνας επιβίωσης. Ιστορίες μοναδικές, που φέρνουν στους παλαιότερους μνήμες αλλοτινές και εξιστορούν σε εμάς τους νεότερους τους αγώνες και τις θυσίες των παππούδων και πατεράδων μας για την προκοπή των οικογενειών τους και του χωριού μας. Καλή ανάγνωση.
-----------------------------------------------------------------------------------------------
Τι λίγδα, τι παστός!!!
Μεγάλη έκπληξη προκάλεσε στους χαρτοπαίζοντες ξερή και πρέφα χωρικούς, χτυπώντας δυνατά και ρυθμικά καθώς ρίχναν τα φύλλα πάνω στα μικρά σιδερένια στρόγγυλα τραπεζάκια στο καφενείο του Διαβάτη, η μεγάλη επιμονή του μπάρμπα Βαγγέλη Λούβαρη, ότι είναι κάτοχος ενός ολόκληρου μισιακού1 δοχείου χοιρινού παστού.
Ο μπάρμπα Βαγγέλης ο Λούβαρης ξενοφερμένος, μέτοικος κάπου από την “παλιά Ελλάδα" ήταν φτωχός εργάτης και τον μόνο πλούτο που κατείχε ήταν η τσάπα, το φκιέλι2, το λισγάρι, ο κασμάς και τα δύο του γερά και ροζιασμένα χέρια, με τα οποία εργάζονταν έντιμα, προσποριζόμενος τα αναγκαία έξοδα της ημέρας.
Έσκαβε και φρεσκάριζε τα κτήματα. Ξεχέρσωνε τα άγονα χωράφια και τα "έστριβε" κυριολεκτικά κατά τη σχετική ορολογία, από τις ρίζες των δενδρυλλίων και των άχρηστων βάτων. Έφτιαχνε χειροποίητα τούβλα με άχυρο και μέλαγγα3 που αφθονούσε στο χωριό, έχτιζε και σοβάτιζε μικροκτίσματα.
Αδιάκοπη εργασία όλο το χρόνο, αδιάκοπη πάλη με τη γη τη γεννήτρα, της οποίας έσκαβε τα σπλάχνα αναγεννώντας την και πλουτίζοντας άλλους, απολαμβάνοντας ο ίδιος τον «άρτον τον επιούσιον". Ισχνός, τραχύς, με πρόσωπο μακρύ σαν γύφτικο σκεπάρνι, γαμψή μύτη σαν ράμφος γερακιού, πλατυμέτωπος, με μάτια κατάμαυρα σαν ελιές που μαρτυρούσαν την καθαρότητα της ψυχής του, μ' ένα σκουφάκι πολυφορεμένο στο ήδη άτριχο κεφάλι του, κατόρθωνε κι επιβίωνε στην κόψη του ξυραφιού, μεροδούλι μεροφάι. Ήταν όμως προικισμένος με μεγάλη φαντασία, αυτοπεποίθηση αλλά και χιούμορ.
Ο μπάρμπα Βαγγέλης ήταν ολομόναχος στη ζωή του. Ούτε γυναίκα, ούτε παιδιά, ούτε γονείς, ούτε σκυλιά, ούτε γατιά είχε όπως έλεγε. Μήτε περιουσία, μήτε κινητά και ακίνητα κατείχε. Είχε εγκατασταθεί άγνωστο πότε στο χωριό και καθόταν μόνος σ' ένα μικρό νοικιασμένο χαμόσπιτο, αυτοεξυπηρετούμενος σαν ασκητής. Κατείχε γραφή και ανάγνωση, άγνωστο πως, πράγμα σπάνιο για την εποχή εκείνη και διάβαζε τα νέα στους χωρικούς οπόταν ξέπεφτε καμιά φυλλάδα στο καφενείο. Συχνά δε επαίρετο ότι μιλάει και τα "ξένα".
Το χωριό ο Άγιος Πρόδρομος από παλιά ήταν σημείο κόμβος, για τους διαβαίνοντες τη βόρεια Χαλκιδική και κυρίως για τους τουρίστες και προσκυνητές του Αγίου Όρους. Απείχε μόνο πενήντα χιλιόμετρα από την πόλη, την Σαλονίκη, πράγμα που τον καθιστούσε ιδανικό, για μια πρώτη στάση, ώστε να ξεκουραστούν τα ζώα των κερατσήδων4 κι αργότερα τα γκαζοζέν5, αυτοκίνητα, που είχαν ανάγκη μίας ανάπαυλας μετά τις ανηφοριές της Γαλάτιστας. Γι' αυτό εξ' άλλου διέθετε το χωριό χάνια6, αλλά και πανδοχεία.
Συχνά-πυκνά ξέπεφταν στο χωριό οδοιπόροι προσκυνητές και ξένοι τουρίστες κάνοντας μία στάση ανάπαυλας στο μακρύ τους δρόμο για τ' Άγιον Όρος. Μία μέρα δύο πεζοπόροι περιηγητές αγνώστου Εθνικότητας, (Γάλλοι, Άγγλοι, Γερμανοί; Κανείς δεν ήξερε), ρωτούσαν εναγωνίως τους παρευρισκόμενους στην πλατεία με τα καφενεία χωρικούς, να μάθουν για τη σωστή ή όχι πορεία τους για το Άγιον Όρος:
- Όρος; Όρος; Όρος;
Οι απλοί και αγράμματοι χωρικοί μάταια προσπαθούσαν με νεύματα και χειρονομίες να "κατατοπίσουν" τους ξένους.
- Να καλέσουμε τον μπάρμπα Βαγγέλη τον Λούβαρη που ξέρει γράμματα, μιλάει και τα "ξένα", είπε ο μπάρμπας Θανασός ο Μαύρος που ήταν και πρόεδρος του χωριού.
Πράγματι, σε λίγο κατέφθανε ασθμαίνων με την αξίνα στον ώμο, τι7 μόλις είχε τελειώσει τον κάματο της ημέρας ο μπάρμπα Βαγγέλης, βαδίζοντας περήφανα και υπομειδιώντας ανάλαφρα κάτω από το σχεδόν ανύπαρκτο μουστακάκι του, τι τώρα ήταν η ευκαιρία να επιδείξει τις γραμματικές του ικανότητες στους ανήξερους και αγράμματους χωρικούς.
- Να αυτός κατέχει τα ξένα, απευθύνθηκε ο γέρο Σαραφιανός ο Αδαμούλης στους ξένους, λες και αυτοί καταλάβαιναν, υποδεικνύοντάς τους τον μπάρμπα Βαγγέλη.
Ο μπάρμπα Βαγγέλης, αφού ίσιωσε λίγο το γιακά από το ζαφειρί, χιλιοφορεμένο και ηλιοκαμένο, μα πάντα καθαρό πουκάμισο του, ρώτησε τους τουρίστες επιστρατεύοντας όλη του τη σοβαρότητα που αρμόζει σ' αυτές τις περιπτώσεις:
- Τουρίστ; Τουρίστ;
- Ουί! Ουί8, έκαναν οι ξένοι τα ρυπαρά γεμάτα μαλλιά και γένια κεφάλια τους.
- Αυτό θα πει ναι, έκανε με περίσσεια περηφάνια ο μπάρμπα Βαγγέλης στρεφόμενος προς τους άναυδους χωρικούς.
- Βρε τι ‘ναι τούτος ρε πιδιά; Κατέ’ει κι ξένις γλώσσες, θορυβήθηκαν μεταξύ τους οι χωρικοί θαυμάζοντας την πολυμάθεια του.
- Όρος; Όρος; Ου ε Όρος9; ρώτησαν ξεθαρρεμένοι τώρα οι ξένοι.
- Για τώρα να ιδούμι. Ιδώ συ θέλου κάβουρα να περπατάς στα κάρβουνα, έκανε ο μπάρμπα Θανασός ο πρόεδρος απευθυνόμενος στον μπάρμπα Βαγγέλη.
Ο μπάρμπα Βαγγέλης έξυσε για λίγο τον δεξιό του κρόταφο και χωρίς πολλές περιστροφές αλλά και με περίσσεια αυτοπεποίθηση υπέδειξε στους ξένους.
- Όρος; Ίσια, ντουγρού10, συνοδεύοντας την απάντηση με την ανάλογη χειρονομία κι αφήνοντας έκπληκτους τους χωρικούς για την πολυπραγμοσύνη του.
Τα τελευταία τρία χρόνια τον είχε πάρει στη δούλεψή του ο κυρ Δημητρός ο Σακαλής, ένας τίμιος και χρηστός έμπορας, που συμπαθούσε και προστάτευε τους δυστυχείς, και που μόλις πρόσφατα είχε χηρέψει. Η όμορφη μα δύσμοιρη γυναίκα του είχε πεθάνει λίγες μόνο μέρες μετά τη γέννηση ενός χαριτωμένου και ζωηρού κοριτσιού, αφήνοντας τον έρμο και βαριά τραυματισμένο, την κάθ’ όλα δύσκολη επιμέλεια του. Θέλοντας να μοιραστεί τον πόνο και την αβάσταχτη μοναξιά του, αλλά και τις ατελείωτες δουλειές του νοικοκυριού πλέον ο κυρ Δημητρός προσέφερε φιλική στέγη παραχωρώντας ένα από τα οικήματά του στον μπάρμπα Βαγγέλη, χρήζοντας τον αποκλειστικό νοικοκύρη και διαχειριστή στα του "οίκου του".
Ο μπάρμπα Βαγγέλης γαλήνεψε, ημέρεψαν τα αδρά χαρακτηριστικά του τα χέρια του μαλάκωσαν πια από τους χοντρούς πολύκαιρους ρόζους, έγινε πλέον νοικοκύρης. Είχε δικό του νταϊφά11. Μαγείρευε και μοιραζόταν το φαγητό με τον κυρ Δημητρό πρόσεχε και κανάκευε12 το μικρό ορφανό που μέρα με τη μέρα ομόρφαινε και μεγάλωνε, καμαρώνοντας το, βοηθούσε στις αγροτικές και εμπορικές εργασίες. Συγχρόνως, άρχισε ν' αποκτά όπως όλοι οι καλοί νοικοκυραίοι, για πρώτη φορά στη ζωή του κι αυτός διάφορα υλικά αγαθά που του πρόσφερε άφθονα κι ανυστερόβουλα ο φιλότιμος κι ανοιχτοχέρης προστάτης του.
Αποτελούσε παρελθόν πια για τον μπάρμπα Βαγγέλη η αβεβαιότητα, η φτώχεια που παράδερνε την άτυχη ζωή του. Κατείχε κι αυτός τώρα ένα ξύλινο καδί γεμάτο ελιές “Πολυγυρ’νές", ένα ολόκληρο δοχείο κατσικίσιο τυρί, μια σβάνα13 με τουρσιά, αλιπαρές14 και ληστιά15 που άφθονα κουβαλούσαν οι ψαράδες από τη λίμνη του Αγίου Βασιλείου. Το καμάρι του όμως όπως επαίρετο συχνά στο καφενείο του Διαβάτη ήταν ένα μισιακό δοχείο παστός όπως ισχυρίζονταν, που του είχε δωρίσει ο κυρ Δημητρός ο προστάτης του τα Χριστούγεννα μετά τη σφαγή του εκτρεφόμενου καθ' όλο το χρόνο χοίρου.
Μεγάλη θέση κι εκτίμηση κατείχε στον αγροτικό του κορβανά16 ο παστός (λαρδί κατ' άλλους) ήτοι το πάχος του χοίρου που κόβονταν λωρίδες αλατίζονταν και συντηρούνταν σε ξύλινα συνήθως καδιά, για να καταναλωθεί αργότερα σαν πικάντικη λιχουδιά. Ο παστός συνόδευε και συμπλήρωνε τον τουρβά17 με τις ελιές, το τυρί και τα “Bρασταμ’να κρομμύδια" κάθε που οι χωρικοί έβγαιναν στο δάσος για να κόψουν ξύλα τις κρύες μέρες του χειμώνα, ή για να βοσκήσουν τα κοπάδια τους. Κόβοντας τον παστό σε μικρά κομματάκια και αφού τον περνούσαν σ' ένα σουβλί που έφτιαχναν με τη βοήθεια του σουγιά, άναβαν φωτιά καψαλίζοντας και λαμνίζοντάς18 τον, ώστε ν' αποτελέσει “με τ' ου πολύ" μία εξαιρετική λιχουδιά. Όταν ο παστός άργαζε19, τρωγόταν και ωμός. Πολλές φορές τον συνόδευαν και με τσίπουρο.
Προσπαθώντας να "εμπεδώσει" ο δάσκαλος ο Διαβάτης στα άγουρα αγροτόπαιδα την αρχή του Αρχιμήδη “Δος μοί πάνστώ και ταν γάν κινήσω”20, και γνωρίζοντας την "περί πολλού" εκτίμησή τους ως προς τον παστό έλεγε συχνά παραφράζοντας αυτήν:
- Δόσιμι παστόν και του ντ’γάνι θα γλείψου.
Τόση μεγάλη σημασία είχε λοιπόν ο παστός. Ο μπάρμπα Βαγγέλης ο Λούβαρης, ίσως από φτωχά κι άσχετα προς τις συνήθειες της Μακεδονίας, μέρη της παλιάς Ελλάδας δεν κατείχε την ακριβή θέση και ορολογία ακόμα των τοπικών ιδιωματισμών. Έτσι λοιπόν απόψε, στο καφενείο του Διαβάτη στοιχημάτιζε με πείσμα ότι είναι κάτοχος ενός ολόκληρου “μισιακού" δοχείου χοιρινού παστού. Πετώντας το γάντι στην πρόκληση των χαρτοπαίζοντων χωρικών “μετέβη πάρ' αυτά" στο οίκημα που του είχε παραχωρήσει ο κυρ Δημητρός για να εμφανιστεί μετά από λίγο κρατώντας στα χέρια του ένα μισιακό δοχείο γεμάτο κάτασπρη και λευκή σαν χιόνι λίγδα (λίπος).
- Μα αυτό είναι λίγδα βρε Βαγγέλη!!! έκαναν οι χαρτοπαίζοντες.
- To ‘χασες το στοίχημα καημένε!
Κι αυτός χωρίς να χάσει στιγμή την αυτοπεποίθηση του μέσα στην άγνοια που τον παράδερνε, εξέφρασε με παρρησία την εύλογη απορία του:
- Τι λίγδα, τι παστός;
Μετά το πάθημά του και αφού αναγκάστηκε να κεράσει τους κερδισμένους χωρικούς έμαθε καλά πια "τι εστί λίγδα και τι παστός". Καθ' ότι η λίγδα παρασκευαζόταν με τα ευτελή λίπη του χοίρου, ενώ ο παστός με τα εκλεκτότερα κομμάτια αυτού αν και αμφότερα δεν έπαυαν να είναι χοιρινό λίπος.
Πέρασαν κάποια δίσεκτα χρόνια κι ο κυρ Δημητρός έπεσε έξω στις δουλειές του. Φτώχυνε…
Με δάκρυα στα μάτια ο μπάρμπα Βαγγέλης αποχαιρέτησε τον φτωχό πλέον προστάτη του, και σφίγγοντας την καρδιά του ξεκίνησε πάλι με το μόνο πλούτο που κατείχε, τα δύο του χέρια, το λισγάρι, το φκιέλι και τον γκασμά για αλλού. Αργότερα μαθεύτηκε ότι δούλευε τα κτήματα ενός πλούσιου κτηματία στον Πολύγυρο.
Κάποτε σε μεγάλη ηλικία νοσταλγώντας τον Άγιο Πρόδρομο επισκέφτηκε τον προστάτη του τον κύρ Δημητρό που είχε ξαναπαντρευτεί και ευλογήθηκε με πολλά παιδιά. Έμεινε λίγο καιρό μαζί τους. Στο μικρό αυτό χρονικό διάστημα ασχολήθηκε με τα παιδιά του κυρ Δημητρού που ήταν μαθητούδια προσφέροντάς τους τις πνευματικές του γνώσεις, αφιλοκερδώς.
Ακόμα και σήμερα τον θυμούνται τα παιδιά αν και πέρασαν πολλά χρόνια, να τους διηγείται ιστορίες, πότε αληθινές και πότε αληθοφανείς, μα πάντα όμορφες. Περιπλανώμενός με τις ώρες στα μονοπάτια της αχαλίνωτης και δημιουργικής του φαντασίας που απλόχερα τον προίκισε η φύση, πίστευε στο τέλος και ο ίδιος τις φανταστικές του ιστορίες. Εκείνο όμως που έκανε εντύπωση στα παιδιά ήταν όταν τους διάβαζε από τα εξώφυλλα των σαραντάφυλλων τετραδίων που τους δώρισε, τους "μεγάλους" εφευρέτες και ευεργέτες του κόσμου.
- Ερρίκος Ντυνάν, ιδρυτής του Ερυθρού Σταυρού.
- Ιωάννης Γουτεμβέργιος. Φλεμινκ, Λαβεράν, Μαρκόνι­, Παστέρ…
Η φωνή του έτρεμε από τη συγκίνηση, το πρόσωπο του έπαιρνε μία υπερκόσμια όψη γεμάτη φως. Τα γηρασμένα άδολα, μαύρα μάτια του πέταγαν σπίθες, έπαιρναν φωτιά κι έλεγες να τώρα θα εκραγούν και θα κατακλύσουν το σύμπαν. Ζούσε τόσο έντονα τον "βίο" των μεγάλων του κόσμου που θαρρείς ήταν κι αυτός ένας από αυτούς. Τέλος με δυσκολία προσγειωνόταν στην ψυχρή πραγματικότητα αναλογιζόμενος την άχαρη μοίρα που τον έταξε η ζωή, να δουλεύει στα ξένα χέρια. Ήταν η τελευταία φορά που έζησε στον Άγιο Πρόδρομο που τόσο είχε πονέσει κι αγαπήσει. Από τότε χάθηκε για πάντα, άγνωστο για που. Κάποιοι είπαν ότι γύρισε στη γενέτειρα του κάπου στην παλιά Ελλάδα.
Ο μπάρμπα Βαγγέλης ο Λούβαρης έφυγε αλλά η σοφή “ρήση" του έμεινε για πάντα. Έτσι κάθε που κάποιος θέλει να δηλώσει την συγγένεια δύο ομοειδών πραγμάτων, ή καταστάσεων, απλά λέει:
- Τι λίγδα, τι παστός;
-----------------------------------------------------------------------------------------------
Επεξηγήσεις
1. Μισού
2. Δικέλι, τσαπί με δύο προεξοχές (κέρατα).
3. Κολλώδες χώμα.
4. Αγωγιάτες που μετέφεραν προϊόντα στα χωριά.
5. Αυτοκίνητα με καζάνι (λέβητα).
6. Πανδοχεία με αύλειο χώρο για τα ζώα.
7. Διότι.
8. Oui (γαλλικά) = ναι.
9. Ou est Oros (γαλλικά) = Πού είναι το Όρος
10. Doğru (τούρκικα) = ευθεία.
11. Νοικοκυριό, σπιτικό.
12. Φρόντιζε.
13. Πήλινο ανοιχτό δοχείο με δύο χερούλια στις άκρες.
14. Είδος ψαριών για πάστωμα.
15. Είδος λιμνίσιων ψαριών.
16. Σιτιρέσιο.
17. Σακίδιο φτιαγμένο από κατσικίσιες τρίχες.
18. Κουνώντας πάνω από τη φλόγα.
19. Σίτευε, στέγνωνε.
20. Δώσ’ μου κάπου να σταθώ και τη γη θα κινήσω.

6/11/09

Θεατρική παράσταση

Θεατρική παράσταση στο Δημοτικό σχολείο, για την γιορτή της 25ης Μαρτίου. Από αριστερά διακρίνονται οι Αθανάσιος Αρ. Μαντζούκας, Κών/νος Χρ. Μανωλάκης, Παρασκευή Κ. Δαφνή, Κούλα Χρ. Βατζόλα (Κεχαγιά), Μαρία Αστ. Σατραζάνη (Χρυσέλη), πίσω ο Χρήστος Αγγ. Αυγέρος, Δημήτριος Ι. Σαράφης και ο δάσκαλος Βασίλειος Πετρίτσης από τα Βράσταμα. Γονατιστές είναι η Φωτεινή Αγγ. Αυγέρου (Σερλή) και η Φωτεινή Ζ. Εγγλέζου.
(Αρχείο Δημητρίου Ι. Σαράφη)
Πατήστε επάνω στην φωτογραφία για μεγέθυνση.

5/11/09

Το έθιμο τ' Αη-Γιαννιού στην Θεσσαλονίκη του 1879

Εφημερίδα: Ερμής
Τεύχος: 406
Ημερομηνία: 26 Ιουνίου 1879
Εισαγωγή: Οι εθιμικές πυρές στην Ελλάδα είναι συνηθισμένο έθιμο, που κρατάει αιώνες. Στην χωριό μας, όπως και σε όλη σχεδόν την Ελλάδα, την παραμονή της Γεννήσεως του Αγίου Προδρόμου (του Κλήδωνα), στις 23 Ιουνίου - όπως έχουμε προαναφέρει σε προηγούμενη ανάρτηση - σε κάθε γειτονιά άναβαν φωτιές, μαζευόταν ο κόσμος γύρω τους και πηδούσαν τρεις φορές επάνω από τα αναμμένα ξύλα "για το καλό". Το έθιμο αυτό έχει περιγραφεί στην προϋπάρχουσα ανάρτηση. Εδώ, παρατίθεται ένα απόσπασμα από την συγκεκριμένη εφημερίδα, το οποίο αναφέρει το έθιμο, με σκωπτική πάντα διάθεση, όπως γινόταν στις γειτονιές της Θεσσαλονίκης το 1879. Το δημοσίευμα έχει ως εξής:
Το κατά την νύκτα της παραμονής του Αγ. Ιωάννου έθιμον του πηδάν τους ψύλλους, ενησκήθη εφέτος πανηγυρικώτατα εν τε τη πόλει και εν τοις πύργοις, ένθα ανήφθησαν πολλαί πυραί και διαρκείς. Ημείς υπολαμβάνομεν λίαν κωμικόν το ότι, ενώ οι ψύλλοι καθ' άπαντα ενιαυτόν πηδώσιν ημάς και περί ημάς, άπαξ μόνον του έτους οιονεί και ημείς αντεκδικούμενοι πηδώντες περί το πυρ κατακαίομεν αυτούς.

Νεκρολογία συζύγου Γεωργίου Στεργιανού εκ Βραστών (1887)

Εφημερίδα: Φάρος της Μακεδονίας
Τεύχος: 1135
Ημερομηνία: 15 Απριλίου 1887
Εν ανθηροτάτη ηλικία, εξ οξείας προσβληθείσα νόσον, απεβίωσε εν Ρεσιτνικίοις, η σύζυγος του κ. Γεωργίου Στεργιανού εκ Βραστών. Πάσα προσπάθεια της τε επιστήμης και των οικείων εις μάτην απέβη. Ο φθονερός δαίμων, φθονήσας την ευτυχίαν της, την αφήρπασε προώρως, την εξηφάνισε ακαίρως, όπως βυθισθή εις αιώνιον πένθος ο νεαρός σύζυγός της και όπως ρεύσωσι πικρότατα και καυστικότατα δάκρυα εκ των οφθαλμών του δυστυχούς πατρός και αδελφού της.
Η θλίψις των έσεται εσαεί νέα, διαρκής, αμετρίαστος και ανεξάληπτος. Είθε ο πανδαμάτωρ χρόνος, όστις δαμάζη, επουλεί και θεραπεύει και τας βαρυτάτας της ψυχής συμφοράς, να επέλθη παρήγορος και αρρωγός. Ο δε φαεινός και λαμπρότατος της αθανασίας ήλιος, όστις λάμπει και φωτοβολεί εις τα σκοτεινά δώματα του τάφου, ας εμπνεύση τοις τεθλιμμένοις, την απόκρυφον, την μυστηριώδη και παρήγορον ελπίδα, ότι εκλήθη να μειδιάση εις άλλην ευτυχεστέραν ζωήν, έμπροσθεν των αγγέλων, και να οσφραίνηται τας ηδείς και αρωματώδεις πνοάς αειθαλών κήπων χριστιανικού παραδείσου.
Σχόλια: Ο συντάκτης αυτής της λυπητερής νεκρολογίας είναι άγνωστος. Αναφέρεται στον θάνατο της συζύγου του Γεωργίου Στεργιανού (μάλλον πρόκειται για το πατρώνυμο "Στεργιανός", και όχι για επίθετο, όπως συνιθιζόταν εκείνη την εποχή) εκ Βραστών. Αυτό που δεν διευκρινίζεται είναι εάν η ίδια ή ο σύζυγός της καταγόταν από τα Βραστά, γεγονός που κάνει πολύ δύσκολη την ταύτισή αυτης και του συζύγου της με συγκεκριμένα άτομα. Πάντως, αυτή και ο σύζυγός της πρέπει να είχαν γεννηθεί μεταξύ 1860-1865, μια και αναφέρεται ότι ήταν νέοι το 1887, έτος του συγκεκριμένου δημοσιεύματος. Επίσης αναφέρεται ότι ζούσε και ο πατέρας της, όπως επίσης ότι είχε κι έναν αδερφό.