Τόπος: Άγιος Πρόδρομος
Ημερομηνία: 1996
Από την προηγούμενη μέρα είχαμε κόψει τρία φορτιά ξύλα. Ρόκια1 αλλά ανάμεσα και κανένα απαγορευμένο χλωρό. Τα φορτώσαμε με τον πατέρα μου και κινήσαμε για το χωριό. Στο δρόμο απαντήσαμε το δασικό του χωριού.
- Ανάμικτα Γιάννη, κι εννοούσε φυσικά τα ξύλα.
Έτσι έλεγε πάντα. Πάνε δέκα χρόνια που είχε έρθει νέος και νιόπαντρος από την παλιά Ελλάδα, διορισμένος ως δασικός στο χωριό μας. Από φτωχά μέρη ο μπάρμπα Γιάννης ο Κουμαντάρος γνώρισε και την δική μας φτώχεια. Ήταν κάμποσο μαλακός γι' αυτό συχνά έκανε τα στραβά μάτια. Με τα παιδιά του πηγαίναμε μαζί στο σχολείο.
Άρχισε να με πειράζει αστειευόμενος, δήθεν απειλώντας με. Εγώ τάφος. Σιωπή. Καμιά απάντηση. Όταν μας χαιρέτησε ο πατέρας άρχισε να μ' αποπαίρνει που δεν ανταπέδωσα στα χαριτολογήματά του καθώς πρέπει.
- Θα σε περνάνε για καθυστερημένο βρε έτσι που κάνεις!
Σ' όλο το δρόμο έσκυψα το κεφάλι και συλλογιόμουνα.
- Μήπως έχει δίκιο; Αλλά μπα!
Στο σχολείο όταν πρωτοπήγα, μικρός-μικρός, μικρότερος απ' όλους, αδύνατος και κοντούλης, θυμάμαι μια μέρα σήκωσε ο δάσκαλος τον Θωμά να σχηματίσει το οκτώ με μια κίνηση πάνω στον μαυροπίνακα. Ο Θωμάς ήταν τότε στην τρίτη τάξη. Προσπάθησε ξανά και ξανά. Όμως τίποτα.
- Σήκω εσύ μικρέ, διέταξε ο δάσκαλος και με κοίταξε πάνω από την έδρα αυστηρά κάτω από τα χοντρά μαύρα γυαλιά του, μετρώντας μου το μπόι, που δεν ήταν ούτε ένας πήχης ακόμα.
Ήμουνα πρώτη δημοτικού. Κι όμως όση ώρα μιλούσε ο δάσκαλος κι έγραφε το οκτώ πάνω στον πίνακα, εγώ το είχα σχηματίσει τουλάχιστον δέκα φορές στο μυαλό μου. Παίρνω λοιπόν την κιμωλία, σηκώνω το χέρι στον πίνακα, αλλά δεν φτάνω. Ανεβαίνω σ' ένα σκαμνάκι, φαρδοπατώ στο πρώτο σκαλί κι αναποδογυρίζει. Γέλια και χάχανα από κάτω. Κι όμως δεν τα χάνω. Ξαναεπιχειρώ και να σου ένα ξεγυρισμένο οχτάρι. Τα γέλια διαδέχονται τα χειροκροτήματα. Ωραίο πράγμα η δικαίωση και το απολαμβάνω. Από τότε ο δάσκαλος με είχε μη βρέξει και μη στάξει. Αλλά και ‘γω πρώτος σε όλα. Αριθμητική, Καλλιγραφία, Χειροτεχνία, Ωδική, Ιστορία, Έκθεση άριστος.
Εκεί όμως που δεν μπορούσα να τα καταφέρω ήταν ότι δεν ήμουν ετοιμόλογος. Δεν μπορούσα ακόμα φαίνεται να αφομοιώσω τα στερεότυπα χαριεντίσματα (πειράγματα), που έλεγαν οι μεγαλύτεροι μεταξύ τους.
Αυτά όλα σκεφτόμουνα και χωρίς να καταλάβω φτάσαμε κιόλας στο χωριό. Ξεπεζέψαμε τα άλογα και καθίσαμε να ξεκουραστούμε. Το απόγευμα θα ξεκινούσαμε για το μεγάλο πια ταξίδι. Όλα ήταν αποφασισμένα από μέρες. Τα δυο προηγούμενα καλοκαίρια ο πατέρας είχε πάρει μαζί του τα δυο μεγαλύτερά μου αδέλφια. Φέτος ήταν η σειρά μου. Και το απαιτούσα. Θα ‘ταν η πρώτη φορά που θα 'βγαινα έξω από το χωριό.
- Κοιμήσου λίγο γιατί θα ‘χετε πολύ δρόμο να κάνετε και θα κουραστείς, είπε η μάνα μου.
Ξάπλωσα στο παραγεμισμένο με καλαμποκόφυλλα στρώμα, αλλά που να με πάρει ο ύπνος.
Κατά τις τρεις το απόγευμα φορτώσαμε και κινήσαμε. Έξω από το χωριό ανταμώσαμε κι άλλους χωριανούς κι έτσι όλοι μαζί σαν καραβάνι κινήσαμε για το Γριμπουτζιάκ' (Νέα Απολλωνία το σημερινό όνομα).
Βαδίζαμε ασταμάτητα ακολουθώντας τα φορτωμένα με ξύλα άλογα πολλές ώρες. Κοντά στο ηλιοβασίλεμα φάνηκε το πρώτο χωριό τα Δουμπιά. Η λαχτάρα μου δεν περιγράφεται. Νόμιζα ότι βρισκόμασταν τουλάχιστον σ' άλλο κράτος και περίμενα μ’ αγωνία να δω πως είναι επιτέλους οι άνθρωποι που ζουν σ’ άλλο τόπο. Είναι ίδιοι άραγε με μας; Ντύνονται, τρώνε, πονάνε, γελάνε, τραγουδάνε όπως και ‘μεις; Ο πατέρας άρχισε να μου εξηγεί πως σ' αυτό το χωριό μένουν ντόπιοι. Έχουμε μάλιστα και κάποιους μακρινούς συγγενείς.
Στάθηκα όμως άτυχος. Παρακάμψαμε τα Δουμπιά για να κερδίσουμε χρόνο και προχωρήσαμε δίπλα στις όχθες ενός ξεροπόταμου, ώστε να φτάσουμε πιο γρήγορα στα "Χίλια δέντρα". Εκεί θα ξεφορτώναμε τ' άλογα να ξεκουραστούν και θα συνεχίζαμε το πρωί. Στην υπόλοιπη διαδρομή, ενώ μερικοί το ‘χαν ρίξει στο τραγούδι, ο πατέρας μου εξηγούσε πως το μέρος που το λένε "Χίλια δέντρα", και πράγματι υπήρχαν πολλά, τ' ονόμαζαν έτσι γιατί όταν ο Μεγαλέξανδρος έκανε την εκστρατεία στην Ασία, σταμάτησε εκεί να ξεκουραστεί και διέταξε τους στρατιώτες του να δέσουν τ' άλογα. Αυτοί έκοψαν από το κοντινότερο δάσος χίλια παλούκια, όσα και τ' άλογα. Ύστερα από χρόνια τα παλούκια αυτά πέταξαν βλαστούς κι έτσι έγιναν αυτά τα δέντρα, που σώζονται μέχρι τις μέρες μας.
Ένας ήλιος ντυμένος στα πορφυρά σαν μεγαλοπρεπής βασιλιάς, που ξέρει να κυβερνά τη χώρα του, στάθηκε για λίγο αγέρωχος και σταθερός ανάμεσα σε δυο βουνοκορφές του Χορτιάτη και αφού μας έκανε τη χάρη να μας στείλει λίγο φως ακόμη, χαιρέτησε πηγαίνοντας να κυβερνήσει άλλους λαούς.
Είχε νυχτώσει. Τ' άστρα λαμπύριζαν στο στερέωμα και δειλά-δειλά ξεπρόβαλλε ένα ολοστρόγγυλο και κατακόκκινο φεγγάρι από τις βουνοκορφές του Χολομώντα, όταν φτάσαμε στα "Χίλια δέντρα". Ξεφορτώσαμε βιαστικά-βιαστικά τα ζώα και τα δέσαμε μ' ένα μακρύ σχοινί να βοσκήσουν και να ξεκουραστούν. Δειπνήσαμε στο λιτό μας τραπέζι. Ελιές, ψωμί και κρεμμύδια. Φτιάξαμε ένα πρόχειρο στρώμα με ξερόχορτα και κατάκοποι πέσαμε να κοιμηθούμε.
Λένε ότι όλα τα μεγάλα πράγματα γεννιόνται τη νύχτα. Τόσο τα καλά όσο και τα κακά. Κι αυτό γιατί ο μαγνητισμός του φεγγαριού και των αστεριών επηρεάζει θετικά ή αρνητικά τόσο τους ανθρώπους όσο και τα γύρω πράγματα. Λένε οι επιστήμονες ότι κατόπιν στατιστικών μετρήσεων το μεγαλύτερο ποσοστό γεννήσεων ανθρώπων και ζώων γίνεται τη νύχτα. Η νύχτα γεννάει. Γεννάει ιδέες, όνειρα, φαντασιώσεις, οράματα. Ώρα πολλή στριφογύριζα σκεπτόμενος Πώς άραγε να ήταν τότε τη βραδιά που κατασκήνωσαν εδώ οι στρατιώτες με το μεγάλο ηγέτη; Δίπλα το δάσος είχε πάρει μια σκοτεινή και μυστηριώδη εικόνα στο παιδικό μου μυαλουδάκι. Ξύπνησαν όλα τα ζωντανά της νύχτας κι άρχισε ένας ανελέητος αγώνας ζωής. Κάπου-κάπου πήγαινε να με πάρει ο ύπνος και τιναζόμουν απότομα στο κράξιμο μιας κουκουβάγιας, στο αλύχτισμα ενός τσακαλιού, στο φτερούγισμα μιας νυχτερίδας.
Όταν ξαφνικά είδα! Ναι είδα! Ήταν αυτός. Γλυκός αλλά συγχρόνως και άγριος. Ήπιος και συνάμα ορμητικός. Η στολή του πρόσθετε ύψος κι έμοιαζε γίγαντας. Έδινε κοφτές διαταγές στους αξιωματικούς. Μιλούσε όμως και στους στρατιώτες του. Ήταν ο Μέγας Αλέξανδρος. Όπως ακριβώς τον είχα δει στα βιβλία, στα κέρματα και στην εφημερίδα Μακεδονία. Άπλωσα το χέρι μου να τον ακουμπήσω. Να πάρω από τη δύναμή του. Αυτός χαμογέλασε κι έτεινε το χέρι του στο κεφάλι μου. Χάιδεψε τα πυκνά όλο μπούκλες καμωμένα μαλλιά και με βαριά φωνή μου μίλησε:
- Σήκω Χρήστο. Σε λίγο ξεκινάμε!
Άνοιξα τα μάτια. Ο πατέρας μου χάιδευε το κεφάλι και προσπαθούσε να με ξυπνήσει. Στην αρχή απογοητεύθηκα, όμως γρήγορα ένοιωσα ασφάλεια στο ζεστό του χάδι.
Η νύχτα κρατούσε καλά ακόμα όταν φορτώσαμε και κινήσαμε πάλι για τον προορισμό μας Περάσαμε από ένα προσφυγικό χωριό, την Καλαμωτού. Καθώς διαβαίναμε τους δρόμους του μ' έκανε εντύπωση το πόσο μακριά ήταν το ένα σπίτι από το άλλο. Αναρωτιόμουν πώς άραγε βρίσκονται τα παιδιά για να παίξουν κλεφτοπόλεμο και σκλαβάκι. Ο πατέρας σα να κατάλαβε και μου είπε:
- Κοίταξε Χρήστο, τα προσφυγικά χωριά που έγιναν με την ανταλλαγή πληθυσμών επί Βενιζέλου κτίστηκαν εξ αρχής και οι κλήροι ήταν μεγάλα κομμάτια, όπου ο καθένας έχτιζε το υποστατικό του για ζώα και εργαλεία μαζί με το σπίτι του.
Ακόμα δεν είχε ξημερώσει. Αραιά και που φαινόταν κάποιο φως. Οι πρώτοι νοικοκύρηδες άρχισαν να σηκώνονται. Βγήκαμε από το χωριό και ακολουθήσαμε έναν καρόδρομο που θα μας έβγαζε δυτικά της Νέας Απολλωνίας. Στην υπόλοιπη διαδρομή διαβήκαμε κάτι μικρά χωριά που δεν είχαν περισσότερα από δεκαπέντε σπίτια το καθένα. "Μαχαλάδες " τα έλεγαν. Κι εδώ πρόσφυγες κατοικούσαν.
Άρχισε να αραχνοφέγγει. Αγάλι-αγάλι ξεπρόβαλαν οι πρώτες ολόχρυσες ηλιαχτίδες. Σταμάτησε και το κράξιμο της κουκουβάγιας. Όλα τα θηρία της νύχτας έτρεξαν γα κρυφτούν στο δάσος. Για λίγο μια απέραντη ησυχία απλώθηκε παντού, λες και κάτι το συνταρακτικό επρόκειτο να συμβεί. Πράγματι. Να, ξεπρόβαλλε ο νικητής της νύχτας. Ένας ολοπόρφυρος γεμάτος φωτιά και λάβα ήλιος στάθηκε για λίγο ανάμεσα στις βουνοκορφές του Χολομώντα κι ύστερα φώτισε όλον τον κάμπο. Όλα ξαφνικά πήραν ζωή, σχήμα και μορφή. Αριστερά μας η Βόλβη, η λίμνη με τα ολοκάθαρα νερά και τα πεντανόστιμα ψάρια ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα κι άρχιζε να αχνίζει ανεβάζοντας σύννεφα ομίχλης προς τον ουρανό. Στο βάθος μακριά γύρω από τη λίμνη μικρά και μεγάλα χωριά ξεπετάχτηκαν και στον μακρύ ορίζοντα διακρίνονταν οι κορυφές του Παγγαίου όρους.
Θα ‘ταν γύρω στις εννιά όταν είδαμε τον πρώτο άνθρωπο, καθώς ετοίμαζε τα σύνεργά του για να ποτίσει τα καρπούζια σ' ένα μεγάλο μποστάνι. Τον χαιρετίσαμε.
- Κάλως τα κάνεις πατριώτη;
- Καλώς ήρθατε πατριώτες, ανταπέδωσε τον χαιρετισμό, σηκώνοντας το κεφάλι ψηλά.
Αν και πρωί ακόμα σκούπισε τον ιδρώτα από το σκληρό και ηλιοκαμένο του πρόσωπο με το μαντήλι που ‘χε δεμένο στο κεφάλι. Πήρε μιαν ανάσα και άπλωσε το χέρι.
- Πώς πάει ρε πατριώτες; Τι καλό μας φέρνετε;
- Να! Σας φέρνουμε το χειμώνα και θέλουμε να μας δώσετε το καλοκαίρι, ανέλαβε να απαντήσει ο πατέρας μου εκ μέρους και των υπολοίπων του καραβανιού.
Έτσι άρχιζε συνήθως το αλισβερίσι, το δούναι και λαβείν δηλαδή. Με γρίφους, υπονοούμενα σκωπτικά και λαϊκή σοφία.
Κάθε καλοκαίρι εμείς που ζούσαμε στα ορεινά χωριά, όπου υπήρχαν δάση με δέντρα, κόβαμε ξύλα πότε ξερά, πότε χλωρά (λαθραία συνήθως) και τ' ανταλλάσσαμε με καρπούζια που ευδοκιμούσαν στα χωριά του κάμπου και της λίμνης. Χρήματα δεν υπήρχαν τότε και οι συναλλαγές γίνονταν είδος με είδος. Το παζάρι, που γινόταν επί τόπου στο χώρο παραγωγής δεν βαστούσε πολύ και πέντε πάνω πέντε κάτω έκλεινε η συμφωνία. Συνήθως ήταν ένα φορτιό ξύλα με τρία σακιά καρπούζια. Τόσα φυσικά άντεχε να φορτωθεί ανώδυνα και το ζώο, ώστε να μην κουραστεί και σακατευτεί.
Πράγματι σε λίγο ξεφορτώναμε γύρω στα έξι φορτιά ξύλα. Τόσα ήθελε ο μπάρμπα Θανάσης, όπως τον έλεγαν, γιατί είπε είχε κι άλλα τόσα.
- Ε, δεν μου χρειάζονται άλλα. Πιστεύω θα με φτάσουν. Ας δώσουμε και λίγα καρπούζια στον έμπορα να ‘χουμε καμιά δραχμή να το γυρίσουμε και συνέχισε φιλόξενα. Θα σας στείλω σ' έναν άλλο χωριανό τον Σάββα τον Αμπελίδη.
Κι αφού έδειξε τα κατατόπια στους υπόλοιπους άρχισε να υποδεικνύει στον πατέρα μου τα καρπούζια που θα κόβαμε. Έσκυβε, τα κοίταζε, κάπου-κάπου τ' ανασήκωνε, τα χτυπούσε ελαφρά με το δάχτυλο και αποφαίνονταν:
- Κόψε αυτό. Άστο αυτό είναι αγουρίδα ακόμα. Πάρε εκείνο είναι ζάχαρη.
Γέμισαν τα σακιά.
- Πάρτε και για το δρόμο μερικά. Δικά μας είναι. Δε βαριέσαι έδωσε ο Θεός και φέτος. Υγεία να ‘χουμε να ‘μαστε και του χρόνου γεροί να πορεύουμε τη ζωή.
Χαιρετίσαμε κι ευχαριστήσαμε το μπάρμπα Θανάση. Το μεσημέρι ανταμώσαμε πάλι όλο το καραβάνι στα "Χίλια δέντρα", όπου και το σημείο εκκίνησης για την επιστροφή. Ξεπεζέψαμε τα ζώα να ξεκουραστούν λίγο κι απλώσαμε τις ασπρόμαυρες υφαντές μαντίλες για να φάμε. Αλλά τι διαφορά. Σήμερα ανοίξαμε το δεύτερο σακουλάκι με το κάτασπρο κατσικίσιο τυρί. Σπάσαμε το καρπούζι στο γόνατο, το μοιράσαμε στα δυο και μπήκαμε μέσα βαθιά στους κατακόκκινους σαν αίμα χυμούς του. Μια μπουκιά ψωμί και τυρί ένα βύθισμα μέσα στο καρπούζι. Ρουφήξαμε και την τελευταία σταγόνα από το θείο αυτό δώρο και αφού το μετατρέψαμε σε άδειο κρανίο το δώσαμε στα ζώα. Σε λίγο άρχισαν οι μέρμηγκες να κουβαλάν τους σπόρους. Τίποτα δεν πάει χαμένο. Είδες! έλεγε κάποιος, καθώς παρακολουθούσε τον τιτάνιο αγώνα των μυρμηγκιών.
Αργά το βράδυ φάνηκε επιτέλους το χωριό. Κοντά στα πρώτα σπίτια μας περίμεναν τ' αδέρφια μου, τα ξαδέρφια κι άλλα παιδιά. Σαν στρατιώτες που γύρισαν από μια νικηφόρα μάχη μας υποδέχτηκαν μ' αγκαλιές και φιλιά, αλαλάζοντας απ' τη χαρά τους. Εγώ φυσικά περιττό να πω ότι έβλεπα τον εαυτό μου δυο μέτρα τουλάχιστον ψηλότερο από τους άλλους Ήμουν ο καταχτητής φέτος. Ο τυχερός. Ο αρχηγός. Πήρα λίγη χάρη ως φαίνεται κι απ' τον Μεγαλέξανδρο.
Στην δίφυλλη πόρτα του μπαρμπακά2 περίμενε η μάνα. Μας υποδέχτηκε μ' αγκαλιές και φιλιά. Κατεβάσαμε τα καρπούζια με τη βοήθεια του λυχναριού και τ' αραδιάσαμε μέσα στη βρώμη, που έπαιζε και ρόλο ψυγείου-ωριμαντηρίου. της εποχής. Εκεί τοποθετούσαμε τα ελαφρώς άγουρα φρούτα, όπως αχλάδια, αγκόρτσα, δαμάσκηνα, μπομπότες και προύνα για να ωριμάσουν σιγά-σιγά και να πάρουν γεύση και άρωμα.
Στο κρεβάτι διηγήθηκα τις περιπέτειές μας στ' αδέλφια μου, ώσπου κατάκοπος αλλά χαρούμενος έκλεισα τα μάτια και κοιμήθηκα.
Ένα μεγάλο ταξίδι της ζωής μου είχε τελειώσει.
1. Ξερά ξύλα, προερχόμενα από κλάδεμα του δασαρχείου.
2. Πέτρινος αυλόγυρος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου