Τόπος: Άγιος Πρόδρομος
Ημερομηνία: 2000 Εισαγωγή
- Ουί! Ουί8, έκαναν οι ξένοι τα ρυπαρά γεμάτα μαλλιά και γένια κεφάλια τους.
- Αυτό θα πει ναι, έκανε με περίσσεια περηφάνια ο μπάρμπα Βαγγέλης στρεφόμενος προς τους άναυδους χωρικούς.
- Βρε τι ‘ναι τούτος ρε πιδιά; Κατέ’ει κι ξένις γλώσσες, θορυβήθηκαν μεταξύ τους οι χωρικοί θαυμάζοντας την πολυμάθεια του.
- Όρος; Όρος; Ου ε Όρος9; ρώτησαν ξεθαρρεμένοι τώρα οι ξένοι.
- Για τώρα να ιδούμι. Ιδώ συ θέλου κάβουρα να περπατάς στα κάρβουνα, έκανε ο μπάρμπα Θανασός ο πρόεδρος απευθυνόμενος στον μπάρμπα Βαγγέλη. Ο μπάρμπα Βαγγέλης έξυσε για λίγο τον δεξιό του κρόταφο και χωρίς πολλές περιστροφές αλλά και με περίσσεια αυτοπεποίθηση υπέδειξε στους ξένους. - Όρος; Ίσια, ντουγρού10, συνοδεύοντας την απάντηση με την ανάλογη χειρονομία κι αφήνοντας έκπληκτους τους χωρικούς για την πολυπραγμοσύνη του. Τα τελευταία τρία χρόνια τον είχε πάρει στη δούλεψή του ο κυρ Δημητρός ο Σακαλής, ένας τίμιος και χρηστός έμπορας, που συμπαθούσε και προστάτευε τους δυστυχείς, και που μόλις πρόσφατα είχε χηρέψει. Η όμορφη μα δύσμοιρη γυναίκα του είχε πεθάνει λίγες μόνο μέρες μετά τη γέννηση ενός χαριτωμένου και ζωηρού κοριτσιού, αφήνοντας τον έρμο και βαριά τραυματισμένο, την κάθ’ όλα δύσκολη επιμέλεια του. Θέλοντας να μοιραστεί τον πόνο και την αβάσταχτη μοναξιά του, αλλά και τις ατελείωτες δουλειές του νοικοκυριού πλέον ο κυρ Δημητρός προσέφερε φιλική στέγη παραχωρώντας ένα από τα οικήματά του στον μπάρμπα Βαγγέλη, χρήζοντας τον αποκλειστικό νοικοκύρη και διαχειριστή στα του "οίκου του". Ο μπάρμπα Βαγγέλης γαλήνεψε, ημέρεψαν τα αδρά χαρακτηριστικά του τα χέρια του μαλάκωσαν πια από τους χοντρούς πολύκαιρους ρόζους, έγινε πλέον νοικοκύρης. Είχε δικό του νταϊφά11. Μαγείρευε και μοιραζόταν το φαγητό με τον κυρ Δημητρό πρόσεχε και κανάκευε12 το μικρό ορφανό που μέρα με τη μέρα ομόρφαινε και μεγάλωνε, καμαρώνοντας το, βοηθούσε στις αγροτικές και εμπορικές εργασίες. Συγχρόνως, άρχισε ν' αποκτά όπως όλοι οι καλοί νοικοκυραίοι, για πρώτη φορά στη ζωή του κι αυτός διάφορα υλικά αγαθά που του πρόσφερε άφθονα κι ανυστερόβουλα ο φιλότιμος κι ανοιχτοχέρης προστάτης του. Αποτελούσε παρελθόν πια για τον μπάρμπα Βαγγέλη η αβεβαιότητα, η φτώχεια που παράδερνε την άτυχη ζωή του. Κατείχε κι αυτός τώρα ένα ξύλινο καδί γεμάτο ελιές “Πολυγυρ’νές", ένα ολόκληρο δοχείο κατσικίσιο τυρί, μια σβάνα13 με τουρσιά, αλιπαρές14 και ληστιά15 που άφθονα κουβαλούσαν οι ψαράδες από τη λίμνη του Αγίου Βασιλείου. Το καμάρι του όμως όπως επαίρετο συχνά στο καφενείο του Διαβάτη ήταν ένα μισιακό δοχείο παστός όπως ισχυρίζονταν, που του είχε δωρίσει ο κυρ Δημητρός ο προστάτης του τα Χριστούγεννα μετά τη σφαγή του εκτρεφόμενου καθ' όλο το χρόνο χοίρου. Μεγάλη θέση κι εκτίμηση κατείχε στον αγροτικό του κορβανά16 ο παστός (λαρδί κατ' άλλους) ήτοι το πάχος του χοίρου που κόβονταν λωρίδες αλατίζονταν και συντηρούνταν σε ξύλινα συνήθως καδιά, για να καταναλωθεί αργότερα σαν πικάντικη λιχουδιά. Ο παστός συνόδευε και συμπλήρωνε τον τουρβά17 με τις ελιές, το τυρί και τα “Bρασταμ’να κρομμύδια" κάθε που οι χωρικοί έβγαιναν στο δάσος για να κόψουν ξύλα τις κρύες μέρες του χειμώνα, ή για να βοσκήσουν τα κοπάδια τους. Κόβοντας τον παστό σε μικρά κομματάκια και αφού τον περνούσαν σ' ένα σουβλί που έφτιαχναν με τη βοήθεια του σουγιά, άναβαν φωτιά καψαλίζοντας και λαμνίζοντάς18 τον, ώστε ν' αποτελέσει “με τ' ου πολύ" μία εξαιρετική λιχουδιά. Όταν ο παστός άργαζε19, τρωγόταν και ωμός. Πολλές φορές τον συνόδευαν και με τσίπουρο. Προσπαθώντας να "εμπεδώσει" ο δάσκαλος ο Διαβάτης στα άγουρα αγροτόπαιδα την αρχή του Αρχιμήδη “Δος μοί πάνστώ και ταν γάν κινήσω”20, και γνωρίζοντας την "περί πολλού" εκτίμησή τους ως προς τον παστό έλεγε συχνά παραφράζοντας αυτήν: - Δόσιμι παστόν και του ντ’γάνι θα γλείψου. Τόση μεγάλη σημασία είχε λοιπόν ο παστός. Ο μπάρμπα Βαγγέλης ο Λούβαρης, ίσως από φτωχά κι άσχετα προς τις συνήθειες της Μακεδονίας, μέρη της παλιάς Ελλάδας δεν κατείχε την ακριβή θέση και ορολογία ακόμα των τοπικών ιδιωματισμών. Έτσι λοιπόν απόψε, στο καφενείο του Διαβάτη στοιχημάτιζε με πείσμα ότι είναι κάτοχος ενός ολόκληρου “μισιακού" δοχείου χοιρινού παστού. Πετώντας το γάντι στην πρόκληση των χαρτοπαίζοντων χωρικών “μετέβη πάρ' αυτά" στο οίκημα που του είχε παραχωρήσει ο κυρ Δημητρός για να εμφανιστεί μετά από λίγο κρατώντας στα χέρια του ένα μισιακό δοχείο γεμάτο κάτασπρη και λευκή σαν χιόνι λίγδα (λίπος). - Μα αυτό είναι λίγδα βρε Βαγγέλη!!! έκαναν οι χαρτοπαίζοντες.
- To ‘χασες το στοίχημα καημένε! Κι αυτός χωρίς να χάσει στιγμή την αυτοπεποίθηση του μέσα στην άγνοια που τον παράδερνε, εξέφρασε με παρρησία την εύλογη απορία του: - Τι λίγδα, τι παστός; Μετά το πάθημά του και αφού αναγκάστηκε να κεράσει τους κερδισμένους χωρικούς έμαθε καλά πια "τι εστί λίγδα και τι παστός". Καθ' ότι η λίγδα παρασκευαζόταν με τα ευτελή λίπη του χοίρου, ενώ ο παστός με τα εκλεκτότερα κομμάτια αυτού αν και αμφότερα δεν έπαυαν να είναι χοιρινό λίπος. Πέρασαν κάποια δίσεκτα χρόνια κι ο κυρ Δημητρός έπεσε έξω στις δουλειές του. Φτώχυνε… Με δάκρυα στα μάτια ο μπάρμπα Βαγγέλης αποχαιρέτησε τον φτωχό πλέον προστάτη του, και σφίγγοντας την καρδιά του ξεκίνησε πάλι με το μόνο πλούτο που κατείχε, τα δύο του χέρια, το λισγάρι, το φκιέλι και τον γκασμά για αλλού. Αργότερα μαθεύτηκε ότι δούλευε τα κτήματα ενός πλούσιου κτηματία στον Πολύγυρο. Κάποτε σε μεγάλη ηλικία νοσταλγώντας τον Άγιο Πρόδρομο επισκέφτηκε τον προστάτη του τον κύρ Δημητρό που είχε ξαναπαντρευτεί και ευλογήθηκε με πολλά παιδιά. Έμεινε λίγο καιρό μαζί τους. Στο μικρό αυτό χρονικό διάστημα ασχολήθηκε με τα παιδιά του κυρ Δημητρού που ήταν μαθητούδια προσφέροντάς τους τις πνευματικές του γνώσεις, αφιλοκερδώς. Ακόμα και σήμερα τον θυμούνται τα παιδιά αν και πέρασαν πολλά χρόνια, να τους διηγείται ιστορίες, πότε αληθινές και πότε αληθοφανείς, μα πάντα όμορφες. Περιπλανώμενός με τις ώρες στα μονοπάτια της αχαλίνωτης και δημιουργικής του φαντασίας που απλόχερα τον προίκισε η φύση, πίστευε στο τέλος και ο ίδιος τις φανταστικές του ιστορίες. Εκείνο όμως που έκανε εντύπωση στα παιδιά ήταν όταν τους διάβαζε από τα εξώφυλλα των σαραντάφυλλων τετραδίων που τους δώρισε, τους "μεγάλους" εφευρέτες και ευεργέτες του κόσμου. - Ερρίκος Ντυνάν, ιδρυτής του Ερυθρού Σταυρού.
- Ιωάννης Γουτεμβέργιος. Φλεμινκ, Λαβεράν, Μαρκόνι, Παστέρ… Η φωνή του έτρεμε από τη συγκίνηση, το πρόσωπο του έπαιρνε μία υπερκόσμια όψη γεμάτη φως. Τα γηρασμένα άδολα, μαύρα μάτια του πέταγαν σπίθες, έπαιρναν φωτιά κι έλεγες να τώρα θα εκραγούν και θα κατακλύσουν το σύμπαν. Ζούσε τόσο έντονα τον "βίο" των μεγάλων του κόσμου που θαρρείς ήταν κι αυτός ένας από αυτούς. Τέλος με δυσκολία προσγειωνόταν στην ψυχρή πραγματικότητα αναλογιζόμενος την άχαρη μοίρα που τον έταξε η ζωή, να δουλεύει στα ξένα χέρια. Ήταν η τελευταία φορά που έζησε στον Άγιο Πρόδρομο που τόσο είχε πονέσει κι αγαπήσει. Από τότε χάθηκε για πάντα, άγνωστο για που. Κάποιοι είπαν ότι γύρισε στη γενέτειρα του κάπου στην παλιά Ελλάδα. Ο μπάρμπα Βαγγέλης ο Λούβαρης έφυγε αλλά η σοφή “ρήση" του έμεινε για πάντα. Έτσι κάθε που κάποιος θέλει να δηλώσει την συγγένεια δύο ομοειδών πραγμάτων, ή καταστάσεων, απλά λέει: - Τι λίγδα, τι παστός; ----------------------------------------------------------------------------------------------- Επεξηγήσεις
3. Κολλώδες χώμα.
4. Αγωγιάτες που μετέφεραν προϊόντα στα χωριά.
5. Αυτοκίνητα με καζάνι (λέβητα).
6. Πανδοχεία με αύλειο χώρο για τα ζώα.
7. Διότι.
8. Oui (γαλλικά) = ναι.
9. Ou est Oros (γαλλικά) = Πού είναι το Όρος
10. Doğru (τούρκικα) = ευθεία.
11. Νοικοκυριό, σπιτικό.
12. Φρόντιζε.
13. Πήλινο ανοιχτό δοχείο με δύο χερούλια στις άκρες.
14. Είδος ψαριών για πάστωμα.
15. Είδος λιμνίσιων ψαριών.
16. Σιτιρέσιο.
17. Σακίδιο φτιαγμένο από κατσικίσιες τρίχες.
18. Κουνώντας πάνω από τη φλόγα.
19. Σίτευε, στέγνωνε.
20. Δώσ’ μου κάπου να σταθώ και τη γη θα κινήσω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου