28/11/09
Πάνω στου παπά τ' αλώνι
27/11/09
Ροξ
Τόπος: Άγιος Πρόδρομος
Ημερομηνία: 1997
Ροξ
- Σε λίγες μέρες έρχεται το Πάσχα, είπε ο δάσκαλος. Έχετε κανένα τοπικό έθιμο εδώ στο χωριό σας;
- Έχουμε, έχουμε, απαντήσαμε όλα τ’ αγόρια με μια φωνή. Τη Μεγάλη Παρασκευή λέμε το "Σήμερα μαύρος ουρανός", και εξηγήσαμε περί τίνος πρόκειται.
- Ωραία! αποφάνθηκε ο δάσκαλος. Φέτος όμως δεν θα γυρνάτε κατά παρέες. Θα τα πείτε όλοι μαζί και τα χρήματα που θα μαζέψετε θα τα φέρετε εδώ για τις ανάγκες του σχολείου.
Πράγματι φτιάξαμε έναν χαρτονένιο κουμπαρά, τον καλοντύσαμε με μπλε κόλλα, να είναι όμορφος, και περιμέναμε πως και πώς να ‘ρθει αυτή η ευλογημένη μέρα.
Έκλεισαν τα σχολεία για τις γιορτές του Πάσχα, έφυγε κι ο δάσκαλος για το χωριό του.
Το Σάββατο του Λαζάρου τα κορίτσια, κρατώντας τα μικρά καλαθάκια τους στολισμένα με λουλούδια, τραγούδησαν σ' όλα τα νοικοκυριά του χωριού "Εις την πόλιν Βηθανίαν". Εμείς τ’ αγόρια δεν συμμετείχαμε γιατί τα κάλαντα αυτά τα θεωρούσαμε κοριτσίστικα.
Ήρθαν οι Άγιες μέρες. Μεγάλη Δευτέρα, Μεγάλη Τρίτη, Μεγάλη Τετάρτη. Κάθε βράδυ, με το πρώτο χτύπημα της καμπάνας, πηγαίναμε στην εκκλησία. Από νωρίς το απόγευμα ετοιμάζαμε τα φαναράκια μας από διάφορα τενεκεδένια κουτιά. Δεν είχε έρθει ακόμα το ηλεκτρικό φως στο χωριό μας και τα σοκάκια από καλντερίμια ήταν θεοσκότεινα. Τα κουτιά αυτά τα τρυπούσαμε μ' ένα καρφί ολόγυρα ώστε από τις χαραμάδες να βγαίνει το λιγοστό φως ενός μισοκαμμένου συνήθως κεριού, που ‘χε απομείνει από το προηγούμενο βράδυ. Το κερί το σφηνώναμε σε μια μεγαλύτερη τρύπα που φτιάχναμε στο κέντρο της βάσης του κουτιού. Στο πάνω μέρος του κουτιού δέναμε ένα σύρμα, ώστε να βαστάμε το έτοιμο πια φαναράκι στο χέρι.
Μεγάλη Πέμπτη. Έγινε η Σταύρωση του Χριστού. Ακούσαμε με κατάνυξη τα Δώδεκα Ευαγγέλια. Σχόλασε η εκκλησία. Εμείς τ' αγόρια κουβαλήσαμε τα λουλούδια που κόβαμε από διάφορα δέντρα, που είχαν την τόλμη ν' ανθίσουν, καθότι στο χωριό μας αργεί να έρθει η Άνοιξη, και τ' αποθέταμε στα τρυφερά και επιδέξια χέρια των κοριτσιών, που με την καθοδήγηση των μεγαλύτερων και έμπειρων γυναικών στόλιζαν τον Επιτάφιο.
Καθώς τα κορίτσια δημιουργούσαν όμορφα σχήματα πάνω στον Επιτάφιο με τα λουλούδια, μαυροντυμένες και θεοσεβούμενες ηλικιωμένες γυναίκες ξενυχτούσαν τον Εσταυρωμένο Χριστό, έχοντας φέρει από το σπίτι σκεπάσματα για το μακρύ της νύχτας διάβα.
Κατά τις δυο η ώρα κινήσαμε για τα σπίτια μας, αφού αύριο μας περίμενε η "Μεγάλη Μέρα".
Μεγάλη Παρασκευή. Το πρωί μαζευτήκαμε στην πλατεία. Μαύρα παράξενα σύννεφα απλώθηκαν στον ουρανό, κάνοντας τη μέρα αυτή ακόμη πιο ζοφερή και πένθιμη.
Αρχίσαμε από την άκρη του χωριού και από πόρτα σε πόρτα:
«Σημίρα μαύρους ουρανός, σημίρα μαύρη μέρα,
σημίρα όλοι θλίβονται και τα ιβουνά λυπούνται.
Σημίρα έβγαλαν βουλή οι άνομοι οβραίοι,
οι άνομοι και τα σκυλιά κι οι τρις καταραμένοι.
Για να σταυρώσουν το Χριστό των πάντων βασιλέα,
ο Κύριος εθέλησε να λάβει περιβόλι,
να λάβει δείπνο μυστικό για να τον λάβουν όλοι.
Η Παναγιά η Δέσποινα καθόταν μοναχή της,
την προσευχή της έκανε για τον Μονογενή της.
Σώνουν κυρά μ' οι προσευχές, σώνουν1 και οι μετάνοιες,
και τον Υιό σου πιάσανε και στο χαλκιά τον πάνε,
και στου Πιλάτου την αυλή εκεί τον τυραννάνε.
Χαλκιά χαλκιά φκιάσε καρφιά, φκιάσε τρία πειρόνια2,
κι εκείνος ο παράνομος μπορεί και φκιάνει πέντε.
Εσύ Φαρέχ που τα ‘φκιαξες πρέπει να μας διδάξεις,
τα δυο βάλτε στα χέρια Του και τ' άλλα δυο στα πόδια.
Το τρίτο το φαρμακερό βάλτε το στη καρδιά Του
να τρέξει αίμα και νερό να λιγωθεί η καρδιά Του.
Η Παναγιά σαν τ' άκουσε έπεσε κι ελιγώθη,
σταμνί νερό της ρίξανε, τρία κανάτια μόσχο,
και τρία μυροδόσταμνα για να της έρθει ο νους της.
Μα σαν της ήρθ' ο λογισμός, μα σαν της ήρθ' ο νους της
ζητεί μαχαίρι να σφαγεί, ζητεί γκρεμό να πέσει,
ζητεί κι αργυροψάλιδο να κόψει τα μαλλιά της».
Με σοβαρότητα και δέος, όπως ταίριαζε στη Μέρα αυτή, μας άνοιγαν την πόρτα οι καλόκαρδες νοικοκυρές. Με πολύ κατάνυξη μαρτυρούσαμε τα βάσανα του Χριστού και της Παναγίας, αποβλέποντας στον πενιχρό οβολό τους. Πότε μια εικοσάρα, πότε μισή δραχμή ή και ολόκληρη πολύ σπάνια. Υπήρχε μεγάλη φτώχεια και ανέχεια. Το έργο της είσπραξης το είχε αναλάβει ο Στέλιος ο Σαμαράς, επειδή ήταν ευκίνητος κι εύκολα δρασκέλιζε με τα μεγάλα του πόδια τα σκαλοπάτια των νοικοκυριών.
Θα ‘χαμε γυρίσει το μισό χωριό όταν μας χτύπησαν στο πρόσωπο χοντρές σταγόνες βροχής.
- Γρήγορα παιδιά θα μας βρέξει, είπε κάποιος.
- Μη φοβάσαι, είναι τα δάκρυα της Παναγιάς, αντέτεινε άλλος.
Πράγματι σύννεφο ήταν και πέρασε. Δεν κράτησε πολύ. Συνεχίσαμε ακούραστοι στα υπόλοιπα σπίτια μαρτυρώντας τα Άγια Πάθη:
"Σημίρα μαύρους ουρανός, σημίρα μαύρη μέρα…"
Το μεσημέρι κατάκοποι, αλλά ευτυχείς που φέραμε «εις πέρας» την απόστολή μας, καθίσαμε στο πεζούλι της εκκλησίας να ξεκουραστούμε.
- Πόσα λέτε να μαζέψαμε; ρωτούσε ο ένας τον άλλον.
Το βράδυ ψάλλαμε τα εγκώμια: “Η ζωή εν τάφω”, “Άξιον εστί”, “Αι γενεαί αι πάσαι” και γυρίσαμε τον Επιτάφιο στο χωριό.
Μεγάλο Σάββατο. Έγινε η Ανάσταση. Χτύπησαν χαρούμενα πια οι καμπάνες. Η ελπίδα ξαναγεννήθηκε για 1960η φορά. Δεν θα χαθούμε. Υπάρχει η Ανάσταση.
Κύλησαν οι μέρες ξέγνοιαστες, χαρούμενες, γεμάτες παιχνίδι. Βγήκε κι ο ήλιος. Φως! Παντού φως! Παντού Άνοιξη! Άνοιξη και στις καρδιές μας.
Άνοιξαν και τα σχολεία. Ήρθε κι ο δάσκαλος. Μας ρώτησε πως περάσαμε τις Άγιες Μέρες. Κύλησε η πρώτη μέρα ήρεμα και όμορφα. Πέρασε κι η δεύτερη κι η τρίτη. Πήρε η βδομάδα το ρυθμό της. Πήρε κι η μαθητική ζωή το δρόμο της.
Ανταμώσαμε όλοι την πρώτη Κυριακή μετά του Θωμά στο πεζούλι της εκκλησίας.
- Τι γίνεται ρε παιδιά;
- Πώς και δεν μας ζήτησε ο δάσκαλος τα χρήματα που μαζέψαμε;
- Μήπως τα ξέχασε;
- Μπαα! Μη και θέλει να δοκιμάσει την τιμιότητά μας;
- Ν' αφήσουμε να περάσει κι η άλλη βδομάδα κι άμα δεν μας τα γυρέψει να τα μοιράσουμε!
Κάμποσο καλή μας φάνηκε η τελευταία πρόταση, αλλά:
- Αν τυχόν και τα ζητήσει τι κάνουμε;
- Μήπως δεν πρέπει; είπε ο πιο συνετός της παρέας.
Την άλλη Κυριακή τελικά σπάσαμε τον κουμπαρά. Μετρήσαμε και μοιράσαμε. Από ένα δίφραγκο στον καθένα μας. Όσο ακριβώς στοίχιζε και το ροξ. Ήταν το μεγαλύτερο και ακριβότερο γλύκισμα που μπορούσε να αγοράσει κάποιος από το περίπτερο. Συνήθως το χαρτζιλίκι μας ήταν ένα εικοσάλεπτο (κουσάρα το λέγαμε), με το οποίο μπορούσαμε ν' αγοράσουμε δυο μαντζούνια ή τέσσερα ξυλοκέρατα (χαρούπια) από τη θεια τη Μητσάκαινα. Σπάνια αποχτούσαμε μισή δραχμή. Ρεγάλο, από κανένα θέλημα που κάναμε, και μ' αυτή αγοράζαμε ένα μαντολάτο (άχνη μετασχηματισμένη σε μορφή κούκλας).
Έτσι το ροξ με την κατάλευκη σαντιγί κρέμα στο εσωτερικό, όπου την προστάτευε ένας κωνικός πιστός φύλακας από γλυκό ψημένο ζυμάρι, αποτελούσε το κέντρο της άπιαστης γλυκιάς επιθυμίας μας.
Με τρεμάμενα χέρια από τη μεγάλη συγκίνήση, που να επιτέλους έγινε δικό μας, αραδιαστήκαμε στα λαξεμένα πάνω στα βράχια σκαλοπάτια, που οδηγούσαν στο “Μούτα", τη βρύση με τα έξι τσουλνάρια (κρουνοί), κι αφεθήκαμε στη γλυκύτατη απόλαυση του ροξ. Για τους περισσότερους ήταν το πρώτο ροξ.
- Κι αν ο δάσκαλος μας ζητήσει τον κουμπαρά; είπε κάποιος ξαφνικά.
- Άντε ρε! Πέρασαν δυο βδομάδες. Σιγά που νοιάζεται ο δάσκαλος για τέτοια, έσπασε τη νεκρική σιωπή ο παρηγορητής της παρέας Χρήστος.
Πέρασαν μέρες, βδομάδες, μήνες, χρόνια. Μεγάλωσα. Ροξ προέκυψαν κι άλλα. Την ένοχη γλύκα όμως που ‘χε αυτό το πρώτο δεν θα τη ξεχάσω. Άσε που κάπου κάπου όταν αφήνομαι στις όμορφες αναμνήσεις του παρελθόντος μονολογώ:
- Να, τώρα θα μας ζητήσει ο δάσκαλος τον κουμπαρά.
Η ιστορία διαδραματίστηκε το 1960.
Σχόλια
1. Φτάνουν.
2. Πείροι, καρφιά.
25/11/09
Σύλλογος κυριών "Η Δορκάς" στον Άγιο Πρόδρομο (1935)
Τεύχος: -
Ημερομηνία: 10 Φεβρουαρίου 1935

Τριανταφυλλιά Κ. Βακάλη, α' σύζυγος Ιωάννη Δ. Σαράφη
ΙΔΡΥΣΙΣ ΣΥΛΛΟΓΟΥ
Εν Αγίω Προδρόμω ιδρύθη Σύλλογος κυριών "Η Δορκάς" σκοπός του οποίου είναι η εξεύρεσις πόρων δια την σύστασιν και συντήρησιν μαθητικών συσσιτίων και καλλωπισμόν του Ναού. Η προσωρινή επιτροπή απετελέσθη εκ των κυριών Χρυσάνθης Μαυρογιάννη, Τριανταφυλλιάς Βακάλη και Μαρίκας Σατραζάνη.
ΣχόλιαΤο συγκεκριμένο απόσπασμα της εφημερίδας "Χαλκιδική", μας δίνει μια πολύτιμη πληροφορία για το χωριό μας: την ίδρυση συλλόγου κυριών το 1935 με το όνομα "Η Δορκάς". Δεν γνωρίζουμε για πόσα χρόνια δραστηριοποιούνταν αυτός ο σύλλογος. Πιθανόν με την κήρυξη του πολέμου να σταμάτησε και η δράση του. Πολύ σημαντική επίσης η πληροφορία για την προσωρινή επιτροπή, η οποία απαρτιζόταν μεταξύ άλλων, από την Χρυσάνθη Χρ. Μαυρογιάννη, μετέπειτα σύζυγο του Αγιοπροδρομίτη δασκάλου Δημητρίου Παν. Διαβάτη, την Τριανταφυλλιά Κων. Βακάλη, πρώτη σύζυγο του Ιωάννη Δ. Σαράφη και την Μαρίκα Χρ. Σατραζάνη, μετέπειτα σύζυγο του Σπυρίδωνα Αλβανού.
Ευχαριστώ πολύ τον κ. Ιωάννη Κανατά για την παραχώρηση του άρθρου και την Ευμορφία Στ. Σταυρούδη για την παραχώρηση της φωτογραφίας.
23/11/09
21/11/09
Προικοσύμφωνο μεταξύ Ιωάννη Δ. Γραμμένου και Ανδρέα Θεοδώρου (1913)
12ον Έν κιβώτιον
18/11/09
Τα χίλια δέντρα κι ο Μεγαλέξανδρος
Τόπος: Άγιος Πρόδρομος
Ημερομηνία: 1996

Από την προηγούμενη μέρα είχαμε κόψει τρία φορτιά ξύλα. Ρόκια1 αλλά ανάμεσα και κανένα απαγορευμένο χλωρό. Τα φορτώσαμε με τον πατέρα μου και κινήσαμε για το χωριό. Στο δρόμο απαντήσαμε το δασικό του χωριού.
- Ανάμικτα Γιάννη, κι εννοούσε φυσικά τα ξύλα.
Έτσι έλεγε πάντα. Πάνε δέκα χρόνια που είχε έρθει νέος και νιόπαντρος από την παλιά Ελλάδα, διορισμένος ως δασικός στο χωριό μας. Από φτωχά μέρη ο μπάρμπα Γιάννης ο Κουμαντάρος γνώρισε και την δική μας φτώχεια. Ήταν κάμποσο μαλακός γι' αυτό συχνά έκανε τα στραβά μάτια. Με τα παιδιά του πηγαίναμε μαζί στο σχολείο.
Άρχισε να με πειράζει αστειευόμενος, δήθεν απειλώντας με. Εγώ τάφος. Σιωπή. Καμιά απάντηση. Όταν μας χαιρέτησε ο πατέρας άρχισε να μ' αποπαίρνει που δεν ανταπέδωσα στα χαριτολογήματά του καθώς πρέπει.
- Θα σε περνάνε για καθυστερημένο βρε έτσι που κάνεις!
Σ' όλο το δρόμο έσκυψα το κεφάλι και συλλογιόμουνα.
- Μήπως έχει δίκιο; Αλλά μπα!
Στο σχολείο όταν πρωτοπήγα, μικρός-μικρός, μικρότερος απ' όλους, αδύνατος και κοντούλης, θυμάμαι μια μέρα σήκωσε ο δάσκαλος τον Θωμά να σχηματίσει το οκτώ με μια κίνηση πάνω στον μαυροπίνακα. Ο Θωμάς ήταν τότε στην τρίτη τάξη. Προσπάθησε ξανά και ξανά. Όμως τίποτα.
- Σήκω εσύ μικρέ, διέταξε ο δάσκαλος και με κοίταξε πάνω από την έδρα αυστηρά κάτω από τα χοντρά μαύρα γυαλιά του, μετρώντας μου το μπόι, που δεν ήταν ούτε ένας πήχης ακόμα.
Ήμουνα πρώτη δημοτικού. Κι όμως όση ώρα μιλούσε ο δάσκαλος κι έγραφε το οκτώ πάνω στον πίνακα, εγώ το είχα σχηματίσει τουλάχιστον δέκα φορές στο μυαλό μου. Παίρνω λοιπόν την κιμωλία, σηκώνω το χέρι στον πίνακα, αλλά δεν φτάνω. Ανεβαίνω σ' ένα σκαμνάκι, φαρδοπατώ στο πρώτο σκαλί κι αναποδογυρίζει. Γέλια και χάχανα από κάτω. Κι όμως δεν τα χάνω. Ξαναεπιχειρώ και να σου ένα ξεγυρισμένο οχτάρι. Τα γέλια διαδέχονται τα χειροκροτήματα. Ωραίο πράγμα η δικαίωση και το απολαμβάνω. Από τότε ο δάσκαλος με είχε μη βρέξει και μη στάξει. Αλλά και ‘γω πρώτος σε όλα. Αριθμητική, Καλλιγραφία, Χειροτεχνία, Ωδική, Ιστορία, Έκθεση άριστος.
Εκεί όμως που δεν μπορούσα να τα καταφέρω ήταν ότι δεν ήμουν ετοιμόλογος. Δεν μπορούσα ακόμα φαίνεται να αφομοιώσω τα στερεότυπα χαριεντίσματα (πειράγματα), που έλεγαν οι μεγαλύτεροι μεταξύ τους.
Αυτά όλα σκεφτόμουνα και χωρίς να καταλάβω φτάσαμε κιόλας στο χωριό. Ξεπεζέψαμε τα άλογα και καθίσαμε να ξεκουραστούμε. Το απόγευμα θα ξεκινούσαμε για το μεγάλο πια ταξίδι. Όλα ήταν αποφασισμένα από μέρες. Τα δυο προηγούμενα καλοκαίρια ο πατέρας είχε πάρει μαζί του τα δυο μεγαλύτερά μου αδέλφια. Φέτος ήταν η σειρά μου. Και το απαιτούσα. Θα ‘ταν η πρώτη φορά που θα 'βγαινα έξω από το χωριό.
- Κοιμήσου λίγο γιατί θα ‘χετε πολύ δρόμο να κάνετε και θα κουραστείς, είπε η μάνα μου.
Ξάπλωσα στο παραγεμισμένο με καλαμποκόφυλλα στρώμα, αλλά που να με πάρει ο ύπνος.
Κατά τις τρεις το απόγευμα φορτώσαμε και κινήσαμε. Έξω από το χωριό ανταμώσαμε κι άλλους χωριανούς κι έτσι όλοι μαζί σαν καραβάνι κινήσαμε για το Γριμπουτζιάκ' (Νέα Απολλωνία το σημερινό όνομα).
Βαδίζαμε ασταμάτητα ακολουθώντας τα φορτωμένα με ξύλα άλογα πολλές ώρες. Κοντά στο ηλιοβασίλεμα φάνηκε το πρώτο χωριό τα Δουμπιά. Η λαχτάρα μου δεν περιγράφεται. Νόμιζα ότι βρισκόμασταν τουλάχιστον σ' άλλο κράτος και περίμενα μ’ αγωνία να δω πως είναι επιτέλους οι άνθρωποι που ζουν σ’ άλλο τόπο. Είναι ίδιοι άραγε με μας; Ντύνονται, τρώνε, πονάνε, γελάνε, τραγουδάνε όπως και ‘μεις; Ο πατέρας άρχισε να μου εξηγεί πως σ' αυτό το χωριό μένουν ντόπιοι. Έχουμε μάλιστα και κάποιους μακρινούς συγγενείς.
Στάθηκα όμως άτυχος. Παρακάμψαμε τα Δουμπιά για να κερδίσουμε χρόνο και προχωρήσαμε δίπλα στις όχθες ενός ξεροπόταμου, ώστε να φτάσουμε πιο γρήγορα στα "Χίλια δέντρα". Εκεί θα ξεφορτώναμε τ' άλογα να ξεκουραστούν και θα συνεχίζαμε το πρωί. Στην υπόλοιπη διαδρομή, ενώ μερικοί το ‘χαν ρίξει στο τραγούδι, ο πατέρας μου εξηγούσε πως το μέρος που το λένε "Χίλια δέντρα", και πράγματι υπήρχαν πολλά, τ' ονόμαζαν έτσι γιατί όταν ο Μεγαλέξανδρος έκανε την εκστρατεία στην Ασία, σταμάτησε εκεί να ξεκουραστεί και διέταξε τους στρατιώτες του να δέσουν τ' άλογα. Αυτοί έκοψαν από το κοντινότερο δάσος χίλια παλούκια, όσα και τ' άλογα. Ύστερα από χρόνια τα παλούκια αυτά πέταξαν βλαστούς κι έτσι έγιναν αυτά τα δέντρα, που σώζονται μέχρι τις μέρες μας.
Ένας ήλιος ντυμένος στα πορφυρά σαν μεγαλοπρεπής βασιλιάς, που ξέρει να κυβερνά τη χώρα του, στάθηκε για λίγο αγέρωχος και σταθερός ανάμεσα σε δυο βουνοκορφές του Χορτιάτη και αφού μας έκανε τη χάρη να μας στείλει λίγο φως ακόμη, χαιρέτησε πηγαίνοντας να κυβερνήσει άλλους λαούς.
Είχε νυχτώσει. Τ' άστρα λαμπύριζαν στο στερέωμα και δειλά-δειλά ξεπρόβαλλε ένα ολοστρόγγυλο και κατακόκκινο φεγγάρι από τις βουνοκορφές του Χολομώντα, όταν φτάσαμε στα "Χίλια δέντρα". Ξεφορτώσαμε βιαστικά-βιαστικά τα ζώα και τα δέσαμε μ' ένα μακρύ σχοινί να βοσκήσουν και να ξεκουραστούν. Δειπνήσαμε στο λιτό μας τραπέζι. Ελιές, ψωμί και κρεμμύδια. Φτιάξαμε ένα πρόχειρο στρώμα με ξερόχορτα και κατάκοποι πέσαμε να κοιμηθούμε.
Λένε ότι όλα τα μεγάλα πράγματα γεννιόνται τη νύχτα. Τόσο τα καλά όσο και τα κακά. Κι αυτό γιατί ο μαγνητισμός του φεγγαριού και των αστεριών επηρεάζει θετικά ή αρνητικά τόσο τους ανθρώπους όσο και τα γύρω πράγματα. Λένε οι επιστήμονες ότι κατόπιν στατιστικών μετρήσεων το μεγαλύτερο ποσοστό γεννήσεων ανθρώπων και ζώων γίνεται τη νύχτα. Η νύχτα γεννάει. Γεννάει ιδέες, όνειρα, φαντασιώσεις, οράματα. Ώρα πολλή στριφογύριζα σκεπτόμενος Πώς άραγε να ήταν τότε τη βραδιά που κατασκήνωσαν εδώ οι στρατιώτες με το μεγάλο ηγέτη; Δίπλα το δάσος είχε πάρει μια σκοτεινή και μυστηριώδη εικόνα στο παιδικό μου μυαλουδάκι. Ξύπνησαν όλα τα ζωντανά της νύχτας κι άρχισε ένας ανελέητος αγώνας ζωής. Κάπου-κάπου πήγαινε να με πάρει ο ύπνος και τιναζόμουν απότομα στο κράξιμο μιας κουκουβάγιας, στο αλύχτισμα ενός τσακαλιού, στο φτερούγισμα μιας νυχτερίδας.
Όταν ξαφνικά είδα! Ναι είδα! Ήταν αυτός. Γλυκός αλλά συγχρόνως και άγριος. Ήπιος και συνάμα ορμητικός. Η στολή του πρόσθετε ύψος κι έμοιαζε γίγαντας. Έδινε κοφτές διαταγές στους αξιωματικούς. Μιλούσε όμως και στους στρατιώτες του. Ήταν ο Μέγας Αλέξανδρος. Όπως ακριβώς τον είχα δει στα βιβλία, στα κέρματα και στην εφημερίδα Μακεδονία. Άπλωσα το χέρι μου να τον ακουμπήσω. Να πάρω από τη δύναμή του. Αυτός χαμογέλασε κι έτεινε το χέρι του στο κεφάλι μου. Χάιδεψε τα πυκνά όλο μπούκλες καμωμένα μαλλιά και με βαριά φωνή μου μίλησε:
- Σήκω Χρήστο. Σε λίγο ξεκινάμε!
Άνοιξα τα μάτια. Ο πατέρας μου χάιδευε το κεφάλι και προσπαθούσε να με ξυπνήσει. Στην αρχή απογοητεύθηκα, όμως γρήγορα ένοιωσα ασφάλεια στο ζεστό του χάδι.
Η νύχτα κρατούσε καλά ακόμα όταν φορτώσαμε και κινήσαμε πάλι για τον προορισμό μας Περάσαμε από ένα προσφυγικό χωριό, την Καλαμωτού. Καθώς διαβαίναμε τους δρόμους του μ' έκανε εντύπωση το πόσο μακριά ήταν το ένα σπίτι από το άλλο. Αναρωτιόμουν πώς άραγε βρίσκονται τα παιδιά για να παίξουν κλεφτοπόλεμο και σκλαβάκι. Ο πατέρας σα να κατάλαβε και μου είπε:
- Κοίταξε Χρήστο, τα προσφυγικά χωριά που έγιναν με την ανταλλαγή πληθυσμών επί Βενιζέλου κτίστηκαν εξ αρχής και οι κλήροι ήταν μεγάλα κομμάτια, όπου ο καθένας έχτιζε το υποστατικό του για ζώα και εργαλεία μαζί με το σπίτι του.
Ακόμα δεν είχε ξημερώσει. Αραιά και που φαινόταν κάποιο φως. Οι πρώτοι νοικοκύρηδες άρχισαν να σηκώνονται. Βγήκαμε από το χωριό και ακολουθήσαμε έναν καρόδρομο που θα μας έβγαζε δυτικά της Νέας Απολλωνίας. Στην υπόλοιπη διαδρομή διαβήκαμε κάτι μικρά χωριά που δεν είχαν περισσότερα από δεκαπέντε σπίτια το καθένα. "Μαχαλάδες " τα έλεγαν. Κι εδώ πρόσφυγες κατοικούσαν.
Άρχισε να αραχνοφέγγει. Αγάλι-αγάλι ξεπρόβαλαν οι πρώτες ολόχρυσες ηλιαχτίδες. Σταμάτησε και το κράξιμο της κουκουβάγιας. Όλα τα θηρία της νύχτας έτρεξαν γα κρυφτούν στο δάσος. Για λίγο μια απέραντη ησυχία απλώθηκε παντού, λες και κάτι το συνταρακτικό επρόκειτο να συμβεί. Πράγματι. Να, ξεπρόβαλλε ο νικητής της νύχτας. Ένας ολοπόρφυρος γεμάτος φωτιά και λάβα ήλιος στάθηκε για λίγο ανάμεσα στις βουνοκορφές του Χολομώντα κι ύστερα φώτισε όλον τον κάμπο. Όλα ξαφνικά πήραν ζωή, σχήμα και μορφή. Αριστερά μας η Βόλβη, η λίμνη με τα ολοκάθαρα νερά και τα πεντανόστιμα ψάρια ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα κι άρχιζε να αχνίζει ανεβάζοντας σύννεφα ομίχλης προς τον ουρανό. Στο βάθος μακριά γύρω από τη λίμνη μικρά και μεγάλα χωριά ξεπετάχτηκαν και στον μακρύ ορίζοντα διακρίνονταν οι κορυφές του Παγγαίου όρους.
Θα ‘ταν γύρω στις εννιά όταν είδαμε τον πρώτο άνθρωπο, καθώς ετοίμαζε τα σύνεργά του για να ποτίσει τα καρπούζια σ' ένα μεγάλο μποστάνι. Τον χαιρετίσαμε.
- Κάλως τα κάνεις πατριώτη;
- Καλώς ήρθατε πατριώτες, ανταπέδωσε τον χαιρετισμό, σηκώνοντας το κεφάλι ψηλά.
Αν και πρωί ακόμα σκούπισε τον ιδρώτα από το σκληρό και ηλιοκαμένο του πρόσωπο με το μαντήλι που ‘χε δεμένο στο κεφάλι. Πήρε μιαν ανάσα και άπλωσε το χέρι.
- Πώς πάει ρε πατριώτες; Τι καλό μας φέρνετε;
- Να! Σας φέρνουμε το χειμώνα και θέλουμε να μας δώσετε το καλοκαίρι, ανέλαβε να απαντήσει ο πατέρας μου εκ μέρους και των υπολοίπων του καραβανιού.
Έτσι άρχιζε συνήθως το αλισβερίσι, το δούναι και λαβείν δηλαδή. Με γρίφους, υπονοούμενα σκωπτικά και λαϊκή σοφία.
Κάθε καλοκαίρι εμείς που ζούσαμε στα ορεινά χωριά, όπου υπήρχαν δάση με δέντρα, κόβαμε ξύλα πότε ξερά, πότε χλωρά (λαθραία συνήθως) και τ' ανταλλάσσαμε με καρπούζια που ευδοκιμούσαν στα χωριά του κάμπου και της λίμνης. Χρήματα δεν υπήρχαν τότε και οι συναλλαγές γίνονταν είδος με είδος. Το παζάρι, που γινόταν επί τόπου στο χώρο παραγωγής δεν βαστούσε πολύ και πέντε πάνω πέντε κάτω έκλεινε η συμφωνία. Συνήθως ήταν ένα φορτιό ξύλα με τρία σακιά καρπούζια. Τόσα φυσικά άντεχε να φορτωθεί ανώδυνα και το ζώο, ώστε να μην κουραστεί και σακατευτεί.
Πράγματι σε λίγο ξεφορτώναμε γύρω στα έξι φορτιά ξύλα. Τόσα ήθελε ο μπάρμπα Θανάσης, όπως τον έλεγαν, γιατί είπε είχε κι άλλα τόσα.
- Ε, δεν μου χρειάζονται άλλα. Πιστεύω θα με φτάσουν. Ας δώσουμε και λίγα καρπούζια στον έμπορα να ‘χουμε καμιά δραχμή να το γυρίσουμε και συνέχισε φιλόξενα. Θα σας στείλω σ' έναν άλλο χωριανό τον Σάββα τον Αμπελίδη.
Κι αφού έδειξε τα κατατόπια στους υπόλοιπους άρχισε να υποδεικνύει στον πατέρα μου τα καρπούζια που θα κόβαμε. Έσκυβε, τα κοίταζε, κάπου-κάπου τ' ανασήκωνε, τα χτυπούσε ελαφρά με το δάχτυλο και αποφαίνονταν:
- Κόψε αυτό. Άστο αυτό είναι αγουρίδα ακόμα. Πάρε εκείνο είναι ζάχαρη.
Γέμισαν τα σακιά.
- Πάρτε και για το δρόμο μερικά. Δικά μας είναι. Δε βαριέσαι έδωσε ο Θεός και φέτος. Υγεία να ‘χουμε να ‘μαστε και του χρόνου γεροί να πορεύουμε τη ζωή.
Χαιρετίσαμε κι ευχαριστήσαμε το μπάρμπα Θανάση. Το μεσημέρι ανταμώσαμε πάλι όλο το καραβάνι στα "Χίλια δέντρα", όπου και το σημείο εκκίνησης για την επιστροφή. Ξεπεζέψαμε τα ζώα να ξεκουραστούν λίγο κι απλώσαμε τις ασπρόμαυρες υφαντές μαντίλες για να φάμε. Αλλά τι διαφορά. Σήμερα ανοίξαμε το δεύτερο σακουλάκι με το κάτασπρο κατσικίσιο τυρί. Σπάσαμε το καρπούζι στο γόνατο, το μοιράσαμε στα δυο και μπήκαμε μέσα βαθιά στους κατακόκκινους σαν αίμα χυμούς του. Μια μπουκιά ψωμί και τυρί ένα βύθισμα μέσα στο καρπούζι. Ρουφήξαμε και την τελευταία σταγόνα από το θείο αυτό δώρο και αφού το μετατρέψαμε σε άδειο κρανίο το δώσαμε στα ζώα. Σε λίγο άρχισαν οι μέρμηγκες να κουβαλάν τους σπόρους. Τίποτα δεν πάει χαμένο. Είδες! έλεγε κάποιος, καθώς παρακολουθούσε τον τιτάνιο αγώνα των μυρμηγκιών.
Αργά το βράδυ φάνηκε επιτέλους το χωριό. Κοντά στα πρώτα σπίτια μας περίμεναν τ' αδέρφια μου, τα ξαδέρφια κι άλλα παιδιά. Σαν στρατιώτες που γύρισαν από μια νικηφόρα μάχη μας υποδέχτηκαν μ' αγκαλιές και φιλιά, αλαλάζοντας απ' τη χαρά τους. Εγώ φυσικά περιττό να πω ότι έβλεπα τον εαυτό μου δυο μέτρα τουλάχιστον ψηλότερο από τους άλλους Ήμουν ο καταχτητής φέτος. Ο τυχερός. Ο αρχηγός. Πήρα λίγη χάρη ως φαίνεται κι απ' τον Μεγαλέξανδρο.
Στην δίφυλλη πόρτα του μπαρμπακά2 περίμενε η μάνα. Μας υποδέχτηκε μ' αγκαλιές και φιλιά. Κατεβάσαμε τα καρπούζια με τη βοήθεια του λυχναριού και τ' αραδιάσαμε μέσα στη βρώμη, που έπαιζε και ρόλο ψυγείου-ωριμαντηρίου. της εποχής. Εκεί τοποθετούσαμε τα ελαφρώς άγουρα φρούτα, όπως αχλάδια, αγκόρτσα, δαμάσκηνα, μπομπότες και προύνα για να ωριμάσουν σιγά-σιγά και να πάρουν γεύση και άρωμα.
Στο κρεβάτι διηγήθηκα τις περιπέτειές μας στ' αδέλφια μου, ώσπου κατάκοπος αλλά χαρούμενος έκλεισα τα μάτια και κοιμήθηκα.
Ένα μεγάλο ταξίδι της ζωής μου είχε τελειώσει.
1. Ξερά ξύλα, προερχόμενα από κλάδεμα του δασαρχείου.
2. Πέτρινος αυλόγυρος.
17/11/09
Επισκευή δρόμου Πολυγύρου - Γαλάτιστας (1920)
14/11/09
Η μπάντα του Πολυγύρου στη Γαλάτιστα και τον Άγιο Πρόδρομο (1956)
12/11/09
Διαθήκη Αγοραστού Γ. Βατζόλα (1913)
Εις τον αδελφόν μου Εμμ. Αναγνώστην6 | Δραχ. | δώδεκα | (αρίθ) | 12 |
Εις τον αδελφόν μου Βασίλειον7 | '' | δέκα | '' | 10 |
Εις τον αδελφόν μου Χριστόδουλον8 | '' | οκτώ | '' | 8 |
Εις τον αδελφόν μου Νικόλαον9 | '' | '' | '' | 8 |
Εις την αδελφήν μου Ζαφειρίου | '' | έξ | '' | 6 |
Η ανωτέρω περιουσία ανέρχεται εις δραχ. 18000.
Γον Παν όστις των κληροδόχων μου δεν ήθελε σεβασθή την παρούσαν διαθήκην μου ή ήθελεν εγείρη παράπονα κατ' αυτή, ή ήθελε προσβάλη αυτήν δικαστικώς, απόλλυσι παν, ό,τι αφίνω αυτώ ή στερείται παντός οφελήματος απορρέοντος εξ αυτή, όπερ εν τοιαύτη περιπτώσει προέρχεται εις την κυριότηταν του κληρονόμου.
Δον Εκτελεστάς της παρούσης διαθήκης μου διορίζω τους αξιοτίμους κυρίους Δημήτριον Χρήστου Αβράμ10 εκ Ρεσιτνικίων και Γεώργιον Αστερίου συγχωριανόν μου ους και παρακαλώ ίνα επιβλέψωσιν επί της πλήρους και ακριβούς εκτελέσεως πασών των διατάξεων αυτής. Η παρούσα Διαθήκη μου αναγνωσθείσα ευκρινώς εις επήκοον εμού τε και των μαρτύρων υπεγράφη παρά πάντων και εμού ιδιοχείρως και περιέχει την τελευταία καθαράν βούλησίν μου, ήτις θέλω και επιθυμώ όπως η αμετάτρεπτος.
Εν Τοπλικίοις τη 25η Ιανουαρίου 1913.
Οι Μάρτυρες
Γεώργιος Μιχαήλ
Αθανάσιος Παπά Γρηγορίου
Βασίλειος Παπά Γρηγορίου
Πλουμής Πάσχου
Δημήτριος Πάσχου
Ο Διαθέτης
Αγοραστός Γ. Βατζόλας
11/11/09
Ήρθαν καράβια στου γιαλό
κι είνι γιουμάτα Χιώτισσις
κι ‘μουρφουσκουπιλιώτισσις. Τουν πρώτου πάν κι ρώτησαν,
πόσου πουλάς τις όμορφις;
- Τις παντρεμένις δώδικα,
τις χήρις δικατέσσιρα,
κι τα κουρίτσια ένα φλουρί. - Κι πού να το βρου του φλουρί;
Θα πάου στην Ανατολή,
να καζαντίσου ένα φλουρί,
να πάρου ικείνη απ’ αγαπώ
ικείνην ήθιλα κι ιγώ.
7/11/09
Τι λίγδα, τι παστός!!!
Τόπος: Άγιος Πρόδρομος
Ημερομηνία: 2000 Εισαγωγή
- Ουί! Ουί8, έκαναν οι ξένοι τα ρυπαρά γεμάτα μαλλιά και γένια κεφάλια τους.
- Αυτό θα πει ναι, έκανε με περίσσεια περηφάνια ο μπάρμπα Βαγγέλης στρεφόμενος προς τους άναυδους χωρικούς.
- Βρε τι ‘ναι τούτος ρε πιδιά; Κατέ’ει κι ξένις γλώσσες, θορυβήθηκαν μεταξύ τους οι χωρικοί θαυμάζοντας την πολυμάθεια του.
- Όρος; Όρος; Ου ε Όρος9; ρώτησαν ξεθαρρεμένοι τώρα οι ξένοι.
- Για τώρα να ιδούμι. Ιδώ συ θέλου κάβουρα να περπατάς στα κάρβουνα, έκανε ο μπάρμπα Θανασός ο πρόεδρος απευθυνόμενος στον μπάρμπα Βαγγέλη. Ο μπάρμπα Βαγγέλης έξυσε για λίγο τον δεξιό του κρόταφο και χωρίς πολλές περιστροφές αλλά και με περίσσεια αυτοπεποίθηση υπέδειξε στους ξένους. - Όρος; Ίσια, ντουγρού10, συνοδεύοντας την απάντηση με την ανάλογη χειρονομία κι αφήνοντας έκπληκτους τους χωρικούς για την πολυπραγμοσύνη του. Τα τελευταία τρία χρόνια τον είχε πάρει στη δούλεψή του ο κυρ Δημητρός ο Σακαλής, ένας τίμιος και χρηστός έμπορας, που συμπαθούσε και προστάτευε τους δυστυχείς, και που μόλις πρόσφατα είχε χηρέψει. Η όμορφη μα δύσμοιρη γυναίκα του είχε πεθάνει λίγες μόνο μέρες μετά τη γέννηση ενός χαριτωμένου και ζωηρού κοριτσιού, αφήνοντας τον έρμο και βαριά τραυματισμένο, την κάθ’ όλα δύσκολη επιμέλεια του. Θέλοντας να μοιραστεί τον πόνο και την αβάσταχτη μοναξιά του, αλλά και τις ατελείωτες δουλειές του νοικοκυριού πλέον ο κυρ Δημητρός προσέφερε φιλική στέγη παραχωρώντας ένα από τα οικήματά του στον μπάρμπα Βαγγέλη, χρήζοντας τον αποκλειστικό νοικοκύρη και διαχειριστή στα του "οίκου του". Ο μπάρμπα Βαγγέλης γαλήνεψε, ημέρεψαν τα αδρά χαρακτηριστικά του τα χέρια του μαλάκωσαν πια από τους χοντρούς πολύκαιρους ρόζους, έγινε πλέον νοικοκύρης. Είχε δικό του νταϊφά11. Μαγείρευε και μοιραζόταν το φαγητό με τον κυρ Δημητρό πρόσεχε και κανάκευε12 το μικρό ορφανό που μέρα με τη μέρα ομόρφαινε και μεγάλωνε, καμαρώνοντας το, βοηθούσε στις αγροτικές και εμπορικές εργασίες. Συγχρόνως, άρχισε ν' αποκτά όπως όλοι οι καλοί νοικοκυραίοι, για πρώτη φορά στη ζωή του κι αυτός διάφορα υλικά αγαθά που του πρόσφερε άφθονα κι ανυστερόβουλα ο φιλότιμος κι ανοιχτοχέρης προστάτης του. Αποτελούσε παρελθόν πια για τον μπάρμπα Βαγγέλη η αβεβαιότητα, η φτώχεια που παράδερνε την άτυχη ζωή του. Κατείχε κι αυτός τώρα ένα ξύλινο καδί γεμάτο ελιές “Πολυγυρ’νές", ένα ολόκληρο δοχείο κατσικίσιο τυρί, μια σβάνα13 με τουρσιά, αλιπαρές14 και ληστιά15 που άφθονα κουβαλούσαν οι ψαράδες από τη λίμνη του Αγίου Βασιλείου. Το καμάρι του όμως όπως επαίρετο συχνά στο καφενείο του Διαβάτη ήταν ένα μισιακό δοχείο παστός όπως ισχυρίζονταν, που του είχε δωρίσει ο κυρ Δημητρός ο προστάτης του τα Χριστούγεννα μετά τη σφαγή του εκτρεφόμενου καθ' όλο το χρόνο χοίρου. Μεγάλη θέση κι εκτίμηση κατείχε στον αγροτικό του κορβανά16 ο παστός (λαρδί κατ' άλλους) ήτοι το πάχος του χοίρου που κόβονταν λωρίδες αλατίζονταν και συντηρούνταν σε ξύλινα συνήθως καδιά, για να καταναλωθεί αργότερα σαν πικάντικη λιχουδιά. Ο παστός συνόδευε και συμπλήρωνε τον τουρβά17 με τις ελιές, το τυρί και τα “Bρασταμ’να κρομμύδια" κάθε που οι χωρικοί έβγαιναν στο δάσος για να κόψουν ξύλα τις κρύες μέρες του χειμώνα, ή για να βοσκήσουν τα κοπάδια τους. Κόβοντας τον παστό σε μικρά κομματάκια και αφού τον περνούσαν σ' ένα σουβλί που έφτιαχναν με τη βοήθεια του σουγιά, άναβαν φωτιά καψαλίζοντας και λαμνίζοντάς18 τον, ώστε ν' αποτελέσει “με τ' ου πολύ" μία εξαιρετική λιχουδιά. Όταν ο παστός άργαζε19, τρωγόταν και ωμός. Πολλές φορές τον συνόδευαν και με τσίπουρο. Προσπαθώντας να "εμπεδώσει" ο δάσκαλος ο Διαβάτης στα άγουρα αγροτόπαιδα την αρχή του Αρχιμήδη “Δος μοί πάνστώ και ταν γάν κινήσω”20, και γνωρίζοντας την "περί πολλού" εκτίμησή τους ως προς τον παστό έλεγε συχνά παραφράζοντας αυτήν: - Δόσιμι παστόν και του ντ’γάνι θα γλείψου. Τόση μεγάλη σημασία είχε λοιπόν ο παστός. Ο μπάρμπα Βαγγέλης ο Λούβαρης, ίσως από φτωχά κι άσχετα προς τις συνήθειες της Μακεδονίας, μέρη της παλιάς Ελλάδας δεν κατείχε την ακριβή θέση και ορολογία ακόμα των τοπικών ιδιωματισμών. Έτσι λοιπόν απόψε, στο καφενείο του Διαβάτη στοιχημάτιζε με πείσμα ότι είναι κάτοχος ενός ολόκληρου “μισιακού" δοχείου χοιρινού παστού. Πετώντας το γάντι στην πρόκληση των χαρτοπαίζοντων χωρικών “μετέβη πάρ' αυτά" στο οίκημα που του είχε παραχωρήσει ο κυρ Δημητρός για να εμφανιστεί μετά από λίγο κρατώντας στα χέρια του ένα μισιακό δοχείο γεμάτο κάτασπρη και λευκή σαν χιόνι λίγδα (λίπος). - Μα αυτό είναι λίγδα βρε Βαγγέλη!!! έκαναν οι χαρτοπαίζοντες.
- To ‘χασες το στοίχημα καημένε! Κι αυτός χωρίς να χάσει στιγμή την αυτοπεποίθηση του μέσα στην άγνοια που τον παράδερνε, εξέφρασε με παρρησία την εύλογη απορία του: - Τι λίγδα, τι παστός; Μετά το πάθημά του και αφού αναγκάστηκε να κεράσει τους κερδισμένους χωρικούς έμαθε καλά πια "τι εστί λίγδα και τι παστός". Καθ' ότι η λίγδα παρασκευαζόταν με τα ευτελή λίπη του χοίρου, ενώ ο παστός με τα εκλεκτότερα κομμάτια αυτού αν και αμφότερα δεν έπαυαν να είναι χοιρινό λίπος. Πέρασαν κάποια δίσεκτα χρόνια κι ο κυρ Δημητρός έπεσε έξω στις δουλειές του. Φτώχυνε… Με δάκρυα στα μάτια ο μπάρμπα Βαγγέλης αποχαιρέτησε τον φτωχό πλέον προστάτη του, και σφίγγοντας την καρδιά του ξεκίνησε πάλι με το μόνο πλούτο που κατείχε, τα δύο του χέρια, το λισγάρι, το φκιέλι και τον γκασμά για αλλού. Αργότερα μαθεύτηκε ότι δούλευε τα κτήματα ενός πλούσιου κτηματία στον Πολύγυρο. Κάποτε σε μεγάλη ηλικία νοσταλγώντας τον Άγιο Πρόδρομο επισκέφτηκε τον προστάτη του τον κύρ Δημητρό που είχε ξαναπαντρευτεί και ευλογήθηκε με πολλά παιδιά. Έμεινε λίγο καιρό μαζί τους. Στο μικρό αυτό χρονικό διάστημα ασχολήθηκε με τα παιδιά του κυρ Δημητρού που ήταν μαθητούδια προσφέροντάς τους τις πνευματικές του γνώσεις, αφιλοκερδώς. Ακόμα και σήμερα τον θυμούνται τα παιδιά αν και πέρασαν πολλά χρόνια, να τους διηγείται ιστορίες, πότε αληθινές και πότε αληθοφανείς, μα πάντα όμορφες. Περιπλανώμενός με τις ώρες στα μονοπάτια της αχαλίνωτης και δημιουργικής του φαντασίας που απλόχερα τον προίκισε η φύση, πίστευε στο τέλος και ο ίδιος τις φανταστικές του ιστορίες. Εκείνο όμως που έκανε εντύπωση στα παιδιά ήταν όταν τους διάβαζε από τα εξώφυλλα των σαραντάφυλλων τετραδίων που τους δώρισε, τους "μεγάλους" εφευρέτες και ευεργέτες του κόσμου. - Ερρίκος Ντυνάν, ιδρυτής του Ερυθρού Σταυρού.
- Ιωάννης Γουτεμβέργιος. Φλεμινκ, Λαβεράν, Μαρκόνι, Παστέρ… Η φωνή του έτρεμε από τη συγκίνηση, το πρόσωπο του έπαιρνε μία υπερκόσμια όψη γεμάτη φως. Τα γηρασμένα άδολα, μαύρα μάτια του πέταγαν σπίθες, έπαιρναν φωτιά κι έλεγες να τώρα θα εκραγούν και θα κατακλύσουν το σύμπαν. Ζούσε τόσο έντονα τον "βίο" των μεγάλων του κόσμου που θαρρείς ήταν κι αυτός ένας από αυτούς. Τέλος με δυσκολία προσγειωνόταν στην ψυχρή πραγματικότητα αναλογιζόμενος την άχαρη μοίρα που τον έταξε η ζωή, να δουλεύει στα ξένα χέρια. Ήταν η τελευταία φορά που έζησε στον Άγιο Πρόδρομο που τόσο είχε πονέσει κι αγαπήσει. Από τότε χάθηκε για πάντα, άγνωστο για που. Κάποιοι είπαν ότι γύρισε στη γενέτειρα του κάπου στην παλιά Ελλάδα. Ο μπάρμπα Βαγγέλης ο Λούβαρης έφυγε αλλά η σοφή “ρήση" του έμεινε για πάντα. Έτσι κάθε που κάποιος θέλει να δηλώσει την συγγένεια δύο ομοειδών πραγμάτων, ή καταστάσεων, απλά λέει: - Τι λίγδα, τι παστός; ----------------------------------------------------------------------------------------------- Επεξηγήσεις
3. Κολλώδες χώμα.
4. Αγωγιάτες που μετέφεραν προϊόντα στα χωριά.
5. Αυτοκίνητα με καζάνι (λέβητα).
6. Πανδοχεία με αύλειο χώρο για τα ζώα.
7. Διότι.
8. Oui (γαλλικά) = ναι.
9. Ou est Oros (γαλλικά) = Πού είναι το Όρος
10. Doğru (τούρκικα) = ευθεία.
11. Νοικοκυριό, σπιτικό.
12. Φρόντιζε.
13. Πήλινο ανοιχτό δοχείο με δύο χερούλια στις άκρες.
14. Είδος ψαριών για πάστωμα.
15. Είδος λιμνίσιων ψαριών.
16. Σιτιρέσιο.
17. Σακίδιο φτιαγμένο από κατσικίσιες τρίχες.
18. Κουνώντας πάνω από τη φλόγα.
19. Σίτευε, στέγνωνε.
20. Δώσ’ μου κάπου να σταθώ και τη γη θα κινήσω.
6/11/09
Θεατρική παράσταση
