Ισούφ τις εκ Θεσσαλονίκης, άνθρωπος ημιάγριος, εμφωλεύσας εν τω χωρίω ημών παρά τοις συμπολίταις ημών οθωμανοίς, μέχρι τινός εμπορεύετο τα ζώα των πέριξ χωρίων μετά τινός συγχωρίου ημών Σεφακή καλουμένου. Κατά το παρελθόν δε έτος παρέστη συνοδευόμενος υπό του μεχτάρη των οθωμανών ζητών να επιβληθή ημίν ως Πολιάκος και αγροφύλαξ υπεσχεσόμενος να φυλλάτη ημάς τε και τα κτήματα ημών, ως ίδια εαυτού, αποποιηθέντων ημών τούτο, παρεκάλεσεν ημάς ο ειρημένος μεχτάρης, επειδή άπαντες οι συμπολίται ημών οθωμανοί τυγχάνουσιν αγράμματοι, να συντάξωμεν συμβόλαιον τι, δι’ ου προσελάμβανον αυτοί τούτον ως αγροφύλακα, και σφραγίσωμεν συνάμα τούτο δια της ημετέρας κοινής σφραγίδος, άτε εκείνων και τοιαύτης στερουμένων˙ συντάξαντες δε τοιούτον εν όλη ημών τη αθωότητι και σφραγίσαντες εδώσαμεν αυτό και ούτω ανέλαβε τα καθήκοντα αυτού ο περίφημος Ισούφ, όστις καθ’ όλον το διάστημα του έτους τούτου διεδραμάτισε φοβερόν πρόσωπον περιερχόμενος πολλά και διάφορα μέρη, αλλά καλυπτόμενος υπό την αμφιλαρή σκιάν του ρηθέντος μεχτάρη Δεμήρ Αλή.
Ήδη δε άμα ο καιρός των αλωνίων επέστη, παρέστη ούτος ως Πολιάκος [χωροφύλακας] ουχί των οθωμανών, αλλά των χριστιανών, ζητών το πεκτσιλίκι δια της μαχαίρας του παρά των χριστιανών. Ελθών δε κατά τύχην εις το χωρίον ημών Σιακήρ τις όμπασης εκ Πολυγήρου, ίνα εισπράξη καθυστερουμένους φόρους των αιγοπροβάτων, ανέλαβε συνάμα, εν αγνοία ημών και άνευ ουδεμίας διαταγής, και την είσπραξιν του πεκτσιλικίου του Ισούφ, μετακαλεσάμενος δε ημάς ο αυτόκλητος ούτος εισπράκτωρ και δικαστής εζήτησε πάραυτα, δυνάμει του ανά χείρας συμβολαίου του Ισούφ χρήματα. Επειδή δε απεφηνάμεθα ότι ούτος συνεφωνήθη υπό των οθωμανών δια τα κτήματα αυτών και μόνων, ως αυτό τούτο το συμβόλαιον δηλοί, ουδεμίαν φέρον υπογραφήν ημών, ο ατίθασος ούτος αλβανός εξετραχηλίσθη εις βαναυσοτάτας καθ’ ημών ύβρεις και φοβεράς απειλάς ην μη αποτίσωμεν το δίκαιον του πεκτσή παραλαβών δε τρεις ζαπτιέδες , ους μεθ’ εαυτού έφερε, τον Πολιάκον Ισούφ και τον μεχτάρην Δεμιρλήν μετέβει εις την οικίαν του συγχωρίου ημών προκρίτου Δήμου Χαϋδευτού περί τας δύο της νυκτός και συλλαβών τούτον έρριψε κάτω και δια του υποδήματος κρούων εγκατέλιπε τον δυστυχή ημιθανή, ενσπείρας ούτω τον τρόμον εν όλω τω χωρίω.
Την επομένην δε, τελουμένης της εορτής της Μεταμορφώσεως του Κυρίου ημών, συνήλθομεν κατά καθήκον εις την εκκλησίαν, αλλ’ ενώ εισέτι ετελείτο η θεία ιερουργία, αίφνης είδομεν την θύραν της εκκλησίας καταληφθείσαν υπό του Σιακήρ όμπαση και της συντροφίας˙ της ιερουργίας δε περατωθείσης, ουδείς ετόλμα να εξέλθη έξω, διότι ο Σιακήρ ούτος κρατών την ην έφερε μάχαιραν εις χείρας ηπείλει ότι δι’ αυτής πάντες έμελλον να διέλθωσιν, αν δεν υπέσχοντο την απότισιν του πολιακού φόρου˙ τη μαχαίρα δε υπείκοντες, ταις απειλές και βαναυσοτάταις ύβρεσι, συνηνέταμεν και ούτως αφέθημεν ελεύθεροι ίνα έκαστος οίκαδε απέλθη, και αμ’ έπος αμ’ έργον, παραλαβών τους σάκκους αυτός ούτος ο Σιακήρ και τον [κούτλον;] εις χείρας εισώρμητον εις τας οικίας και εκ των λαφύρων έδιδεν εις τον αγαπητόν του Ισούφ˙ θελήσαντες δε να εισέλθωσιν εις την οικίαν γυναικός τινός δεν εγένοντο δεκτοί, του ανδρός αυτής απόντος, αλλά δια την απόφασιν ταύτην εδάρη και αυτή, και μετά ταύτα [] και μη επλήρωσε τον σάκκον του Ισούφ.
Ιδών τέλος ο μη σπείρας, μηδέ θερίσας Ισούφ, εις διάστημα ημισείας ημέρας, τη αρωγή και καλή θελήσει του αυτοκλήτου εισπράκτορος και δικαστού Σιακήρ όμπαση, συνέλεξε τοσαύτα γεννήματα εκ των ιδρώτων των πτωχών χριστιανών, όσα ουδείς εξ’ ημών, οίτινες ολόκληρον έτος ειργάσθημεν. Της σκανδαλωδεστάτης και παρανομωτάτης ταύτης πράξεως γνωσθείσης τω αρχιερεί ημών αγίω Αρδαμερίου, έσπευσε πάραυτα ούτος δι’ επανειλημένων τακριρίων να καταγγείλη ταύρην τω εισαγγελεί Πολυγύρου Ιμπραήμ εφέντη και ζητήση την τιμωρίαν του τε Σιακήρ όμπαση και λοιπών συμφώνως τω νόμω δια την παραβίασιν του ασύλου της Ιεράς ημών εκκλησίας και των άλλων εκνόμων και εκθέσμων πράξεων, ας αυτοβούλως και αυθαιρέτως ενήργησεν ο όμπασης. Αλλά ο ως μη ώφειλεν εισαγγελεύς ούτος Ιμπραήμ εφέντης, άνθρωπος πάντη αναλφάβητος και αδαέστατος των υψηλών αυτού καθηκόντων, ου μόνον εις τιμωρίαν κατά των κακουργησάντων δεν προέβη, αλλά και τα τακρίρια εισέτι κατακρατεί, μη παραπέμψας αυτά εις το ποινικόν τμήμα.
Την βεβήλωσιν της ιεράς ημών εκκλησίας και την αδιαφορίαν του ονόματι τούτου εισαγγελέως, μη ανεχόμενος ο αρχιερεύς ημών προτίθεται, καθ’ α επληροφορήθημεν, να καταγγείλη το τε γεγονός και αυτόν τούτον εις την εισαγγελίαν Θεσσαλονίκης, ήνπερ παρακαλούμεν ίνα ρίψη βλέμμα τι επί της διαγωγής του εισαγγελέως Πολυγύρου, όστις ένεκα της ανικανότητος, ακαταλληλότητος και της αγραμματοσύνης αυτού, αφίνει να νήπωνται σπουδαίαι υποθέσεις πιστών υπηκόων της σεβαστής ημών κυβερνήσεως, οι δε ζαπτιέδες να διαπράττωσιν ό,τι έκαστος βούληται. Και τέλος υφίσταται απόλυτος ανάγκη ίνα ο Ιμπραήμ εφέντης [όταν θάττον] άντικατασταθή δι’ άλλου ειδότος την υψηλήν αυτού αποστολήν˙ δεν αμφιβάλλομεν δε πεπειθότες εις τα φιλοδίκαια αισθήματα του γενικού εισαγγελέως Θεσσαλονίκης ότι ληφθήσονται υπ’ όψει τα γραφόμενα ημών.
Ο αυτός Σιακήρ όμπασης, καθ’ α επληροφορήθημεν, επιστρέφων εκ Σιανών ίνα μη διανύση τεσσάρων ωρών διάστημα, και μεταβή εις Πολύγυρον, διότι αν μετέβαινεν έπρεπε να φάγη εξ’ ιδίων του, κατέλυσεν εν Καϊτζικίω, επειδή δε δείπνον τω σπαχή τούτω προσέφερεν ο προεστώς Χριστόδουλος τις και γάλα, ενόμισεν ο ευγενής Αλβανός προσβολήν τούτο, και δια τούτο εκμανής δεν ήργησε να δείρη και τούτον δια να μάθη να προσφέρη άλλοτε αντί λιτού φαγητού πίτα και κότα τα αγαπητά τοις αλβανοίς. Ιδέτω πας τις τίνα υφίστανται οι δυστυχείς χωρικοί υπ’ αυτών των οργάνων της Κυβερνήσεως, ήτις μισθοί αυτά αδράς δια την ησυχίαν των υπηκόων αυτής, και κρινέτω κατά πόσον συνάδουσι τοις νόμοις και τω δικαίω ταύτα, και εν τοσούτω ο εισαγγελεύς Πολυγύρου, επειδή κατηγγέλθη ζαπτιές εκώφευσε και ηδιαφόρησε.
Μεταβάντες δε και οι Σαννιώται να καταγγείλωσι παρά τω εισαγγελεί τα κακουργήματα του Σιακήρ, δεν ηδυνήθησαν να εύρωσι [κιατίπην;] ίνα συντάξη αυτοίς αναφοράν, πάντων των γραμματέων αποποιουμένων. Ο αυτός ο Σιακήρ σταλέν δια την είσπραξιν και εις το χωρίον Λουζίκι τε αυτά και ότι χείρω διέπραξεν, αλλ’ όταν ζαπτιέδες δια την είσπραξιν εξαποστέλλονται, προς τι οι εισπράκτορες; Και εν τούτοις ο το νιζάμι ειδώς κατά βάθος εισαγγελεύς Πολυγύρου Ιμπράμ εφέντης τούτους όλο εν εξαποστέλλει.
Έτερον δυστύχημα συνέβη ημίν κατ’ αυτάς. Οθωμανός τις συλλαβών κοράσιον οκταετές, θυγατέρα του συγχωρίου ημών Σαραφιανού, ενώ τούτο έβοσκε τους βόας ου μακράν του χωρίου, διεκόρευσεν αυτό εγκαταλιπών το δυστυχές τούτο πλάσμα ημιθανές. Τοιαύτη η κατάστασις ημών, αλλά τι να ζητήσωμεν την θεραπείαν των κακών τούτων, εις τον εισαγγελέα Πολυγύρου; Αλλ’ ούτος άμα είδε τους Σαννιώτας μεταβάντες εις Πολύγυρον να καταγγείλωσι τον Σιακήρ, εις αρρήτους εξετραχηλίσθη ύβρεις κατ’ αυτών, διότι εζήτησαν να εφαρμοσθή κατά των κακουργησάντων η δικαιοσύνη.
Χριστιανός τις εκ του χωρίου Αδάμ, Άγγελος καλούμενος, διατελών ως ζευγός εν τω τσιφλικίω Γερακαρούς, παρέλαβε την θυγατέρα αυτού α μετέβη εις τι παρακείμενον φρέαρ ίνα αντλήση ύδωρ, αλλ’ αιφνής είδε τέσσαρας οπλοφόρους [νέους;] να περικυκλώσωσιν αυτόν, αφού δ’ εκακοποίησαν τον δυστυχή τούτον, απήγαγον την θυγατέρα αυτού εις μέρος άγνωστον, καταμηνύσας δε την απαγωγήν της θυγατρός του εις τον εν Ζαγγλιβερίω αντιπροσώπου του γεν. εισαγγελέως Ιμπράμ εφέντη Δαούτ Τσιαούσην, ουδαμώς εισηκούσθη διότι ο εις των απαγωγέων ετύγχανεν υπηρέτης του Μεμής βέη, κυρίου του τσιφλικίου, ο δε Δαούτ τσιαούσης ενόμισε καθήκον του να χαρισθή μάλλον τω ισχυρώ Μεμής βέη, η υπακούση τω νόμω και ευσπλαχνισθή τον δυστυχή πατέρα, [όστις] μετά δακρύων παρεκάλη αυτόν ίνα λυτρώσι την απαχθείσαν θυγατέρα του. Ο Δαούτ τσιαούσης γνωρίζει βεβαίως την ανικανότητα του κυρίου του και δια τούτο εχαρίσθη τω Μεμής βέη, όστις ηπείλησε τω δυστυχεί πατρί, ότι ήθελε του πιή το αίμα, αν περαιτέρω κατεδίωκε τους απαγωγείς, άρα η απαγωγή συνέβη εν γνώσει του Μεμής βέη. Μετά εβδομάδα δε η νέα επανήλθεν εις το τσιφλίκι νύμφη πλέον, στεφθείσα βία και δυναστεία εν Κλήσαλη υπό του Παπά Παναγιώτου του αξίου τούτου λειτουργού του Υψίστου!"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου