άβνταλος (ο) (επίθ.) = επιπόλαιος, τσαπατσούλης.
αγιάζ’ (το) (ουσ.) = η υγρασία.
αγκλέφαρους (ο) (ουσ.) = το μέτωπο. Προέρχεται πιθανότατα από τη λέξη βλέφαρο.
αγκουρτσιά (η) (ουσ. ξ.λ. αρβ.) = άγρια απιδιά, του γένους pyrus saliciformia.
αδερφουμοίρ’ (το) (ουσ.) = το μερίδιο κάθε αδερφού από την πατρική περιουσία, π.χ. «Αυτά τα χουραφούδια είνι όλα αδερφουμοίρια».
αδοκάνα (η) (ουσ.) = χοντρές κυρτές σανίδες, ενωμένες μεταξύ τους, οι οποίες κατά διαστήματα είχαν επάνω τους σφηνωμένες μακριές και κοφτερές πέτρες. Οι αδοκάνες ζεύονταν σε ένα ζευγάρι βοδιών (ή αλόγων, όσοι διέθεταν την "πολυτέλεια") και περνώντας επάνω από τα στάχυα που ήταν απλωμένα στο αλώνι, έκοβαν τον καρπό.
ακουμάνταρτος (ο) (επίθ.) = που δεν μπορείς να τον διευθύνεις.
αλαφράδα (η) (ουσ.) = ανοησία, βλακεία, π.χ. «Μη λες αλαφράδες, γίνε γνωστ’κός καμιά φορά».
αλαφροπάμπορο (το) (επίθ.) = μτφ. ο μωρός, ο χαζός.
αλιπαρές (οι) (ουσ.) = είδος ψαριών για πάστωμα.
αλουγάς (ο) (ουσ.) = το άλογο.
ανάκαρα (τα) (ουσ.) = σωματική δύναμη, αντοχή, π.χ. «Δεν έχ’ ανάκαρα να
πάει στο χωράφ’».
ανάμ’ (το) (ουσ.) = η ανάμνηση, αξιοσημείωτο γεγονός μτφ. ευτράπελο γεγονός, π.χ. «Εψές στου παναΐρ μέθ’σε κι το ‘φκιασε τ’ ανάμ’».
ανετάζω (ρ.) = υπόσχομαι για κάτι πολλές φορές χωρίς να το πραγματοποιώ, π.χ. «Μο’ λόια! Όλο μ’ ανετάζ’ να μι παντρηυτεί, μα κατίπουτα!».
ανικατώνω (ρ.) = ανακατεύω, π.χ. «Τα (α)νικάτουσες τα χαρτιά;» μτφ. μπερδεύω.
αντέτ’ (το) (ουσ.) = το έθιμο, π.χ. «Θα φάου λίγου φασουλάδα μο’ για τ’ αντέτ’».
αντραγασιά (η) (ουσ.) = το μέρος που μένει ο αγροφύλακας για να φυλάει από εκεί τα αμπέλια.
αντραπαλεύ’μαι (ρ.) = πιάνομαι στα χέρια, παλεύω, π.χ. «Ήταν δυο κι αντραπαλεύ’νταν στα καφινεία. Έπεσι πουλύ δικανίκ’».
απολνώ (ρ.) = σχολάω, τελειώνω, π.χ. «Η εκκλησιά απόλκε».
απορρίχνω (ρ.) = αποβάλλω, κάνω έκτρωση, π.χ. «Η κατσίκα απόρρ’ξε».
απουκρέβω (ρ.) = κάνω αποχή από το κρέας κατά την διάρκεια της Αποκριάς.
απουλιάνα (η) (ουσ.) = μεγάλος ανοιχτός χώρος, συνήθως ισόπεδος.
αργάζω (ρ.) = σιτεύω, στεγνώνω. Χρησιμοποιείται συνήθως για τρόφιμα.
άριο (το) (ουσ. ξ.λ.) = είδος βελανιδιάς με ίσιο κορμό, η λεγόμενη επιστημονικά Quelcus Ilex.
ασογάδα (η) (ουσ.) = αχαριστία αισχρολογία.
άσογος (ο) (επίθ.) = ο άσεμνος, ο αισχρός.
ασπροβόλα [πέτρα] (η) (ουσ.) = άσπρη γυαλιστερή πέτρα που κατά το χτύπημα βγάζει σπίθες, η τσακμακόπετρα.
αστοχώ (ρ.) = ξεχνώ, μου διαφεύγει από το μυαλό, π.χ. «Αστό(χ)ησα να πάω επίσκεψ' στην κουμπάρα μ'».
αστρέχα (η) (ουσ.) = το γείσωμα της στέγης μτφ. το σύνορο μεταξύ δύο παρακείμενων σπιτιών.
ασυναίρ(ι)στος (ο) (επίθ.) = μη υπολογίσιμος, αδιάφορος.
άσωτα (επίρ. ποσ.) = ατελείωτα, π.χ. «Φάγαμι άσωτα πάλ’ σήμιρα. Δε μι χουράει του μπινιβρέκ’».
άσωτος (ο) (επίθ.) = που δεν σώνεται, δεν τελειώνει.
αυτού (αντων. δεικτ.) = εκεί.
άφανος (ο) (επίθ.) = ο εξαφανισμένος, ο χαμένος, π.χ. «Ούτι να σας δγιω δεν θέλω. Να γίνιτι άφαν’».
βαΐζω (ρ.) = πλαγιάζω, γέρνω προς τη μια μεριά μτφ. κοιμάμαι, ξαπλώνω.
βασταγαριά (η) (ουσ.) = ανθεκτικό ξύλινο δίχαλο, που χρησιμοποιούνταν για την φόρτωση ξυλιάς σε σαμάρι.
βατσ’νιά (η) (ουσ.) = το φυτό βάτος ο αγκαθωτός θάμνος.
β’ζούν’ (το) (ουσ.) = το εξόγκωμα, το σπυράκι.
βούζα (η) (ουσ.) = η κοιλιά.
βουρλαίνομαι (ρ.) = τρελαίνομαι μτφ. ζαλίζομαι, π.χ. «Βουρλάθ’κα με τ’ς φωνές σ’».
βουρλαμάρα (η) (ουσ.) = η τρέλα, η χαζομάρα μτφ. η ζαλάδα.
βουρτώπα (η) (ουσ. ξ.λ. σλάβ.) = κοίλη και χλοερή τοποθεσία στο βουνό.
βραντανίζω (ρ.) = φωνάζω μαλώνω διαμαρτύρομαι, μουρμουρίζω.
βύραγγας (ο) (ουσ.) = φυσική δεξαμενή νερού σε ποτάμι.
βυραγγιάζω (ρ.) = συγκρατώ νερό, λασπώνω, π.χ. «Κάθι φουρά που βρέχ’ του χουράφ’ βυραγγιάζ’». Γ γαδούρα (η) (ουσ.) = ξύλινη κατασκευή που χρησιμοποιούνταν για το κόψιμο των κομμένων δέντρων σε καυσόξυλα.
γαλάρια (η) (επίθ.) = που βγάζει γάλα, που αρμέγεται. Αναφέρεται συνήθως στις κατσίκες.
γανιάδα (η) (ουσ.) = η γάνα, λευκό επίχρισμα στη γλώσσα από δυσπεψία μτφ. ταλαιπωρία.
γανιάζω (ρ.) = βγάζω γάνα στη γλώσσα ταλαιπωρούμαι.
γατσιάζω (ρ.) = βραχνιάζω.
γάτσιασμα (το) (ουσ.) = βραχνάδα.
γκαγκάνια (τα) (ουσ.) = τα γαϊδουράγκαθα, ψηλοί ακανθώδεις θάμνοι, με μοβ άνθη.
γκιόνης (ο) (ουσ. ξ.λ. αρβ. gjion) = το νυχτόβιο πουλί κορυδαλλός.
γκιούμ’ (το) (ουσ.) = χάλκινο σκεύος για την αποθήκευση γάλατος.
γκλάβα (η) (ουσ.) = το κεφάλι, π.χ. «Κόβει η γκλάβα τ’».
γκλαβανή (η) (ουσ.) = φωταγωγός, καταπαχτή στη στέγη.
γκούγκ’δας (ο) (ουσ.) = το βαρίδι του κανταριού.
γκουρτζέλι (το) (ουσ.) = το μικρό γουρούνι.
γουστέρα (η) (ουσ.) = η σαύρα.
γραπατσώνω (ρ.) = γρατζουνίζω, χαράζω π.χ. «Πού γραπάτσουσις τα χέρια σ’ κι είνι χάλια;».
γρέκ’ (το) (ουσ.) = μέρος όπου ξαποσταίνουν τα γίδια το καλοκαίρι.
γρέντζω (η) (ουσ.) = η γριά.
γρούμπα (η) (ουσ.) = η ιτιά.
γρουνοπάτσ’ (το) (ουσ.) = το κεφάλι από το γουρούνι μτφ. ο απερίσκεπτος.
γυαλίζομαι (ρ.) = καθρεπτίζομαι. Δ διρμόν’ (το) (ουσ.) = μεγάλο κόσκινο με φαρδιές τρύπες.
δραγάτ(η)ς (ο) (ουσ.) = ο αγροφύλακας.
δρασ’κλίζω ή δρασκελώνω (ρ.) = υπερπηδώ κάτι σκαρφαλώνω.
δρασπέτ’ (το) (επίθ.) = πολύ ξινό. Ε Ζ ζαβλάκωμα (το) (ουσ.) = η ατονία η αποχαύνωση.
ζαβλακωμένος (ο) (μτχ.) = ο ζαλισμένος κοιμισμένος.
ζαβλακώνομαι (ρ.) = ζαλίζομαι, αποχαυνώνομαι.
ζαμάκωμα (το) (ουσ.) = το τρύπωμα.
ζαμακώνω (ρ.) = τρυπώνω, βάζω. Ίσως να προέρχεται από την αρχαία λέξη σάμαξ (είδος βούρλου), το οποίο το έχωναν κατά στιβάδες στα σάγματα.
ζαναέτ’ (το) (ουσ.) = το άγριο ζώο, το αγρίμι.
ζαρζαβάτια (τα) (ουσ.) = τα οπωροκηπευτικά.
ζαρώνω (ρ.) = κουλουριάζομαι ξαπλώνω ξεκουράζομαι.
ζ’λάπ’ (το) (ουσ.) = το άγριο ζώο, το αγρίμι.
ζ’λίγω (ρ.) = ζουλώ, πατάω.
ζ’μάκ’ (το) (ουσ.) = μέρος που βγάζει νερό, που νεροκρατάει.
ζ’νύχ’ (το) (ουσ.) = ο σβέρκος η πλάτη.
ζουρζουβίλ(η)ς (ο) (επιθ.) = ο άτακτος, ο σκανδαλιάρης ο υπερκινητικός.
ζουρίζω (ρ.) = εξαναγκάζω, βιάζω, π.χ. «Ζούρ’σε καταΐ να φας».
ζ(υ)γώνω (ρ.) = πλησιάζω, σιμώνω, π.χ. «Μη μι ζ(υ)γώνεις ντηπ». Η Θ θ’κός - θ’κια - θ’κο (αντων.) = δικός
θ’κέλ’ (το) (ουσ.) = το δικέλι, τσάπα με δύο προεξοχές. Ι ικεία (αντων. δεικτ.) = εκεί. Κ καλαμωτή (η) (ουσ.) = εσωτερικό ντουβάρι σπιτιού, φτιαγμένο από πλεχτά καλάμια.
καλιάκα (η) (ουσ.) = το πουλί κάργια.
κάμαρη (η) (ουσ. λατ.) = μικρό χαμηλοτάβανο δωμάτιο.
καμπάδ’κος (ο) (επίθ.) = σωματώδης, ογκώδης μεγάλος.
καπίστρ’ (το) (ουσ.) = το χαλινάρι.
καρκάντζελος (ο) (ουσ.) = ο καλικάντζαρος.
καρπουζάνος (ο) (επίθ.) = ο απατεώνας.
καρτούδα (η) (ουσ.) = μικρό ποτήρι για νερό.
κάρτσακλα (τα) (ουσ.) = τα πράματα, τα υπάρχοντα.
κασκαρίκα (η) (ουσ.) = αστείο πάθημα.
καστέλλ’ (το) (ουσ. ξ.λ. λατ. castellum = κάστρο), οχυρή θέση.
καταΐ (επίρ. τοπ.) = κατάχαμα, στο έδαφος.
καταμεσού (επίρ. τοπ.) = στη μέση, π.χ. «Ου γάδαρους στάθ’κι καταμεσού στο δρόμο κι δεν έφευγι».
καταχνιά (η) (ουσ.) = η ομίχλη.
κατίπουτα (αντων. αόρ.) = τίποτα.
κερατζής (ο) (ουσ.) = κυρατζής, αγωγιάτης.
κιοτεύω (ρ.) = δειλιάζω φοβάμαι.
κλαπατσύμπαλα (τα) (ουσ.) = μουσικά όργανα σωρός αντικειμένων που κατά την μετακίνησή τους προκαλούν θόρυβο.
κλαπαυτίκας (ο) (επίθ.) = ο άνθρωπος με μεγάλα αυτιά.
κλαρίζω (ρ.) = κόβω τα κλαδιά.
κληματσίδα (η) (ουσ.) = το κλήμα.
κλίκ’ (το) (ουσ.) = το χριστόψωμο.
κλουκούτ(η)μα (το) (ουσ.) = το ανακάτεμα.
κλουκουτώ (ρ.) = ανακατεύω ή κουνάω ένα κουτί, προκαλώντας θόρυβο.
κλουτσιάζω (ρ.) = νεκρώνομαι, αναισθητοποιούμαι, π.χ. «Τα πόδια μ’ κλούτσιασαν».
κ’μάσ’ (το)(ουσ.) = το κοτέτσι.
κολ’γιά (η) (ουσ.) = συνεταιρισμός.
κορβανάς (ο) (ουσ.) = το σιτηρέσιο.
κουκλώνω (ρ.) = κουκουλώνω, σκεπάζω.
κουμαντέρνω (ρ. ξ.λ. ιταλ.) = κουμαντάρω, βολεύω, π.χ. «Αυτός δεν κουμαντέρνιτι ντιπ».
κουντουρούπα (η) (ουσ.) = το δεκανίκι, η μαγκούρα μακρύ ξύλο.
κουρδουκίλ' (το) (ουσ.) = το παιδικό παιχνίδι τσέρκι, στο οποίο κάποιος κατρακυλάει μία μεταλλική στεφάνη με τη βοήθεια ξύλου.
κουρδουκλάω (ρ.) = κατρακυλάω.
κουρκουτούδα (η) (ουσ.) = σάλτσα από αλεύρι και πολτό ντομάτας. Συνόδευε συνήθως στο τραπέζι ψαρικά, αλλά σε περιόδους ανέχειας τρωγόταν και σκέτη με ψωμί.
κουρνιαχτός (ο) (ουσ.) = η σκόνη, κονιορτός.
κούτ’κας (ο) (ουσ.) = το μέτωπο, το κούτελο το κεφάλι.
κούτ’μανος (ο) (επίθ.) = μεγαλόσωμος, σωματώδης.
κουτρώ (ρ.) = χτυπώ με το κεφάλι, δίνω κουτουλιές.
κραίνω (ρ.) = μιλώ, αποκρίνομαι, π.χ. «Να κραίν’ς κι να μουλών’ς».
κρατούνα (η) (ουσ.) = δοχείο φτιαγμένο από αποξηραμένο κολοκύθι μτφ. κρανίο, κεφάλι.
κρατούνας (ο) (επίθ.) = αυτός που δεν έχει αντίληψη και κρίση.
κρεμανταλάς (ο) (ουσ.) = πολύ ψηλός και άγαρμπος άνθρωπος.
κρεμαντζ’λιέμαι (ρ.) = κρεμιέμαι, αιωρούμαι.
κ’τσούπ (το) (ουσ.) = το κούτσουρο μτφ. κοντόσωμη γυναίκα.
κωλομπαρίνα (η) (ουσ.) = γλυκιά κολοκυθόπιτα χωρίς φύλλο.
κωλόμπαρος (ο) (επίθ.) = γυμνός, χωρίς ρούχα μτφ. ξεδιάντροπος.
κωλοφωτιά (η) (ουσ.) = η πυγολαμπίδα. Λ
λάμνισμα (το) (ουσ.) = το κάπνισμα.
λάκκα (η) (ουσ. ξ.λ. λατ. laccus = o λάκκος) ο λάκκος.
λαχεύω (ρ.) = ρίχνω λαχνό, π.χ. «Λάχεψαν για να διουν ποιος θα πάρ’ του σπίτ’».
λαχούρ’ (το) (ουσ.) = είδος μαντηλιού, που το έδεναν οι ηλικιωμένες συνήθως γυναίκες στο κεφάλι τους.
λέσ’ (το) (ουσ.) = πτώμα ζώου μτφ. το βρώμικο.
ληστιά (τα) (ουσ.) = είδος λιμνίσιων ψαριών.
λιανίζω (ρ.) = κομματιάζω, τεμαχίζω μτφ. ξεθεώνω, κουράζω.
λιμκιάρ(η)ς -ρω -ρ’κο (ο) (επίθ.) = νηστικός, αχόρταγος μικροκαμωμένος.
λισγάρ’ (το) (ουσ.) = το λισγάρι, το πατόφκυαρο, φτυάρι με προεξοχή στο πίσω μέρος για να πατάει το πόδι.
λόια (τα) (ουσ.) = λόγια, υποσχέσεις, π.χ. «Είσι μο’ λόια κι τίποτα δε κάν’ς».
λότσ’κα (η) (ουσ.) = λακκούβα με νερό, λασπόνερα, π.χ. «Τα γ’ρούνια κυλιούνταν μεσ’ τσ’ λότσ’κες».
λουστριούμαι (ρ. ξ.λ. λατ. lustrum = τελματώδης κοίτη) = κυλίεμαι (για ζώα).
λώλα ή λωλάδα (η) (ουσ.) = τρέλα ανοησία, βλακεία.
λωλαίνω (ρ.) = τρελαίνω ενοχλώ υπερβολικά, π.χ. «Με λώλανες με τα καμώματά σου».
λωλός (ο) (επίθ.) = τρελός, ανόητος.
μαλάς (ο) (ουσ.) = το μυστρί του οικοδόμου.
μαλιάκατα (επίρ. τροπ.) = ανάκατα, μπερδεμένα.
μανουάλια (τα) (ουσ.) = το εξαπτέρυγα τα κηροπήγια.
μαρούδα (η) (ουσ.) = το ζώο πασχαλίτσα.
μασντραβίτσα (η) (ουσ.) = δερματική πάθηση, παρόμοια με την μυρμηγκιά. Σύμφωνα με την παράδοση, μασντραβίτσα έβγαζε όποιος μετρούσε τα αστέρια του ουρανού. Υπήρχαν μάλιστα και άνθρωποι, που με γιατροσόφια γιάτρευαν την πάθηση. Μια νύχτα με πανσέληνο έπρεπε να τρυπηθεί η μασντραβίτσα, και να τοποθετηθεί πάνω της ένα φυτό με ιαματικές ιδιότητες, το «μασντραβιτσοβότανο».
ματάν’ (το) (ουσ.) = το υπόλειμμα γάλακτος μετά την εξαγωγή του βουτύρου, το αριάνι.
ματσιαλάω (ρ.) = μασουλάω, τρώω αργά.
μέλαγγας (ο) (ουσ.) = κολλώδες χώμα που χρησιμοποιούνταν μαζί με άχυρα για την κατασκευή χειροποίητων τούβλων.
μερεμέτ’ (το) (ουσ.) = η ψιλοδουλειά.
μηλιάδ' (το) (ουσ.) = δέντρο που φύεται στην περιοχή, με ίσιο κορμό. Το επιστημονικό του όνομα είναι Fraxinus ornus.
μιρλιάζω (ρ.) = γκρινιάζω, διαμαρτύρομαι.
μισιακός (ο) (επίθ.) = ο μισός, ο ελλιπής συν. μισιάρ’κος.
μουλουμουτώ (ρ.) = μονολογώ, ψιθυρίζω.
μουλώνω (ρ.) = ζαρώνω, λουφάζω, σταματάω να μιλάω, “το βουλώνω”.
μούρτζος (ο) (ουσ.) = κοκκινωπός ο μούργος, σκουρόχρωμο τσομπάνικο σκυλί.
μουσμούλ'ς (ο) (επίθ.) = αυτός που καταπιάνεται με μία εργασία τόσο σχολαστικά, ώστε καθυστερεί να την τελειώσει.
μπαϊά (επίρ. ποσ.) = πολύ (με κοροϊδευτική σημασία) π.χ. «-Έφαγα πουλύ σήμιρα. – Ε, μπαϊα!!!».
μπαΐρια (τα) (ουσ. ξ.λ. τούρ.) = τα χαλάσματα.
μπακράτσ’ (το) (ουσ. ξ.λ. τούρ.) = μικρό χάλκινο αγγείο μτφ. τα μπακράτσια = τα υπάρχοντα, π.χ. «Μαζώξτι τα μπακράτσια σας κι δρόμο. Άφαν’!!!».
μπαμπάκ’ (το) (ουσ.) = το βαμβάκι μτφ. χρησιμοποιείται στην έκφραση «όλα είναι μπαμπάκ’», με την έννοια ότι όλα είναι εντάξει.
μπαμπάκους (ο) (επιθ.) = λευκός, σαν το βαμβάκι.
μπαμπαλίζω (ρ.) = τραυλίζω, μπερδεύω τα λόγια μου.
μπαμπαλιάρ(η)ς (ο) (επιθ. ξ.λ. αρβ.) = τραυλός, αυτός που χάνει τα λόγια του.
μπαμπάτσ’κος (ο) (επιθ.) = χοντρός, γεμάτος, καλοθρεμμένος.
μπαντίνα (η) (ουσ. ξ.λ. σλάβ.) = ισόπεδο μέρος δίπλα σε ποτάμι πλαγιά.
μπάρα (η) (ουσ. ξ.λ. σλάβ.) = μέρος που κρατάει νερό, κοίτη.
μπασαρντώ (ρ.) = πετυχαίνω, καταφέρνω, π.χ. «Το μπασάρντ΄σες το φαΐ».
μπατάκ’ (το) (επίθ.) = ο σφιχτοχέρης, ο τσιγκούνης.
μπάτζιακας (ο) (ουσ.) = το βατράχι.
μπερντάκ’ (το) (ουσ.) = το δεκανίκι, το ξύλο μτφ. ξυλοδαρμός, π.χ. «Να σου ρίξω ένα μπερντάκ’…».
μπλιγούρ’ (το) (ουσ. ξ.λ. τούρ.) = το πλιγούρι, χοντραλεσμένο σιτάρι.
μπλιγουρένιος (ο) (επίθ.) = ο παρασκευασμένος από πλιγούρι.
μπλοκός (ο) (ουσ.) = φράχτης πλεχτός, κατασκευασμένος από πουρνάρια και κλαδιά.
μπουμπούλα (η) (ουσ.) = ψημένη νιφάδα καλαμποκιού.
μπουμπουνίζω (ρ.) = βροντάω.
μπουμπ(ου)τώ (ρ.) = πυροβολώ, τουφεκώ χτυπώ, επιτίθεμαι, πετάω κάτι εναντίον κάποιου.
μπουμπρέκ’ (το) (ουσ.) = ο όρχις (συνήθως από κάποιο ζώο).
μπουρανί (το) (ουσ.) = είδος βρασμένου φαγητού με άγρια χόρτα.
μπουρμάς (ο) (ουσ.) = η στρόφιγγα.
μπουχτίζω (ρ.) = χορταίνω πολύ μτφ. αηδιάζω, «Του μπούχτ’σα αυτού του φαΐ».
μπρασκιάρ(η)ς (ο) (επίθ.) = τεμπέλης, βαριεστημένος βρομιάρης.
μπρουμ(ου)τώ (ρ.) = πέφτω μπρούμυτα, με το κεφάλι προς τα κάτω σκοντάφτω. Προέρχεται από τα συνθετικά προ+μύτη.
νισάφ’ (το) (ουσ. ξ.λ. τούρ.) = το μέτρο, η οικονομία μτφ. έλεος, π.χ. «Νισάφ πια, βαρέθ’κα να σ’ ακούου».
νουμπέτ’ (το) (ουσ. ξ.λ. τούρ.) = ο ύπνος, π.χ. «Να πάρω ένα νουμπέτ’».
νταβάν' (το) (ουσ.) = Η ξύλινη ψευδοροφή στα παλιά σπίτια.
νταϊφάς (ο) (ουσ.) = σπιτικό, νοικοκυριό.
νταλακιάζω (ρ.) = φουσκώνω, βαρυστομαχιάζω.
νταρίδια (τα) (ουσ.) = τα προικιά που προσφέρονται από τη νύφη στο σόι του γαμπρού και στον κουμπάρο μετά τον γάμο.
νταρίζω (ρ.) = προσφέρω ως δώρα προικιά.
νταρνταγάν’ (το) (ουσ.) = το μάλωμα, ο σαματάς.
ντέντουμα (το) (ουσ.) = το τέντωμα μτφ. ο ύπνος, π.χ. «Να ρίξου ένα ντέντουμα».
ντερέκ’ (το) (ουσ.) = το υποστύλωμα σπιτιού, το χοντρό ξύλο μτφ. ψηλός, γεροδεμένος άντρας.
ντερλικώνω (ρ.) = τρώω λαίμαργα, κατασπαράζω.
ντιβερλίνγκα (η) (ουσ. ξ.λ. βλάχ.) = η βόλτα.
ντιπ (επίρ. ποσ.) = καθόλου, διόλου.
ντοριάζω (ρ.) = κοιμάμαι (μόνο για ζώα), σταλίζω.
ντουγρού (τοπ. επίρ. ξ.λ. τούρ.) = ίσια, ευθεία.
ντουμπλέκα (η) (ουσ.) = μεγάλο κουδούνι που κρεμούνε οι βοσκοί στα πρόβατα ή στα κατσίκια.
ντουρβάδιασμα (το) (ουσ.) = το γέμισμα του ντουρβά με φαγητά μτφ. ο εφοδιασμός με φαγητό συνήθως κάτι πρόχειρο για το δρόμο.
ντουρβάς (ο) (ουσ. ξ.λ. τούρ.) = το δισάκι, μάλλινο σακκίδιο χωρικών.
ντουσέκ’ (το) (ουσ. ξ.λ. τούρ.) = η στρωματσάδα, στρώμα στρωμένο στο πατωμα.
ντουσμάν(η)ς (ο) (επιθ. ξ.λ. τούρ.) = ο εχθρός μτφ. κακός άνθρωπος.
ντραγκωμένος (ο) (μτχ.) = ο πιασμένος.
ντραγκώνομαι (ρ.) = πιάνομαι, κρυολογώ.
ντραμαλασιό (το) (ουσ.) = ο χαμός, π.χ. «Έγινι τρανό ντραμαλασιό, ήρταν κι τα όργανα.».
ντρίστα (η) (ουσ. ξ.λ.) = η νεροτριβή, μέσα στην οποία μαλακώνουν χοντρά μαλλινα ρούχα. Συναντάται σε όλες σχεδόν τις βαλκανικές γλώσσες (βουλγ. drustelo, βλάχ. dristeala).
ξαμολώ (ρ.) = ορμώ, κινούμαι βιαστικά.
ξαπολ’νώ (ρ.) = αφήνω ελεύθερα, π.χ. «Τα γίδια ξαπόλ’καν».
ξαπολ’μένος (ο) (μτχ.) = ελεύθερος, χωρίς περιορισμούς, π.χ. «Σας καλόμαθάμε, σας έχουμι ντιπ ξαπολ’μέν’».
ξεκρούζω (ρ.) = ξεσκάζω, ξεδίνω.
ξεπροβοδώ (ρ.) = αποχαιρετώ.
ξιβουτανίζω (ρ.) = καθαρίζω τα αγριόχορτα.
ξιβουτάν’σμα (το) (ουσ.) = το καθάρισμα του χωραφιού από τα αγριόχορτα.
ξώλυτος (ο) (μτχ.) = λυμένος, χωρίς δέσιμο μτφ. ελεύθερος, ανεξάρτητος.
ουρλιούμαι (ρ.) = ουρλιάζω.
ορτώνω (ρ.) = μαθαίνω γρήγορα, καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι, π.χ. «Διαβάζ’ πολύ, αλλά δεν ορτών’ ντηπ».
ούρδα (η) (ουσ.) = η μυτζήθρα.
όχτος (ο) (ουσ.) = κατηφορική όχθη ποταμού.
παραπλαλάω (ρ.) = παραπατώ τρέχοντας.
παρασκάρ’ (το) (ουσ.) = το νυχτερινό βόσκημα κοπαδιού.
παραχώνω (ρ.) = θάβω, καλύπτω με χώμα.
πατσί (το) (ουσ.) = το κεφάλι.
πατσούκας (ο) (επίθ.) = ο κεφάλας.
περδίκλωμα (το) (ουσ.) = το παραμάζεμα.
περδικλώνω (ρ.) = παραμαζεύω, σκοντάφτω.
περιλαβαίνω (ρ.) = περιέχω μτφ. καταπιάνομαι, π.χ. «Σα σι πιριλάβου μι του σκουπόξ’λου, θα σι πω ιγώ».
πεταρίζω (ρ.) = χτυπώ τα φτερά.
πιπιλιά (η) (ουσ.) = η στάχτη. Προέρχεται από την αρχαία λέξη παιπάλη.
πιράτ’ (το) (ουσ.) = βαρύς ξύλινος ή σιδερένιος σύρτης που έμπαινε στις παλιές πόρτες για ασφάλεια.
πλακερ(ι)ές (οι) (ουσ.) = Επίπεδες σχιστολιθικές πέτρες, που ύστερα από επεξεργασία χρησιμοποιούνταν για την κατασκευή των σκεπών.
πλάλημα (το) (ουσ.) = το τρέξιμο.
πλατσουρίζω (ρ.) = κολυμπώ μεσ’ το νερό.
πλατσούρισμα (το) (ουσ.) = το κολύμπι.
πορεύω (ρ.) = ζω, επιβιώνω.
πουρτσάδ’ (το)(ουσ.) = το μικρό αρνί.
πρέκνα (η) (ουσ.) = η ακμή, τα σπυράκια.
προμ’θεύω (ρ.) = συμβουλεύω, παροτρύνω.
προσάναμμα (το) (ουσ.) = ύλη που χρησιμεύει για το άναμμα της φωτιάς.
προυτσίζω (ρ.) = βατεύω, έρχομαι σε συνουσία (μόνο για ζώα).
προφταίνω (ρ.) = προλαβαίνω, προκάμω.
πρόφταση (η) (ουσ.) = η επάρκεια σε χρόνο.
ραχάτ’ (το) (ουσ.) = η ανάπαυλα η τεμπελιά.
ρυπιτίγγος (ο) (επίθ.) = ο φοβητσιάρης.
ροβολάω (ρ.) = κατρακυλώ, πέφτω.
ρόγαλος (ο) (ουσ.) = η αράχνη.
ρ(ου)μάνι (το) (ουσ. ξ.λ. τούρ.) = πυκνό δάσος, λόγγος.
σακατεύομαι (ρ. ξ.λ. τούρ.) = μένω σακάτης, ανάπηρος μτφ. κουράζομαι, π.χ. «Σακατεύ’κα στου χουράφ’ απόψι».
σακατ’λίκ’ (το) (ουσ. ξ.λ. τούρ.) = η αναπηρία μτφ. η κούραση.
σαλντώ (ρ.) = πετάω, ξεφορτώνομαι, π.χ. «Θα τα σαλντίξου όλα απού καταΐ κι θα του τ’νάξου για την πόλ’».
σαλταπ’δώ (ρ.) = πηδώ από το ένα μέρος στο άλλο.
σάματι (σύνδ.) = σάμπως.
σβάνα (η) (ουσ.) = πήλινο ανοιχτό δοχείο με χερούλια στις άκρες.
σβαρνιάρ(η)ς (ο) (επιθ ξ.λ. σλάβ.) = αυτός που σέρνει τα πόδια του, βαριεστημένος, τεμπέλης.
σβαρνίζω (ρ. ξ.λ.) = σέρνω, κατρακυλώ κάποιο αντικείμενο.
σδαυλίζω (ρ.) = ανακατεύω τη φωτιά με ξύλο.
σδαύλιστρο (το) (ουσ.) = ξύλο για το ανακάτεμα της φωτιάς.
σικλέτ’ (το) (ουσ. ξ.λ. αράβ.) = η ενόχληση ο πόνος, η δυσφορία.
σκανιάζω (ρ.) = σκάνω, θυμώνω,
σκαπετώ (ρ. ξ.λ. βλάχ. scapitu = καταπίνω) = χάνομαι από το ορατό πεδίο, π.χ. «Τα γίδια σκαπέτ’σαν ‘πού πίσ’ απ’ του β’νό».
σκράμπα (η) (ουσ. ξ.λ. βλάχ.) = η βρώμα, η λέρα το κακάδι πληγής.
σκραμπιάρ(η)ς (ο) (επίθ.) = βρομιάρης.
σκρόπιος (ο) (ουσ.) = ο σκόρπιος
σκροποχώρ’ (το) (ουσ.) = το αραιοκατοικημένο χωριό μτφ. δηλώνει την ανοργανωσιά ή διάλυση, π.χ. «Ένας απού δω, άλλος απου ‘κει, ντιπ σκροποχώρ’ έγινάμι».
σ'μά (επίρ. τοπ.) = κοντά.
σμίξ’ (η) (ουσ.) = το σημείο ένωσης δύο ποταμών. Προέρχεται από το αρχαίω ελληνικό συν + μείγνυμι.
σ'νι (το) (ουσ. ξ.λ. τούρ.) = μεγάλος χάλκινος σφυρήλατος δίσκος, πιο μεγάλος και πιο ρηχός από το ταψί, που χρησιμοποιούνταν για το ψήσιμο πίτας κτλ.
σόμπουρο (το) (ουσ.) = το κουτσομπολιό.
σουρλάς (ο) (ουσ.) = η μουσούδα, η μούρη.
σουρτουκεύω (ρ.) = αλητεύω μτφ. κάνω βόλτες.
σουρτούκω (η) (επίθ.) = αλήτισσα μτφ. αυτή που γυρίζει από σπίτι σε σπίτι.
σταλίζω (ρ.) = ξεκουράζομαι (μόνο για ζώα).
στάλισμα (το) (ουσ.) = η ανάπαυση των ζώων, συνήθως σε σκιερό μέρος.
σταυρώνω (ρ.) = συναντώ, πετυχαίνω.
στενούρα (η) (ουσ.) = το μικρό δρομάκι, το στενό.
στραμπ’λίγομαι (ρ.) = κουνιέμαι μτφ. διαμαρτύρομαι.
συνάμα (επίρ. τροπ.) = συγχρόνως.
συνερίζω (ρ.) = παίρνω για σοβαρά τα λόγια κάποιου και τον κακίζω.
σφραΐδ’ (το) (ουσ.) = η σφραγίδα που χρησιμοποιούνταν για το σφράγισμα των προσφόρων που πήγαιναν οι γυναίκες στην εκκλησία.
τάξ’μο (ουσ.) = υπόσχεση, τάξιμο, π.χ. «Εμ τάξ’μο, εμ φκιάσ’μο;».
ταμάχ’ (το) (ουσ. ξ.λ. τούρ.) = πλεονεξία, απληστία.
ταμαχ(κ)ιάρ(η)ς (ο) (επίθ.) = ο πλεονέκτης, ο άπληστος, ο αχόρταγος.
τανύζω (ρ.) = τεντώνω, απλώνω διάπλατα.
τάν(υ)σμα (ουσ.) = τέντωμα, άπλωμα.
τζιούκα (η) (ουσ. ξ.λ. λατ. zucca = κεφαλή, κορυφή) = μέρος ψηλο, εξογκωμένος λόφος. Η λέξη συναντάται σε όλες σχεδόν τις γλώσσες και διαλέκτους της βαλκανικής (σέρβ. zuca, αλβ. cukë, βουλγ. cuka, βλάχ. cuka).
τ’λούπα (η) (ουσ.) = μια αγκαλιά λαναρισμένο μαλλί που δένεται στη ρόκα για γνέσιμο μτφ. μεγάλη νιφάδα χιονιού.
τουλπάν’ (το) (ουσ. ξ.λ. τούρ.) = λεπτό βαμβακερό ύφασμα, που χρησιμοποιείται από τις γυναίκες σαν κεφαλόδεσμος φακιόλι, τσεμπέρι.
τρανεύω (ρ.) = μεγαλώνω, γίνομαι τρανός μτφ. ψηλώνω.
τσαγνίζω (ρ.) = γαβγίζω λυπημένα μτφ. γκρινιάζω.
τσάγνισμα (το) (ουσ.) = το γάβγισμα η γκρίνια.
τσάζω (ρ.) = ψάχνω, ζητάω π.χ. «Ούλνοι τσάζ’ν για δ’λειά τη σήμερον ημέρα.».
τσαΐρι (το) (ουσ. ξ.λ. τούρ. çayir = λιβάδι) = το λιβάδι.
τσακμακάω (ρ. ξ.λ. τούρ.) = ανάβω μτφ. παίρνω μπροστά, λειτουργώ.
τσακμακόπετρα (η) (ουσ.) = πέτρα που κατά την κρούση βγάζει σπινθήρες.
τσαλιά (τα) (ουσ.) = ακανθώδεις θάμνοι.
τσαντίλα (η) (ουσ.) = μαντήλι που χρησιμοποιούνταν για το φιλτράρισμα του γάλακτος για την παραγωγή τυριού.
τσασίτ’ (το) (ουσ. ξ.λ. τούρ.) = είδος, ποικιλία, κατηγορία.
τσατάλ’ (το) (ουσ. ξ.λ. τούρ.) = το πιρούνι, αιχμηρό κυρτό σίδερο, γάντζος.
τσατ’μάς (ο) (ουσ.) = εσωτερικό ντουβάρι σπιτιού, φτιαγμένο από πλεχτά ξύλα.
τσικνιάρ(η)ς (ο) (επίθ.) = βρομιάρης, αυτός που αναδίδει άσχημη μυρωδιά.
τσίλα (η) (ουσ.) = η ευκοίλια.
τσιμπίδ’ (το) (ουσ.) = η λαβίδα ή τσιμπίδα που ανακατεύουμε τα κάρβουνα.
τσιμπλιάρ(η)ς (ο) (επίθ.) = ο ακάθαρτος στα μάτια.
τσιουτσούδα (επίρ. ποσ.) = πολύ λίγο, ελάχιστα.
τσιπράγκαλα (τα) (ουσ.) = αντικείμενα μικρής αξίας.
τσ’λιούμαι (ρ.) = με πιάνει κόψιμο, ευκοίλια μτφ. φοβάμαι πολύ.
τσ’νώ (ρ.) = κλωτσώ μτφ. διαμαρτύρομαι.
τσόκανος (ο) (ουσ.) = το καρούμπαλο.
τσουκάνισμα (το) (ουσ.) = το πελέκημα, το χτύπημα.
τσουλνάρα (η) (ουσ. ξ.λ αρβ.) = η βρύση μτφ. η μεγάλη ροή υγρού, π.χ. «Το αίμα έτρεχε τσουλνάρα».
τσουμπαλάκια (τα) (ουσ.) = οι κωλοτούμπες, το παραπάτημα, π.χ. «Ήπιε πουλύ κι έκανι στου δρόμου τσουμπαλάκια».
τσουμπάν’ς (ο) (ουσ. ξ.λ. τούρ.) = ο βοσκός.
τσουτσούλ(η)ς (ο) (επίθ.) = σχολαστικός.
φιδαρίκα ή φιδαρίκος (η) (ουσ.) = το μεγάλο φίδι.
φουλτάκα (η) (ουσ.) = σπυράκι με πύο, φλεγμονή, π.χ. «Τσάκουσα μια τσουκνίδα κι γιόμωσα φουλτάκις».
φούρκα (η) (ουσ.) = ξύλινο δίχαλο, για τη στερέωση υπερφορτωμένων κλαδιών δέντρων κατά τη διάρκεια της καρποφορίας.
φούρλα (η) (ουσ.) = στροφή γύρος.
φουρλαντώ (ρ.) = πετώ, αποχωρίζομαι, ξεφορτώνομαι.
φουρλάντ’μα (το) (ουσ.) = το πέταμα, το ξεφόρτωμα.
φτουρακάω (ρ.) = χτυπάω τα φτερά δυνατά.
φτουράω (ρ.) = διαρκώ πολύ, βαστώ, επαρκώ τελειώνω μια ενασχόληση γρήγορα, π.χ. «Φτουρούσι η δ’λειά και σχόλασάμι γρήγουρα».
φυσοκοπάω (ρ.) = φυσάω δυνατά, μανιασμένα.
χαϊβάν’ (το) (ουσ. ξ.λ. τούρ.) = ζώο μτφ. βλάκας, κορόιδο.
χαΐρ’ (το) (ουσ. ξ.λ. τούρ.) = κέρδος, απολαβές, π.χ. «Αυτή η δ’λειά δεν έχ’ χαΐρ’».
χαλιάπα (η) (επίθ.) = πρόστυχη μτφ. αφελής.
χαραή (η) (ουσ.) = χαραυγή, ξημέρωμα, π.χ. «Αυτός σ’κώνεται από τ’ς χαραές κι πααίν’ στου χουράφ’».
χολνάω ή χολιάζω (ρ.) = θυμώνω, οργίζομαι, κρατάω κακία σε κάποιον.
χουνέρ’ (το) (ουσ. ξ.λ. τούρ.) = απάτη πάθημα.
χουχλακάω (ρ.) = κοχλάζω, βράζω.
χουχούτ(η)μα (το) (ουσ.) = η αποδοκιμασία, το μάλωμα.
χουχ(ου)τώ (ρ.) = αποδοκιμάζω, γιουχάρω, φωνάζω δυνατά.
χοχλάκα (η) (ουσ.) = μεγάλη πέτρα, κοτρόνα. Προέρχεται πιθανόν από την αρχαία λέξη κόχλαξ.
χρέμ’ (το) (ουσ.) = είδος μικρού χαλιού.
χρεόστομος (ο) (επίθ.) = αχρειόστομος, αισχρολόγος.
χωλιέρα (η) (ουσ.) = η κακόψυχη γυναίκα, μέγαιρα.
Υπέροχο λεξικό!Μπράβο..!
ΑπάντησηΔιαγραφή