1/12/10
22/11/10
15/11/10
Κατασκευή οδού Γαλάτιστας - Ρεσετνικίων (1920)
Τεύχος: 3040
Ημερομηνία: 24 Ιουλίου 1920 Η κατασκευή της οδού Γαλατίστης - Ρεσιτνικείων καρκινοβατεί. Το μέχρι σήμερον κατασκευασθέν τμήμα δεν υπερβαίνει ούτε φθάνει ίσως τα τρία χιλιόμετρα. Και τούτο διότι ο εργολάβος διαθέτει ελαχίστους εργάτας. Με την βραδύτητα αυτήν αι εργασίαι ημπορούν να παραταθούν επί έτη και όταν κατασκευάζωνται τα τελευταία χιλιόμετρα της οδού αυτής θα έχουν ασφαλώς καταστραφή τα προηγούμενα. Εξ άλλου δεν ήτο δυνατόν να γίνη η οδός αυτή ολίγον πλατυτέρα ούτως ώστε να διαβαίνουν χωρίς κίνδυνον δύο διασταυρούμενα αυτοκίνητα;
27/10/10
Το Έπος του 40' μέσα από το Αρχείο της ΕΡΤ
9/9/10
Πώληση του τσιφλικιού Ρεσιτνικίων στους κατοίκους του (1846)
Τα έγγραφα, τα οποία θα αναλυθούν στη συνέχεια, είναι τα εξής:
11 Ιουνίου 1927.
Ημείς ο Ιεροδικαστής (Ναΐπης) της περιφερείας Θεσσαλονίκης Μεχμέτ Μετζίτ επιβεβαιούμεν και επικυρούμεν ότι:
Η εκ των κατοίκων της πόλεως Θεσσαλονίκης συνοικίας Μάλτας γνωστής ταυτότητος Σαρούλα κόρη Τζιώρτζη χριστιανή το δόγμα, δια του νομίμου πληρεξουσίου αυτής, συζύγου κυρίου Γκούχα Αληζέ Φήλιξ, προστατευομένου ξένου υπηκόου, πιστοποιουμένης της πληρεξουσιότητος αυτού δια των μαρτυρικών καταθέσεων του χότζα Κεμάλ υιού [] και Μάρκου Ιωάννου και εξουσιοδοτημένου όπως βεβαιώση την ενώπιον του ιεροδικαστηρίου ημών δήλωσιν και ομολογίαν πωλήσεως και οι εκ των κατοίκων του τσιφλικίου Ρεσετνίκι των εν τη περιφερεία του τμήματος Παζαρούδας κειμένου, Ιωάννης υιός Εμμανουήλ, Δημήτριος υιός Ευθυμίου, Ζαχαρίας υιός Αυγερινού, Σταύρος υιός Ναούμη, Κωνσταντίνος υιός Μόσχου και Παπαγιάννης υιός Μαυρουδή παρόντος και του πληρεξουσίου αυτών κυρίου Πρασακάκη Εμμανουήλ προστατευομένου ξένου υπηκόου έχοντος νόμιμον εξουσιοδότησιν της δηλώσεως της αποδοχής της αγοράς, εμφανισθέντες ενώπιον εμού εις το Ιεροδικαστήριον εδήλωσαν και ωμολόγησαν ότι η ως ανωτέρω ρηθείσα Σαρούλα, έχουσα δυνάμει ιερών επισήμων τίτλων υπό την άμεσον κατοχήν και κυριότητα αυτής, δύο διακεκριμένας οικίας (Πεϊζίκ) και κάτωθι αυτών δύο σταύλους (αχούρια) και ωρισμένης εκτάσεως αυλήν, πεντήκοντα πέντε αγροτικά οικήματα, μίαν αχυρώνα, ένα υδρόμυλον και χιλίας διακοσίας ρίζας συκομωρέας κειμένας εντός της περιφερείας του ως ανωτέρω μνημονευομένου τσιφλικίου, ελεύθερα παντός βάρους και υποχρεώσεως, πωλεί ταύτα συνεταιρικώς και εξίσου εις τους ανωτέρω ειρημένους αγοραστάς αντί αξίας γροσίων τριάκοντα έξ χιλιάδων, οι δε ρηθέντες αγορασταί εδήλωσαν ότι αποδέχονται την αγοράν των ως ανωτέρω περιγραφομένων οικημάτων και λοιπών κτημάτων, συνάμα δε η ρηθείσα πωλήτρια έχουσα υπό την άμεσον κατοχήν και κυριότητα αυτής τας εντός της περιφερείας των συνόρων του ρηθέντος τσιφλικίου Ρεσετνίκι κειμένας και δυνάμει αδείας του Δημοσίου εξουσιαζομένας γαίας ελευθέρας πάσης υποχρεώσεως πωλεί ταύτας εις τους ως ανωτέρω ειρημένους αγοραστάς αντί τιμήματος γροσίων τριάκοντα έξ χιλιάδων οι δε αγορασταί εδήλωσαν ότι εδέχθησαν την αγοράν και την επ’ ονόματι αυτών μεταγραφήν και εμέτρησαν την αξίαν και το τίμημα των ως ανωτέρω γεγραμμένων οικοδομημάτων, γαιών και λοιπών κτημάτων, ανερχομένων εν συνόλω εις γρόσια εβδομήκοντα δύο χιλιάδας άτινα εμέτρησαν ως ερρέθη σώα και ανελλειπή οι ρηθέντες αγορασταί και παρήλαβεν η ρηθείσα πωλήτρια Σαρούλα, και ούτως απεκδυθείσα η ρηθείσα πωλήτρια Σαρούλα, παντός επί των ανωτέρω περιγραφομένων οικοδομημάτων, κτημάτων και γαιών, δικαιώματος κυριότητος και κατοχής, απεκατέστησε τελείους κυρίους και κατόχους αυτών, τους ειρημένους αγοραστάς, Ιωάννην, Δημήτριον, Ζαχαρίαν, Σταυράκην, Κωνσταντίνον και Παπαγιάννην, οίτινες του λοιπού δικαιούνται να διακατέχωσι, νέμωνται και εξουσιάζουσι το ως ανωτέρω περιγραφόμενον αγρόκτημα (τσιφλίκι) με τα οικοδομήματα και γαίας αυτού. Εφ’ ω συνταχθέν το παρόν έγγραφον και αναγνωσθέν ενώπιον των συμβαλλομένων, πληρεξουσίων αυτών και των παρόντων ως κατωτέρω γεγραμμένων μαρτύρων, επικυρούται νομίμως παρ’ ημών σήμερον την δεκάτην ενάτην μηνός Τζεμάζη ουλ-αχήρ και έτους χιλιοστού διακοσιοστού εξηκοστού δευτέρου ελληνιστί 1846. Οι παρόντες μάρτυρες Μουφτή Ναΐπη Αβδούλ-καδήρ, Γραμματεύς Ναΐμ, Γραμματεύς χασάν χιλμίδ, Γραμματεύς Αλής και Αρχικλητήρ Τσιχατζήμπαση Κασήμ.
ο Ερμηνευτής
Γ. Καζάνης
-----------------------------------------------------------------------------------------------
13/100 – 8 Ιουνίου 1927.
Εντός της περιφέρειας της Διοικήσεως (Σαντζάκι) Θεσσαλονίκης του διαμερίσματος Παζαρούδας, κείμενον και με τα γνωστά σύνορα, συνορευόμενον τσιφλίκι Ρεσετνίκι μαζί με τους περιεχομένους καλλιεργησίμους και μη καλλιεργησίμους αγρούς, χειμερινήν βοσκήν (Κισλά), θερινήν βοσκήν (Γιαζλά), λιβάδια (τσαΐρια) και λοιπήν ακαλλιέργητον έκτασιν, η κάτοχος και ιδιοκτήτρια του τσιφλικίου τούτου Σαρούλα, κόρη Τζώρτζη, χριστιανή στο δόγμα και κάτοικος Θεσσαλονίκης, συνοικία Μάλτα, αντιπροσωπευόμενη νομίμως δια του συζύγου αυτής, κυρίου Γκούλα Αλιζέ Φήλιξ, προστατευομένου ξένου υπηκόου, επιβεβαιουμένης της πληρεξουσιότητος αυτού δια των μαρτυρικών καταθέσεων του χότζα Κεμάλ, υιού Μαρκάτου, και του Μάρκου Ιωάννου, οικεία βουλήσει επώλησε και παρεχώρησεν εις τους, Ιωάννην υιόν Εμμανουήλ, Δημήτριον υιόν Ευθυμίου, Ζάχαρην υιόν Αυγερινού, Σταύρον υιόν Ναούμη, Κωνσταντίνον υιόν Μόσχου και Παπαγιάννην υιόν Μαυρουδή, υπηκόους οθωμανούς κατοίκους του ειρημένου τσιφλικίου, αντί τριάκοντα έξ χιλιάδων γροσίων, οι δε ρηθέντες αγορασταί απεδέχθησαν την αγοράν και κατέβαλλον το τίμημα, ως αποδεικνύεται εκ του προσαχθέντος επισήμου ιεροδικαστικού εγγράφου (Χοτζέτι σεριέ). Συνωδά δε τω σχετικώ αυτοκρατορικώ διατάγματι οι ειρημένοι αγορασταί κατέβαλον εις το δημόσιον ταμείον Θεσσαλονίκης και το νόμιμον δικαίωμα μεταγραφής τρία τοις %. Όθεν το ειρημένον τσιφλίκι μαζί με τους αγρούς και ακαλλιέργηταις γαίαις, χειμερινήν βοσκήν (Κισλά), θερινήν βοσκή (Γιαζλά) και λιβάδια (τσαΐρια) νεμόμενοι και εξουσιάζοντες συνεταιρικώς θα έχουσι την υποχρέωσιν να καταβάλωσιν εις το Δημόσιον Ταμείον τον ετήσιον φόρον δεκάτης και λοιπούς νομίμους φόρους. Όπως δε οι ρηθέντες αγορασταί ακωλύτως νέμονται και εξουσιάζουσι το ειρημένον τσιφλίκι με τας ως ανωτέρω περιγραφομένας εκτάσεις, εγράφη και δίδοται εις χείρας αυτών ο παρών τίτλος ιδιοκτησίας ακινήτου (ταπουναμέ) τη 7 μηνός Ραμαζάν 1262=1846.
Τ.Σ. Αβδούλ-ραχμάν Ρασίτ.
Ο ερμηνεύς
Γ. Καζάνης
-----------------------------------------------------------------------------------------------
Πρόκειται λοιπόν για δύο πολύ σημαντικά έγγραφα. Όπως αναφέρεται, η Σαρούλα, κόρη του Τζώρτζη, χριστιανή στο δόγμα, η οποία κατοικούσε στην συνοικία Μάλτα της Θεσσαλονίκης, είχε στην κυριότητά της το τσιφλίκι Ρεσιτνικίων. Αυτό περιελάμβανε τις χειμερινές και θερινές βοσκές των ζώων, τσαΐρια και ακαλλιέργητες εκτάσεις, και εντός του χωριού, δύο διακεκριμένες οικίες με σταύλο στο ισόγειο και αυλή (προφανώς διώροφα σπίτια), 55 αγροτικά οικήματα (ίσως μονώροφα) στα οποία διέμεναν οι κάτοικοι και εργάτες του τσιφλικιού, μία αχυρώνα, ένας υδρόμυλος και 1200 συκομουριές (ασκαμνιές).
Το 1846, πληρεξουσιάζοντος του συζύγου της Γκούλα Αληζέ Φήλιξ, προστατευμένου (ξένου) υπηκόου, αποφασίζει να πουλήσει εξίσου το τσιφλίκι σε 6 κατοίκους του - παρόντος και του πληρεξούσιου αυτών Εμμανουήλ Πρασακάκη – στην τιμή των 72.000 γροσίων. Στο εξής οι κάτοικοι αυτοί μπορούν να νέμονται και εξουσιάζουν την περιοχή αυτή, με την υποχρέωση όμως να καταβάλλουν στην οθωμανική κυβέρνηση τον προβλεπόμενο φόρο της δεκάτης (το 10% της αγροτικής παραγωγής τους) και τους λοιπούς φόρους. Παρόντες στην αγοραπωλησία ήταν και 5 έγκριτοι Οθωμανοί πολίτες.
Στα έγγραφα αυτά, διασώζονται τα ονόματα των συμμετεχόντων στην αγοραπωλησία, η αναζήτηση της ταυτότητας των οποίων είναι μάλλον επιτακτική.
Αγοραστές του τσιφλικιού, όπως είπαμε, ήταν 6 κάτοικοι του τσιφλικιού Ρεσιτνικίων (Αγίου Προδρόμου), οι οποίοι, σύμφωνα με παράδοση που διασώζεται στο χωριό μας, αποτελούσαν επιτροπή όλων των κατοίκων του χωριού και “μιλούσαν” εκ μέρους τους. Πρόκειται μάλλον για τους αζάδες (κοινοτικούς συμβούλους) εκείνης της εποχής. Ο ένας μάλιστα από αυτούς ήταν ο παπάς του χωριού. Πρόκειται για τους Ιωάννη υιό Εμμανουήλ, Δημήτριος υιό Ευθυμίου, Ζαχαρία υιό Αυγερινού, Σταύρο υιός Ναούμη, Κωνσταντίνο υιό Μόσχου και Παπαγιάννη υιό Μαυρουδή. Δυστυχώς, με σιγουριά μπορούμε να ταυτίσουμε μόνο τους δύο. Ο ένας είναι ο Ιωάννης του Μανόλη. Πρόκειται για τον Ιωάννη Εμμ. Βατζιόλα, ο οποίος αναφέρεται και στα οθωμανικά αρχεία του 1873 (ως Γερογιάννης Μανόλη), αλλά και το 1858 ως αντιπρόσωπος της Ι.Μ. Σιμωνόπετρας στα Ρεσετνίκια (ως Ιωάννη του Μανόλη). Όσον αφορά τον Σταύρο του Ναούμη, υπάρχει επίσης μία αναφορά σε έγγραφο της Ι.Μ. Σιμωνόπετρας του 1850 – την οποία έχουμε παρουσιάσει παλαιότερα – για τον πρόεδρο (κοτζάμπαση) του χωριού Σταύρο το 1850. Πρόκειται για τον γενάρχη των οικογενειών Σταυρούδη και Μαυρογιάννη, ο οποίος ήρθε στον Άγιο Πρόδρομο από την Χότσιστα της επαρχίας Κορυτσάς, της Β. Ηπείρου.
Για τους υπόλοιπους δυστυχώς μόνο υποθέσεις μπορούμε να κάνουμε. Ίσως στην συλλογική μνήμη να διασώζονται και τα στοιχεία των υπολοίπων, κάτι το οποίο θα έπρεπε να έρθει στο φως με την προσπάθεια όλων μας. Για οποιεσδήποτε επιπλέον πληροφορίες μπορείτε να επικοινωνήσετε μαζί μας.
Όσον αφορά τον πληρεξούσιο των κατοίκων Εμμανουήλ Πρασακάκη, μάλλον πρόκειται για μέλος της γνωστής και έγκριτης οικογένειας Πρασακάκη της Θεσσαλονίκης του 19ου αιώνα.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η ταυτότητα της τελευταίας ιδιοκτήτριας του τσιφλικιού Σαρούλας και του συζύγου της Γκούχα Αληζέ Φήλιξ. Όπως αναφέρεται στο έγγραφο, διέμενε στην Θεσσαλονίκη, στην συνοικία Μάλτα (Malta cedid), δηλαδή στον λεγόμενο Φραγκομαχαλά (όπου σήμερα βρίσκεται η οδός Φράγκων). Ο πατέρας της ονομαζόταν Τζώρτζης και ήταν χριστιανή (ορθόδοξη) στο δόγμα. Ο άντρας της επίσης ήταν προστατευμένος υπήκοος, δηλαδή δεν ήταν Οθωμανός και είχε την υπηκοότητα μιας εκ των προστάτιδων δυτικών χωρών.
Εκ παραδόσεως το τσιφλίκι ανήκε σε μία Τουρκάλα, ίσως διότι η Σαρούλα ήταν οθωμανικής υπηκοότητας, όπως και οι περισσότεροι κάτοικοι της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Η ταυτοποίηση της Σαρούλας με συγκεκριμένο άτομο, καθαρίζει το τοπίο. Πρόκειται για την Caroline Sarah Abbott (πιο γνωστή ως Σαρούλα Άββοτ), σύζυγο του Felix Lafont (Φήλιξ Λαφόντ). Αλλά ας αναφέρουμε λίγα λόγια για την οικογένεια Abbott (ή εξελληνισμένα Άββοτ), μιας εκ των πιο ονομαστών λεβαντίνικων οικογενειών της Θεσσαλονίκης.
Ο πρώτος Abbott που εγκαθίσταται στη Θεσσαλονίκη είναι ο Άγγλος έμπορος Bartholomew Edward Abbott (1738 - 1817). Αυτός και η γυναίκα του – μια ελληνίδα της Σμύρνης – φτάνουν στην πόλη το 1771. Είχαν πολλά παιδιά, τα οποία γίνονται γνήσιοι Λεβαντίνοι, κάτω από την επιρροή της μητέρας τους. Γύρω στα 1780 ο B.E. Abbott παντρεύεται την Σάρα Ραζή και μαζί κάνουν 3 παιδιά, τα οποία βαφτίζονται χριστιανοί ορθόδοξοι. Ασκεί το επάγγελμα του εμπόρου και ταυτόχρονα του ανατίθεται η θέση του υποπρόξενου της Σουηδίας στην πόλη. Εμπορευόταν καφέ, ζάχαρη, cochineal (ζωική χρωστική), βαμβάκι κ.ά. Αργότερα διατελεί πρόξενος της Αγγλίας και της Σουηδίας, διευθυντής στο προξενείο της Βενετίας, υποπρόξενος της Δανίας. Πεθαίνει στη Θεσσαλονίκη το 1817, αφήνοντας πίσω του τα τρία παιδιά του George (Τζώρτζη) Frederic, Anne (Αννέτα) και Marie (Μαρία Κανέλλα).
Ο George Frederic Abbott γεννήθηκε πριν το 1785 και ασχολείται κι αυτός με εμπορικές δραστηριότητες. Παντρεύεται την Δόμνα Καυταντζόγλου, κόρη του Νάνου Γούτα (Ιωάννη Γεωργίου) Καυταντζόγλου, του πιο δραστήριου και ισχυρού ίσως Έλληνα εμπόρου της Θεσσαλονίκης, και προστάτη των γραμμάτων. Ο πεθερός του μάλιστα του άφησε ως προίκα το υπέρογκο ποσό των 120.000 πιάστρων. Ο G. F. Abbott έκανε ακόμη δύο γάμους μετά τον θάνατο της πρώτης συζύγου του, με τις Georgetta Giustiniani (Κοκονέλλα) και την Fundria Aneza. Με την πρώτη σύζυγό του Δόμνα απέκτησε 4 παιδιά: Caroline Sarah, John (Jackie) Nelson, Robert και ακόμη ένα, χωρίς να γνωρίζουμε οτιδήποτε άλλο γι’ αυτό.
Η Sarah (πιο γνωστή ως Σαρούλα) – η οποία και μας αφορά, μια και είναι η ιδιοκτήτρια του τσιφλικιού Ρεσιτνικίων – γεννήθηκε το 1803. Σε ηλικία 16 ετών (1819) παντρεύεται τον Γάλλο Francoise Paul-Honore Felix Lafont (1792 - 1840) – τον πληρεξούσιο όπως αναφέρεται στα έγγραφά μας – ο οποίος είχε διαδεχθεί τον πατέρα του Gabriel Lafont ως γιατρός της γαλλικής κοινότητας Θεσσαλονίκης. Η Σαρούλα, σύμφωνα με τις διηγήσεις του Γάλλου προξένου της πόλης κατά την ηλικία του γάμου της, ήταν η πιο όμορφη γυναίκα στην Θεσσαλονίκη, και δεν είχε λάβει άλλη εκπαίδευση εκτός από αυτή του Λεβάντε (Ανατολής). Ήταν όμως εξαιρετικά εργατική, απόλυτα ηθική και εξέχοντος χαρακτήρα.
Η Σαρούλα Άββοτ ήταν λοιπόν η ιδιοκτήτρια του τσιφλικιού Ρεσιτνικίων, το οποίο είχε αγοράσει από τον Οθωμανό Αχμέτ Ρεσίτ το 1830, όπως εξάγεται από άλλο έγγραφο του οθωμανικού αρχείου Θεσσαλονίκης. Το 1840 πεθαίνει ο άντρας της Felix Lafont, αφήνοντάς την έγκυο στο 9ο παιδί τους! Το 1845 ξαναπαντρεύεται με ορθόδοξο γάμο – άλλωστε ήταν βαφτισμένη σε ελληνική εκκλησία – τον Charles Goy, κάτοικο Θεσσαλονίκης με καταγωγή από την Γένοβα. Έναν χρόνο αργότερα - σύμφωνα με τα έγγραφά μας – πουλάει το τσιφλίκι στην επιτροπή των Αγιοπροδρομιτών και το χωριό επιστρέφει στα χέρια των κατοίκων του. Μένει μόνο να αναζητηθεί ποιος ήταν ο πληρεξούσιος (ο δεύτερος σύζυγός της Charles Goy;) που υπογράφει στα έγγραφα ως Felix Lafont, μια και αυτός είχε πεθάνει 6 χρόνια πριν!!!
Βιβλιογραφία - Δεσμοί
24/8/10
Φεγγάρι μου που 'σαι ψηλά
Φεγγάρι μου που 'σαι ψηλά
κι χαμηλά λογιάζεις
μην είδες, μην αλόγιασες.Μην είδες, μην αλόγιασες
μωρέ, τουν αγαπητικό μου
σι πια ταβέρνα βρίσκεται.Σι πια ταβέρνα βρίσκεται
σε τι όμορφα τραπέζια
ποιες μαυρομάτες τουν κιρνούν.
Ποιες μαυρομάτες τουν κιρνούν
κι ποιες τουν προστατεύουν
κι ιγώ τον αραθύμισα...
19/8/10
Μεγάλη φωτιά στην Παλαιόχωρα (1932)
Τεύχος: 8151
Ημερομηνία: 21 Ιουλίου 1932
13/8/10
Δρομολόγιον της ελληνικής χερσονήσου (1903)
Τιτλος βιβλίου: Δρομολόγιον της ελληνικής χερσονήσου - Τεύχος Δ' (Μακεδονία και Σερβία), Τεύχος Ε' (Θράκη και Βουλγαρία), (Αθήνα 1903)
Γλώσσα: Ελληνικά
----------------------------------------------------------------------------------------------
Ο συγγραφέας και περιηγητής, αφού κάνει μία αναλυτική περιγραφή της χερσονήσου του Άθω, την οποία δεν παρουσιάζουμε, μια και το Άγιον Όρος έχει περιγραφεί από πάρα πολλούς περιηγητές, προχωράει στην παράθεση των οικισμών της υπόλοιπης Χαλκιδικής. Παρόλο που η περιγραφή του βρίθει ανακριβιών, εν τούτοις μας δίνει αρκετά ενδιαφέροντα στοιχεία για το οικιστικό δίκτυο του νομού στις αρχές του περασμένου αιώνα. "35. Δερβέν όρους 3 ώρας από Ζωγράφου ως προεγράφη.
28/7/10
Καλές διακοπές!!!
20/7/10
Στον προφήτη Ηλία του Βάβδου (1932)
Τεύχος: 8152
Ημερομηνία: 22 Ιουλίου 1932
30/6/10
Η πατόζα
Συγγραφέας: Χρήστος Ι. Σαράφης
Τόπος: Άγιος Πρόδρομος
- Καταρχήν θα τον βάλουμε κουβαλητή, να φέρνει τα δεμάτια μέχρι την ταινία. Εύκολη σχετικά δουλειά, κι άμα δυναμώσει κι άλλο του χρόνου θα τον κάνω ταϊστή.
- Δεν είναι μικρός ακόμα γι’ αυτή τη δουλειά κυρ-Νίκο; έκανε ο πατέρας.
- Κυρ-Γιάννη, το παιδί σου το βλέπω πως είναι γεροδεμένο, έκανε αυτός, καθώς εγώ προσπαθούσα να “κάνω σώμα” φουσκώνοντας τα τρυφερά μου στήθια και τα ασχημάτιστα ακόμα μπράτσα μου, γιατί την ήθελα αυτή τη δουλειά. Το μεροκάματο ήταν “γερό”, σαράντα δραχμές την μέρα. Πέρυσι δεν έβγαζα ούτε τα μισά. Φέτος εξάλλου είχαν αυξηθεί και τα έξοδά μου, καθώς ήδη “κυκλοφορούσα στην πιάτσα” τα βραδάκια διασκεδάζοντας με τα φιλαράκια. Χώρια που τον Σεπτέμβρη θα πήγαινα στο γυμνάσιο και χρειαζόμασταν χρήματα. - Εξάλλου κυρ-Γιάννη, έκανε ο υιός Καπούλας, θα δουλεύει με βάρδιες ανά τέσσερις ώρες, οπότε θα ξεκουράζεται στο ενδιάμεσο.
- Ε, άμα είναι έτσι τότες άιντε πάρτονε και καλή συνεργασία, έκανε ο πατέρας μου αποβάλλοντας και το τελευταίο ίχνος δισταγμού. Και να τον προσέχεις, συμπλήρωσε. Λίγο η υπερένταση, λίγο η αγωνία κι ο φόβος για το αν θα μπορέσω ν’ ανταποκριθώ σ’ αυτή την άγνωστη καινούρια δουλειά, με κράτησαν ξάγρυπνο ολονυχτίς. Σηκώθηκα κατά τις έξι κοντά στο γλυκοχάραμα, τότες που η ανατολή μαγεύει με τα χρώματά της τον κόσμο. Θ’ άρχιζα δουλειά οκτώ με δώδεκα, εν συνεχεία θα έκανα παύση για τέσσερις ώρες και θα συνέχιζα έτσι μ’ αυτόν τον κύκλο εργασίας όλο το 24ωρο, επειδή η πατόζα δούλευε και την νύχτα. Κατά τις επτά η ώρα κίνησα για “τ’ απουπέρα τ’ αλώνια” όπου αλώνιζε η πατόζα. Με υποδέχτηκε η προηγούμενη βάρδια και με καλωσόρισε ο υιός Καπούλας, το αφεντικό. - Βρε καλώς το παλικάρι! Ήρθες κιόλας λεβέντη μου; έκανε τ’ αφεντικό, ενώ οι ηλικιωμένοι εργάτες άρχισαν να με πειράζουν.
- Για να δούμε παλικαράκι, θα μπορείς να σηκώνεις τα δεμάτια που είναι μεγαλύτερα από σένα; Άρχισα να περιεργάζομαι την πατόζα μέχρι να ‘ρθει η ώρα της βάρδιάς μου. “Αντίκρα” απ’ τη μηχανή δούλευε ασταμάτητα ένα μεγάλο, δυνατό τρακτέρ “Bella Russe” που μ’ έναν μεγάλο ιμάντα μετέφερε κίνηση μέσω μιας τροχαλίας, στην μηχανή. Απάνω στον ξύλινο σκελετό της μηχανής πολλοί μικροί και μεγάλοι ιμάντες με τις αντίστοιχες τροχαλίες μοίραζαν τη δύναμη του τρακτέρ, κάνοντάς την να σείεται ολόκληρη, λες και επρόκειτο ν’ απογειωθεί. Η όλη κίνηση της μηχανής προκαλούσε με τις δονήσεις της ένα απερίγραπτο βουητό, σαν σμήνος από χιλιάδες μέλισσες που ξεχύθηκαν για τον επιούσιο, δημιουργώντας μια φανταστική, σχεδόν υπερκόσμια ατμόσφαιρα. Δύο εργάτες “κουβαλητές” άρπαζαν με τα γερά δυνατά τους χέρια τα “δεμάτια” από τη “θυμωνιά” σέρνοντάς τα, ένα στο κάθε χέρι, μέχρι την ταινία που έπαιρνε κίνηση από τη μηχανή. Δυο άλλοι “ταϊστές” πάνω στο “στόμα” της μηχανής, τα έκοβαν γρήγορα-γρήγορα μ’ ένα πριονωτό γυριστό κλειδομάχαιρο ταΐζοντάς την συνεχώς με τα στάχυα των δεματιών. Κάτω και μπροστά στη μηχανή ο “παραλήπτης” με γρήγορους κι επιδέξιους χειρισμούς πάνω σε διάφορους “λεβιέδες” γέμιζε τα σακιά, αλλού το σιτάρι, αλλού η γήρα, αλλού τα “σούσαλα”. Σε μια ζυγαριά εδάφους ο υιός Καπούλας μετρούσε τη σοδειά, καταγράφοντάς την σ’ ένα μεγάλο τεφτέρι πάνω σ’ ένα μικρό ξύλινο τραπέζι. Στιβαροί και γεροδεμένοι χωρικοί - συνήθως συγγενείς, γειτόνοι και φίλοι του εκάστοτε παραγωγού - φόρτωναν τα σακιά στα ρωμαλέα ασπρόμαυρα άλογα και μουλάρια, για να τα μεταφέρουν οι μικροί στο χωριό, όπου περίμεναν άλλοι για να τ’ αδειάσουν στ’ αμπάρια. Οι άνθρωποι τότες ήταν αγαθοί κι απλοϊκοί ακόμα, και βοηθιόντουσαν σ’ όλα τα δύσκολα της αγροτικής ζωής, κι ο αλωνισμός ήταν ένας μεγάλος, τιτάνιος σχεδόν αγώνας. Εξάλλου πολλές φορές τους άκουγα να λένε: “Θέρος, κούρος, τρύγος, πόλεμος”. Τρέχοντας με καλπασμό, γαντζωμένοι πάνω στ’ άλογα, οι μικροί γύριζαν πολύ γρήγορα πίσω για να παραλάβουν τη καινούρια “φουρνιά” τσουβάλια. Πάνω στη μηχανή ένας μακρύς, γυριστός σαν ανάποδη πίπα καπνού σωλήνας (χωνί) ξερνούσε το άχυρο μέσα στον “αχυρώνα” ώσπου να γεμίσει. Πολλές φορές οι πιτσιρικάδες βοηθούσαν να “πληρωθεί” καλά ο αχυρώνας σπρώχνοντας τα άχυρα με τα δικράνια. Ο μηχανικός της πατόζας αφού αλφάδιαζε κάθε φορά τη μηχανή και το τρακτέρ ώστε η κίνηση να μεταδίδεται ομαλά για να μη βγει ο ιμάντας κατά τη λειτουργία της, όπως συχνά συνέβαινε, περιτριγύριζε τη μηχανή παρακολουθώντας μέχρι και την τελευταία της τροχαλία. Μια “γαστέρα” ρακί άλλαζε χέρια συνοδεύοντας τις ευχές για καλύτερη σοδειά. - Άιντε! Εις υγείαν και του χρόνου περ’σσότερο. Άρχισα με μεράκι και δύναμη να μεταφέρω τα δεμάτια μαζί με τον γαμπρό στην αδερφή μου Σταύρο. Πριν καλά-καλά προκάνουν ν’ αδειάσουν στη μηχανή οι “ταϊστές”, εγώ τους έστελνα τα επόμενα “δεμάτια” τόσο γρήγορα που άρχισαν να μ’ αποπαίρνουν. - Σιγά-σιγά βρεεε! Δεν προλαβαίνουμε!
- Με ρέγουλα Χρήστο. Δεν χρειάζεται βιάση. Κάτσε λιγάκι ν’ ανασάνεις γιατί θα κουραστείς γρήγορα, μου συνέστησε ο Σταύρος, αλλά πού να τον ακούσω. Πήρα φόρα πια. Η αδρεναλίνη στο κατακόρυφο.
- Αυτή ήταν η δύσκολη δουλειά που μου λέγανε; Ούτε που τη λογαριάζω πια. Πέρασε έτσι δυναμικά το πρώτο παρθενικό τετράωρο, γεμίζοντας τα ακόμη τρυφερά μου στήθια περηφάνια και σιγουριά. Κατά τη μία το μεσημέρι, χαζεύοντας εδώ κι εκεί, έφθασα στο σπίτι. Η μάνα μου έπλενε ασταμάτητα σε μία μεγάλη σκάφη. Ήμαστε μεγάλη οικογένεια. Στην “φουφού” σιγοέβραζε το φαγητό. Κατά τις δύο επιτέλους στρώθηκε το τραπέζι. Στις τρεισήμισι αφού ξάπλωσα για κανένα τεταρτάκι, κίνησα για “τ’ απουπέρα τα’ αλώνια” για τη βάρδια 16:00 – 20:00. Με την ίδια δύναμη και σιγουριά συνέχισα απτόητος και τη δεύτερη βάρδια. Το βραδάκι κατέβηκα μια βόλτα στα καφενεία. Αντάμωσα με τα φιλαράκια. Ήπιαμε αναψυκτικά. Με ρώτησαν για την δουλειά. Γεμάτος περηφάνια τους εξιστόρησα τα τεκταινόμενα. Γρήγορα-γρήγορα άλλαξα ρούχα, τι η ώρα είχε περάσει επικίνδυνα κι ίσα που πρόλαβα ακριβώς στις δώδεκα τα μεσάνυχτα να είμαι στο “πόστο” μου. Η μηχανή είχε ανάψει τα φώτα. Όσο περνούσε η ώρα το κορμί βάραινε, τα βλέφαρά μου με δυσκολία τα κρατούσα ανοιχτά. Κάπου-κάπου πήγαινε να με πάρει ο ύπνος, αλλά τιναζόμουν απότομα, έπαιρνα βαθειά ανάσα ανοίγοντας διάπλατα τα χέρια, και φουσκώνοντας τα στήθια, τα γέμιζα με αέρα. Η μονοτονία του βουητού της μηχανής θαρρείς παρέλυε το νευρικό σου σύστημα και σε παρέδινε αμαχητί στην ύπουλα επικίνδυνη αγκαλιά του Μορφέα. Τέλος πάντων, την πάλεψα κι αυτή τη βάρδια αρκετά δυνατά. Κατά τις πέντε η ώρα – η νύχτα βαστούσε καλά ακόμα – έπεσα εξαντλημένος στο κρεβάτι, αλλά που να με πάρει ο ύπνος. Συγκλονισμένος από τον “κάματο” της δουλειάς, μάταια προσπαθούσα ν’ αποφύγω τον αβάσταχτο εφιάλτη της μηχανής. Σαν ταινία σ’ επανάληψη έβλεπα στα ελάχιστα λεπτά που με τύλιγε ο ύπνος, την μηχανή με τα φώτα, το βουητό, τις τροχαλίες, τους ιμάντες, όλα σε μια κίνηση “αέναη”, ακατάπαυστη, αιώνια θαρρείς, και πάνω σ’ όλα και απ’ όλα να κυριαρχεί το ανεβατόρι (ταινία) κι εγώ να σέρνω αγχωτικά, σπασμωδικά και γρήγορα τα δεμάτια μη και δεν προκάμω, τι πάνω στο στόμα της διαβολομηχανής περίμεναν οι άγγελοι του Βελζεβούλ, οι ταϊστές με τα γυριστά πριονωτά κλειδομάχαιρα να με πάρουν το κεφάλι. Αν υπάρχει κόλαση, κάπως έτσι θα πρέπει να είναι, σκεφτόμουνα καθώς πεταγόμουν απάνω για ν’ αποφύγω τον εφιάλτη. Σηκώθηκα κατά τις επτά και κίνησα πάλι μ’ ενθουσιασμό παρόλα αυτά για την πατόζα. Πέρασαν έτσι δυο-τρία εικοσιτετράωρα με δυο ώρες ύπνο όλο κι όλο. Το μεσημέρι της τέταρτης μέρας, ξαγρυπνισμένος και σακατεμένος από τη δουλειά κίνησα για το σπίτι, σέρνοντας κυριολεκτικά τα κουρασμένα πόδια μου μετά το τέλος της βάρδιας, όταν με συναπάντησε φουριόζα και λαχανιασμένη μια μεσήλικη γυναίκα. - Έλα καλό μου παλικάρι να με βοηθήσεις λίγο ν’ αδειάσουμε στ’ αμπάρι το “γένν’μα”, ο άντρας μου θα ‘ρθει το βράδυ και φοβάμαι μη βρέξει. Το ‘χε συνήθειο και χούι, κατά πως λένε, ν’ αγγαρεύει όποιον βρει πρόχειρο μπροστά της, και μάλιστα τα παιδαρέλια. - Ωχ ρε θεια! Είμαι πτώμα. Έχω τρία μερόνυχτα να κοιμηθώ, έκανα προσπαθώντας ν’ αποφύγω το “πικρό τούτο ποτήρι”, και τα πόδια μου κατέρρευσαν απ’ την κούραση.
- Άντε Χρηστάκου μ’ και θα σε πληρώσω καλά. Ύστερα εσύ είσαι γερό παλικάρι και είσαι καλό παιδί και είμαστε και συγγενείς, το ξέρεις; ξανάρχισε τις γαλιφιές. Τέλος πάντων μ’ έφερε στο φιλότιμο. Τα σακιά ήταν από κείνα τα μεγάλα χειροποίητα, τα αποκαλούμενα “χαράρια”, που έπαιρναν ακόμα και 120 οκάδες φορτίο, δυσανάλογα μεγάλο με το μικρό κι αδύνατο ακόμη σώμα μου. Έσφιξα τα δόντια και μαζί τους όλο το σώμα και συνεπικουρούμενος απ’ τη θεια Α., σαν άλλος Άτλαντας που κουβαλάει τη γη στους ώμους του, ανέβηκα με προσοχή τα τρία ξύλινα σκαλοπατάκια κι άδειασα με προσοχή το πρώτο σακί στ’ αμπάρι. Συνέχισα έτσι ώσπου κάποτε ολοκλήρωσα την αποστολή μου. Ικανοποιημένη η θεια Α. με κέρασε βανίλια και μ’ έδωσε κι ένα τάλιρο. Κατά τις δύο η ώρα έφθασα επιτέλους στο σπίτι “παλαμοδέρνοντας” από την υπερβολική κούραση. Η μάνα μου μόλις είχε τελειώσει το φούρνισμα του ψωμιού. Το φαγητό αργούσε ακόμα να ετοιμασθεί. Κατά τις τρεις επιτέλους έφαγα λίγο ανόρεκτα κι έπεσα κατάκοπος να κοιμηθώ. Τα τρυφερά κι άγουρα ακόμη χέρια μου πονούσαν από την υπερβολική κούραση κι ένας μυρμηγκιαστός γλυκός πόνος άρχιζε από τις γεμάτο φουσκάλες παλάμες μου κι ανέβαινε γαργαλιστός στους βραχίονες για να καταλήξει βαρύς σαν πέλεκυς πάνω στις ασχημάτιστες ακόμα ωμοπλάτες μου. Άγριες σουβλιές τρυπούσαν τα κατάκοπα πόδια μου και το κεφάλι μου πήγαινε να σπάσει από την ένταση τη μεγάλη. Αβάσταχτη κι ανείπωτη οδύνη κατέλαβε όλο το τρυφερό ακόμη “είναι” μου και μ’ έκανε να ξεστομίσω απελπισμένος, κιοτής για πρώτη ίσως και τελευταία φορά στη ζωή μου: - Θεέ μου! Γιατί γεννήθηκα; Έτσι θα είναι η ζωή μου; Μια άβυσσος απελπισίας γεμάτη πόνους κι αγκάθια; Καλύτερα να πέθαινα εδώ και τώρα, συλλογιόμουνα, όταν το βλέμμα μου έπεσε τυχαία σε μια εικόνα που είχε η μάνα μου δίπλα στο εικονοστάσι, “Ο Χριστός στο Όρος των Ελαιών”, και άνοιξα έναν αόριστο διάλογο με τον ίδιο τον Ιησού: - Και συ Χριστέ μου, που είσαι και γιος του Θεού, και συ λίγνεψες αναλογιζόμενος τα μαρτύρια του Σταυρού και ζήτησες “Απελθέτω το ποτήριον τούτο απ’ εμού” από τον Πατέρα σου! Τι περιμένεις λοιπόν από μένα που είμαι ένα τίποτα μπροστά σου; Σαν να μου φάνηκε ότι τα μάτια του κινήθηκαν στιγμιαία και το βλέμμα του έγινε αυστηρό στην αρχή και ελπιδοφόρα γλυκό μετά από λίγο. Ντράπηκα και δάκρυσα για την αδυναμία μου, για τις σκέψεις μου, για την “ΠΤΩΣΗ ΜΟΥ” απέναντι στο δώρο της ζωής, κι ορκίστηκα να μη ξανακιοτέψω στη ζωή μου. Συνέχισα τ’ απόγευμα τη βάρδιά μου απτόητος. Μάλιστα “σαν από μηχανής θεός” η μηχανή (πατόζα) έπαθε κάποια βλάβη στις τροχαλίες της κι έτσι ώσπου να επισκευαστεί πέρασε ένα εικοσιτετράωρο, χρόνος ικανός για να ξεκουραστώ και ν’ αναλάβω δυνάμεις. Από τότε θα κάνω πολλές δύσκολες και σκληρότατες εργασίες στη ζωή μου, αλλά ποτέ δεν βαρυγκώμησα, τηρώντας τον όρκο που έδωσα.
26/6/10
Διαφορά Δημητρίου Παπαθανασίου και Μαριγώς Βλάχου (1889)
24/6/10
Τ' Αη-Γιαννιού
19/6/10
Αίτημα κτηνοτρόφων Αγιοπροδρομιτών (1930)
Τεύχος: 18
Ημερομηνία: 17 Αυγούστου 1930 ΕΠΑΓΓΕΛΙΑ ΑΝΕΚΠΛΗΡΩΤΟΣ Κατά την εις "Ζερβοχώρια" περιοδείαν μας παρουσιάσθη εν Αγίω Προδρόμω ενώπιον του Νομάρχου επιτροπή κτηνοτρόφων και εζήτησε προς αποφυγήν της καταστροφής της κτηνοτροφίας χιμαζομένης και εκ της ελλείψεως βοσκησίμων τόπων, την μείωσιν του επί των κτηνών επιβαλλομένου φόρου. Ο κ. Νομάρχης απήντησε τονίζων το αδύνατον της παραδοχής του αιτήματος τούτου, υπεσχέθη όμως την διενέργειαν των δεόντων δια την τμηματικήν είσπραξιν του εν λόγω φόρου. Αλλ' ως φαίνεται ουδέν εγένετο και η κτηνοτρόφοι προσάγονται βιαίως δια την καταβολήν του φόρου. Νομίζομεν ότι είναι ακόμη καιρός να επέμβη η Νομαρχία προς λήξιν του τόσον ανακουφιστικού δια τους κτηνοτρόφους μέτρου της τμηματικής καταβολής του εν λόγω φόρου.
29/4/10
Του νιο τουν ήρθι μήνυμα
Ερ, τουν νιο τουν ήρθι μήνυμα
να πάει μακρύ ταξίδι.
Κι του ταξίδι, γεια σ' γαμπρέ μου, γειά σ'κι του ταξίδι ήταν μακρύ
κι η νιος ξαγρυπνισμένος.Να τουν ξυπνήσου μι νιρο
φουβούμι μην κρυώσει.
Να τουν ξυπνήσου μι κρασί,
φουβούμι μη μιθύσει.Θα τουν ξυπνήσου μι φιλί.
24/4/10
Ο μπαρμπα-Κιρκόρ (Χρήστος Ι. Σαράφης)
Συγγραφέας: Χρήστος Ι. Σαράφης
Τόπος: Άγιος Πρόδρομος
Ημερομηνία: 1994
Ο μπάρμπα-Κιρκόρ
- Και δεν πάμε, συμφωνήσαμε εγώ με τον Γιώργο. Αυτός έχει όλα τα σύνεργα, έχει και την κόλλα. Πράγματι κάθε φορά που μας χρειαζόταν κάτι να κολλήσουμε, τρέχαμε στον Κιρκόρ και μας εξυπηρετούσε. - Μπάρμπα Κιρκόρ! Ε, μπάρμπα Κιρκόρ! Πέρασαν δυο-τρία λεπτά και να σου ξεπρόβαλε απ’ τη μικρή πορτούλα γλυκά-γλυκά με το έξυπνο χαμόγελό του ο Κιρκόρ. Θα ‘ταν γύρω στα πενήντα πάνω-κάτω. Κοντός, παχουλός, μ’ ένα ολοστρόγγυλο καλοκάγαθο πρόσωπο, ελαφρώς γαμψή μύτη και δυο σπινθηροβόλα καστανά μάτια. Ένα μικρό μουστακάκι κάθετα κομμένο στο πάνω χείλος του μικρού σχετικά στόματός του συμπλήρωνε την εικόνα του. - Τι θέλετε βρε Σαραφούδια; μας πείραξε.
- Τον αετό μας μπάρμπα Κιρκόρ… και του εξηγήσαμε τι θέλαμε.
- Εντάξει. Έγινε, μας αποκρίθηκε κι άρχισε το έργο του παίρνοντας τα σύνεργά του: κόλλες, ψαλίδια, μαχαίρια. Ήταν τσαγκάρης στο επάγγελμα και Αρμένος στην καταγωγή. Βασανισμένος κι αυτός όπως κι ο λαός του. Είχε χάσει μάνα, πατέρα κι αδέρφια στην γενοκτονία του λαού του από τους Νεότουρκους. Κυνηγημένος κατάφερε να περάσει στην Ελλάδα και να βρεθεί στο χωριό μας. Το χωριό τον καλοδέχτηκε και εντάχθηκε γρήγορα στη μικρή μας κοινωνία. Καθώς ήταν καλός οδηγός, έμπειρος και ταλαντούχος, τον πήραν στη δούλεψή τους οι Μαυρογιάννηδες σ’ ένα από τα φορτηγά τους. Κάτι όμως έπαθαν τα πόδια του και μισοανάπηρος πια άνοιξε τσαγκαράδικο στο χωριό με τις οικονομίες που είχε μαζέψει. Ένα μικρό δωματιάκι τρία επί τρία ήταν το μαγαζί του μαζί με όλο το νοικοκυριό. Στη μέση ο πάγκος με όλα τα σύνεργα της τέχνης του, σε μια άκρη το μονόκλινο ντιβάνι και πίσω από μια πρόχειρη κουρτίνα η κουζίνα με τον τενεκεδένιο νιπτήρα, τα πιατικά, το καμινέτο του καφέ και την γκαζιέρα για φαγητό. Λόγω του παράξενου ονόματος (το αρμένικο μικρό του όνομα Κιρκόρ, στην ελληνική μεταφράζεται ως Γρηγόρης) και της διαφοράς του ως προς το ντύσιμο, την ομιλία και το επάγγελμα σε σύγκριση με τους συγχωριανούς μας που ήταν αγρότες και κτηνοτρόφοι, καθιερώθηκε στο χωριό μας ως ο Κιρκόρ. Έτσι χωρίς επίθετο ή άλλα παρατσούκλια. Εμείς όμως οι μικροί κάθε φορά που θέλαμε να του ζητήσουμε μια χάρη τον αποκαλούσαμε μπάρμπα Κιρκόρ. Προσθέταμε και το μπάρμπα, για να του δώσουμε μεγαλοπρέπεια, μπας και δεν μας κάνει τα χατίρια. Κι ήταν πολλά αυτά. Από το κόλλημα των βιβλίων και των αετών με την “κααζίνη”, εκείνη την κόλλα με την έντονη μυρωδιά, μέχρι το μπάλωμα των πάντα τρύπιων υποδημάτων μας. Για αμοιβή αντί να πληρώσουμε μας γέμιζε τις τσέπες καραμέλες και σταφίδες. Αγαπούσε όλα τα παιδιά, μα κι αυτά τον λάτρευαν γιατί ήταν αγνός σαν παιδί. Είχε ξεχάσει να μεγαλώσει. Η ψυχή του έμεινε παιδική. Δεν την άγγιξε ο πόλεμος, το μίσος, ο φανατισμός, η εκδίκηση, το συμφέρον. Τα Χριστούγεννα μ’ ένα ξύλινο βαλιτσάκι, που μέσα είχε ένα μικρό χωνάκι και μια χειροκίνητη μηχανούλα όμορφα τοποθετημένη και πεντακάθαρη, περιδιάβαινε τα σπίτια και μας “γέμιζε” τα λουκάνικα. Οι γονείς μας τον πλήρωναν τις περισσότερες φορές σε είδος. Καθώς κατείχε καλά τις γεύσεις της Ανατολής λόγω καταγωγής, έφτιαχνε πολύ ωραίο παστουρμά. Τον συνόδευε πάντα με το τσίπουρο που κερνούσε στους μεγάλους, όσο αυτοί περίμεναν να τους φτιάξει τα παπούτσια. - Μπάρμπα Κιρκόρ! Φχαριστούμε μπάρμπα Κιρκόρ!
- Να ‘στε καλά Σαραφούδια. Και καθώς φεύγαμε ευχαριστημένοι μας ξεπροβοδούσε: - Θα σας βλέπω από δω κάτω. Α να δω, θα πιάσει τόπο η κόλλα να πετάξετε ψηλα; Άιντε καλή επιτυχία… Τον ξανάδα το 1966 στη Θεσσαλονίκη, όταν πήγα στο 7ο Λύκειο. Απ’ το ’58 και μετά άρχισαν να αδειάζουν τα χωριά. Οι αγρότες απηυδισμένοι από τη φτώχεια, τις ατυχίες, τις θεομηνίες, τα χρέη και τα κομματικά μίση, κατάλοιπα του εμφυλίου, άδειαζαν κυριολεκτικά τα χωριά. Ολάκερες οικογένειες πουλούσαν όσο-όσο χωράφια, ζώα, σπίτια κι αναζητούσαν καλύτερη τύχη στην πόλη, στην οικοδομή, εργάτες στα εργοστάσια, στις υπηρεσίες καθαριότητας του δήμου και στη νεοφερμένη ΕΣΣΟ ΠΑΠΠΑΣ. Οι νεότεροι και πιο τολμηροί κινούσαν μακρύτερα για τις φάμπρικες της Γερμανίας, τις στοές του Βελγίου, τη μακρινή Αυστραλία, την Αμερική. Ερήμωσε η ύπαιθρος. Έφυγαν τα νιάτα. Έφυγαν τα παραγωγικά χέρια. Λιγόστεψαν τα παιδιά, σώπασαν κι οι γειτονιές απ’ τα χαρούμενα γέλια και ξεφωνητά. Λιγόστεψε το μεροκάματο και για τον Κιρκόρ. Μάζεψε τα λίγα του υπάρχοντα και φτου κι απ’ την αρχή. Πάνω που ‘χε βρει λιμάνι ν’ αράξει, πρόσφυγας στη Θεσσαλονίκη. Για να μη χάσει όμως την επαφή με το χωριό μας, που τόσο πολύ τ’ αγάπησε, νοίκιασε μια τρύπα πίσω από το πρακτορείο Χαλκιδικής, μέσα στη στοά Χορτιάτη. Δεν μπορούσα να τον φανταστώ να ζει αλλού παρά μέσα στην πολύβουη αυτή αγορά, όπου σ’ ένα μέρος της πουλούσαν φρούτα και λαχανικά και στο υπόλοιπο βίωναν τον αγώνα τους λευκοσιδηρουργεία, επιπλοποιεία, ουζερί και πατσατζίδικα. Εκεί μέσα ο Κιρκόρ ξανάχτισε το βασίλειό του. Ο πάγκος με τις πρόκες, τα ματσακόνια, τα παράξενα μισομάχαιρα της τσαγκαράδικης τέχνης, το μονό ντιβάνι στη γωνία και πίσω απ’ την κουρτίνα η κουζίνα. Πηγαίναμε που και που αμούστακα παλικαράκια πια στα δεκαοχτώ-είκοσι και τον κάναμε συντροφιά. Μας κερνούσε τσίπουρο που το συνόδευε σχεδόν πάντα με παστουρμά και καραμανλίδικα. Μας αράδιαζε ανέκδοτα, διηγιόταν ιστορίες και αστειευόταν με όλους μας. Δεν είχε χάσει το χιούμορ του. Πέρασαν χρόνια. Χαθήκαμε. Άλλοι για σπουδές, άλλοι φαντάροι, άλλοι δουλειές και οικογένεια, αραίωσαν οι επισκέψεις στο φτωχομάγαζο του Κιρκόρ. Κάποτε έμαθα ότι πέθανε από καρδιά ήρεμα κι απλά όπως έζησε… - Μπάρμπα Κιρκόρ! Ε, μπάρμπα Κιρκόρ! Θα σε θυμόμαστε πάντα.
16/4/10
Ενέδρα εναντίον τουρκικού αποσπάσματος στην περιοχή (1912)
Τεύχος: 162
Ημερομηνία: 15 Ιανουαρίου 1912
10/4/10
Το τσιφλίκι Ρεσιτνικίων στις αρχές του 19ου αιώνα
Γ. Καζάνης2"
Γ. Καζάνης"
Υποσημειώσεις
1. Λίγα χρόνια αργότερα, ο Τσαούς Ζαδέ Αχμέτ Ρεσίτ, αναφέρεται ως ανακαινιστής του οθωμανικού λουτρού Yahudi hamami της Θεσσαλονίκης, ένα μέρος του οποίου ανήκε στο βακούφι του. Το συγκεκριμένο χαμάμ διασώζεται ακόμη και σήμερα στην περιοχή "Λουλουδάδικα". Για περισσότερες πληροφορίες, βλ. Περιοδικό σύγγραμμα "Μακεδονικά", Τ. 27, 1974 και πιο συγκεκριμένα το άρθρο της Ευαγγελίας Χατζητρύφωνος "Το οθωμανικό λουτρό της αγοράς Yahudi hamami (Λουλουδάδικα) της Θεσσαλονίκης".