Εφημερίδα: Μακεδονία
Φύλλο: 15414
Ημερομηνία: 22 Ιουνίου 1958
Ο Κλήδονας - Πανάρχαιον έθιμον
Λείψανον της λατρείας του ηλίου
Ο ΟΜΗΡΟΣ ΤΟΝ ΑΝΑΦΕΡΕΙ. - ΚΑΙ Ο ΑΙΣΧΥΛΟΣ ΕΙΣ ΤΟΝ "ΠΡΟΜΗΘΕΑ ΔΕΣΜΩΤΗ". - ΚΛΗΔΟΝΙΣΜΟΣ ΕΛΕΓΕΤΟ Ο ΔΙΔΟΜΕΝΟΣ ΧΡΗΣΜΟΣ. - ΕΙΣ ΤΗΝ ΣΜΥΡΝΗΝ ΚΑΙ ΤΗΝ ΡΩΜΗΝ ΥΠΗΡΧΕ ΤΟ ΕΘΙΜΟΝ. - ΠΩΣ ΠΡΟΗΛΘΕ ΤΟ ΠΗΔΗΜΑ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ.
Ο κλήδονας είναι πανάρχαιο έθιμο. Το γνωρίζομε από τον Όμηρο και τη Ρώμη ως ένα μέσο μαντικής χαριτωμένο. Στους αρχαίους πραγματικά μάντευαν από τις τυχαίες φωνές, τους τυχαίους λόγους ωρισμένες περιστάσεις. Αυτές οι φωνές είχαν θέση χρησμών. Υπήρχαν μάλιστα, όπως στη γενική μαντική, και μάντεις που λέγονταν κληδονιστές ή κληδονιστικοί, επιτήδειοι να εξηγούν τις μαντείες "από κληδόνων" - φωνών δηλαδή - όπως υπήρχαν και εκείνοι που εξηγούσαν τους οιωνούς, τα ονείρατα κλπ.
Κληδονισμός και σήμερα κλήδονας λέγονταν ο χρησμός που δίδονταν μ' αυτού του είδους την μαντική. Στον καιρό του Ομήρου πολύ τον μεταχειρίζονταν τον κλήδονα. Τον αναφέρει δυο φορές. Οι ποιητές επίσης τον μεταχειρίζονταν. Ο Αισχύλος στον "Προμηθέα Δεσμώτη", αναφέρει τον κλήδονα με όσα λέγει στο χορό των ωκεανίδων νυμφών:
Τρόπους δε μαντικής εστοίχισα
κάκρινα πρώτος εξ ονειράτων α χρη
ύπαρ γενέσθαι κληδόνας δε δυσηκρίτους
εγνώρισ' αυτοίς...
Θα ημπορούσε κανείς πολλά να δώση δείγματα από τ' ανέκδοτα των αρχαίων κληδονίσματα, αλλ' αυτά είναι αρκετά.
Την μαντική λοιπόν αυτή "την από κληδόνων" σε πλείστες πολιτείες ελληνικές, χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι. Στη Σμύρνη, στη Ρώμη υπήρχε το έθιμον αυτό και τ' αναφέρουν οι συγγραφείς. Υπήρχε και την βυζαντινή περίοδο, αλλά ο Χρυσόστομος κατακρίνει τους κληδονισμούς, τους οιωνισμούς, τις μαντείες, τις επωδές, τις γητειές και τα παρόμοια απορρίπτοντάς τα ως δεισιδαιμονίες.
Ο σημερινός κλήδονας είναι πανελλήνιο έθιμο. Στη Θράκη, Μακεδονία, Θεσσαλία, Στερεά, Νησιά, Κρήτη και Πελοπόννησο παντού τελείται το έθιμο με φωτιές και πηδήματα. Τόσον ωραίο είναι το έθιμο ώστε έχουμε και περιηγητικά κείμενα του 18ου αιώνος, που περιγράφουν το ποιητικό τούτο έθιμο με ευλάβεια, περισώζοντας και ανάλογα δίστιχα. Στο Voyage Litteraire en Grece 1775 έχουμε ένα τέτοιο κείμενο. Σαν να 'ναι γραμμένο σήμερα "Την παραμονή της ωρισμένης ημέρας, για τον κλήδονα, δυο κόρες μαζεύουν από την ομήγυρη που πρόκειται να συμμετάσχη, από ένα μικρό αντικείμενο... κλπ". Νομίζεις διαβάζοντάς το πως βρίσκεσαι σε σημερινή τελετή του εθίμου. Ο Γάλλος περιηγητής μαγευμένος εκθειάζει το έθιμο ως πολύ ποιητικό και χαριτωμένο.
Η γιορτή αυτή συμπίπτοντας με το θερινό ηλιοστάσιο φαίνεται πως κι αυτή είναι λείψανο της παλαιοτάτης λατρείας του ηλίου, γιατί σε πολλά μέρη τη λένε "Τ' Αγιαννιού του λιοτροπιού". Σ' όλη την Ελλάδα, στο πανελλήνιο, συνηθίζουν να ανάβουν πολυπληθείς πυράς, που πηδούν πάνω τους παιδιά, νέοι, νέες, γέροντες, είτε χορεύουν ψάλλοντας διάφορα τραγούδια. Τούτο γίνεται όπως ξέρουμε σ' όλους τους ευρωπαϊκούς λαούς. Αυτή η διάδοση του εθίμου και σε λαούς, που συναμεταξύ τους διαφέρουν στην καταγωγή και τις παραδόσεις, καταδείχνει πως το έθιμο είναι πανάρχαιο. Το πήδημα της φωτιάς προήλθε από τη γνώμη ότι "τα συμβαίνοντα αυτοίς δυσχερή κατακαίεσθαι και ετέροις αγαθοίς επιτυγχάνειν". Ο Ζωναράς αποκαλεί τις αναπτόμενες φωτιές και τα πηδήματα "έθη ελληνικά τε και εθνικά". Ο Βαλσαμών τ' ανάγει στους Έλληνας και Ιουδαίους. Ο Οβίδιος μαρτυρεί πως στην επέτειο της κτίσεως της Ρώμης, περνούσαν τα ζώα τα σπιτικά πάνω από φωτιές για να τα φυλάξη από δυστυχήματα. Οι Χαναναίοι κατά τη Βίβλο άναβαν φωτιά και την πηδούσαν για να καθαριστούν, όπως και σήμερα, αυτά τα βεβαιώνει ο Ν. Πολίτης στα "Σύμμικτά" του.
Σήμερα ο κλήδονας είναι πανελλήνιο έθιμο γνωστότατο και κοινότατο μέσο μαντικής για τα κορίτσια, που επιζητούν να μαντεύσουν κάθε τέτοια εποχή τη μελλοντική τους ευτυχία, κυρίως την αποκάτάστασή τους και το γάμο τους. Και γίνεται το έθιμο αυτούσιο παντού στις 23-24 Ιουνίου, όπως το ξέρουμε.
Έτσι βγάζοντας τα σημάδια από το αγγείο εκφωνούνται δίστιχα ιαμβικά, που αποκαλύπτουν τους πόθους και τις επιθυμίες των κοριτσιών για το μέλλον. Σε κάθε βγάλσιμο του σημαδιού και την εκφώνηση του δίστιχου, αναζητούνται συμπεράσματα ανάλογα με την προτίμηση της κάθε μιας. Ο κάτοχος του σημαδιού βγαίνει ευχαριστημένος ή λυπημένος ανάλογα με το δίστιχό του. Μια γεροντοκόρη μπορεί ν' ακούση τα εξής:
- Έναν καιρό ήμουν άγγελος
τώρα αγγελε΄θουν άλλοι
στις βρύσες πό' πινα νερό,
τώρα το πίνουν άλλοι.
Μια απελπισμένη που καταριέται μπορεί ν' ακούση το εξής:
- Βουνά μην πρασινίζετε
και δέντρα μην ανθείτε
αν μαραθή η αγάπη μου
και σεις να μαραθήτε.
Τα δίστιχά μας που είναι χιλιάδες χιλιάδων, τα κατέταξεν ο Ν. Πολίτης και τα χώρισε σε παινέματα, σ' ερωτικά, της αγάπης, σ' αλληγορικά, σε καημού και βασάνων, σε κατάρας, σε τεχνάσματα αγάπης, σε γνωμικά κλπ. Η συλλογή τους, που είναι κολοσσιαία, αποτελεί ένα θησαυρό ανεκτίμητο, απ' όπου αναδείχνεται η ποιητική διάθεση του λαού μας, η ποιητική έξαρση και ενέργεια και γλωσσοπλαστική αρετή μας.
- Δεντρί του παραδείσου
είναι το μπόγι σου
και της κανέλλας τ' ανθί
το σόγι σου.
- Ώμορφα παλληκάρια μου
τη νειότη σας χαρήτε
γιατί θα 'ρτ' ένας καιρός
και θα τη στερηθήτε.
Η μοσχοβολιά του ποιητικού περιβολιού του ελληνικού λαού δεν έχει αντίκρυσμα, όπως και η μετρική και η ρυθμική εντέλεια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου