Συγγραφέας: Χρήστος Ι. Σαράφης
Τόπος: Άγιος Πρόδρομος
Νόστιμον ήμαρ
Γεμάτο ταξιδιώτες, χωρικούς και μαθητούδια του γυμνασίου το λεωφορείο, ένα παλιό “Μάγκιουρις” ανέβαινε αγκομαχώντας τον Γολγοθά της “Μπανίκοβης”, λιγοστεύοντας μέτρο-μέτρο την απόσταση που το χώριζε από την Γαλάτιστα, κι έλεγες, να τώρα θ' αφήσει εδώ δα τα στερνά του στη μέση καταμεσής του δρόμου. Ένα ψιλό μυρμηγκιαστό χιονόνερο ανάγκαζε τον οδηγό να χαμηλώνει συνεχώς ταχύτητα κάνοντας το ταξίδι αυτό μια ατέλειωτη θαρρείς “Οδύσσεια”. Ο εισπράκτορας ο Σάκης ο Μαυρογιάννης, ένας ψηλός όμορφος λεβενταράς Αγιοπροδρομίτης μας πείραζε αστειευόμενος:- Α να δούμε τι θα γίνει σήμερα. Αν καταφέρουμε και φθάσουμε στην Γαλάτιστα θ' αράξουμε εκεί απόψε κι αν δε βγάλουμε την ανηφόρα θα γυρίσουμε πίσω στα Βασιλικά.
Στριμωγμένος στο πίσω μέρος του λεωφορείου, όρθιος μαζί με άλλους μαθητές του γυμνασίου Βασιλικών, μαθητής της Α' τάξης κι εγώ, ξενιτεμένος κι ας ήταν το χωριό μου μόλις καμιά εικοσπενταριά χιλιόμετρα από το γυμνάσιο, επέστρεφα στους δικούς μου για τις γιορτές των Χριστουγέννων. Τα οικονομικά και το διάβασμα δεν μου επέτρεπαν να πάω στο χωριό παρά μόνο τα Χριστούγεννα, το Πάσχα και το καλοκαίρι.
Έφθασε επιτέλους το λεωφορείο στη Γαλάτιστα, πήδηξαν βιαστικά-βιαστικά οι επιβάτες, άδειασαν τα καθίσματα. Ο Σάκης άρχισε πάλι να μας πειράζει:
- Μέχρις εδώ καλά τα πήγαμε. Να δούμε τώρα στις στροφές πως θα τα καταφέρουμε.
Το χιονόνερο όσο ανεβαίναμε ψηλά άρχισε να γίνεται πια ένα πυκνό-πυκνό τρελό χιόνι που δυσκόλευε αφάνταστα το λεωφορείο.
- Λες να είχε δίκιο ο Σάκης και να μη φθάσουμε στο χωριό μας σήμερα; έκανα τη σκέψη, καθώς ο οδηγός σταμάτησε απότομα το λεωφορείο για να το φορέσει τις αλυσίδες. Μετά από μια βασανιστική πορεία γεμάτη αγωνία πήραμε επιτέλους την κατηφοριά μετά τη διακλάδωση του Βάβδου.
Λίγα χιλιόμετρα μας χώριζαν από το χωριό μου και η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει από τη λαχτάρα του γυρισμού και την ανείπωτη νοσταλγία. Άρχισαν να φαίνονται τα πρώτα γνώριμα μέρη, σημάδι ότι σε λίγο φθάνουμε. Δεν με κρατούσε πια η θέση με τίποτα. Σηκώθηκα όρθιος. Ο Σάκης άρχισε πάλι να με πειράζει:
- Κάτσε ρε Χρήστο. Δε φεύγει το χωριό!
Εγώ αμίλητος τώρα μετρούσα και κατέγραφα μέσα μου τους “τόπους μου” και ναι, τους έβρισκα σωστά όπως τους άφησα:
Να η “Φαρδιά Στράτα” ήταν εκεί και με περίμενε όπως πάντα.
Να το “Αλωνούδι” που πετούσαμε τους αετούς μας. Είναι κι αυτό εκεί.
Να το ποτάμι των ονείρων μου κι αυτό “παρόν”.
Να κι ο “Μπρούτσος” με τα γρανιτένια βράχια του, με τα μικρά μονοπάτια και τα βαθύσκιωτα δέντρα που περνούσαμε τις ώρες μας παίζοντας σκλαβάκι, κάθε που μας έδιωχνε η δασκάλα από το σχολείο για διάφορες αταξίες, ήταν κι αυτός εκεί.
Να η γέφυρα κι απέναντι στα ριζά του βουνού τα κάτασπρα σαν περιστέρια σπίτια ήταν κι αυτά εκεί στη θέση τους. Κι ανάμεσά τους ξεχώριζε το δικό μου σπίτι, πάντα στο ίδιο μέρος να με περιμένει, πάντα εκεί.
Φάνηκε κι η πινακίδα. Το 'γραφε καθαρά: ΑΓΙΟΣ ΠΡΟΔΡΟΜΟΣ. Ναι ήμουνα στο χωριό μου. Πήδηξα απ' το λεωφορείο μεμιάς όλα μαζί τα σκαλοπάτια. Στη βιασύνη μου ξέχασα να χαιρετήσω τον Σάκη, που εκείνη την ώρα μοίραζε τις βαλίτσες και τα πράγματα που έβγαζε από τα κάτω ντουλαπάκια του αυτοκινήτου.
- Καλά Χριστούγεννα Χρήστο! Μας ξέχασες γρήγορα, έκανε ο Σάκης.
- Καλά Χριστούγεννα Σάκη. Να με συμπαθάς, του απάντησα καθώς έπαιρνα το δρόμο για το σπίτι μου.
Χαιρέτησα τους συγχωριανούς που αντάμωσα στο δρόμο. Σε λίγο ήμουνα στην αγκαλιά της μάνας μου. Φίλησα τ’ αδέρφια μου, τον πατέρα μου. Το βράδυ αντάμωσα με τους φίλους.
Την άλλη μέρα ανέβηκα με τα ξαδέρφια μου πάνω στο βουνό και κόψαμε από ένα δέντρο (κέδρο) για να το στολίσουμε. Κρεμάσαμε με την μικρότερη αδερφή μου στο δέντρο μερικά κατακόκκινα – γεμάτα μοσχοβολιά – μήλα που αφθονούσαν τότες στο χωριό μας, φτιάξαμε αστράκια με χαρτόνι, τα ντύσαμε με κόλλα γλασέ, ρίξαμε και λίγο βαμβάκι και πήραμε να το καμαρώνουμε.
Ο ταχυδρόμος, ο μπαρμπα-Γιάννης ο Καραγκάνης από τη Γαλάτιστα μ' ένα καφεκόκκινο γέρικο άλογο, με τους ταχυδρομικούς σάκους να κρέμονται εκατέρωθεν της σέλας, βρήκε τη μάνα μου να κόβει ξύλα για το τζάκι. Πήδηξε ανάλαφρα από το άλογο και χαιρέτησε:
- Καλημέρα κυρά Μαρία.
- Καλημέρα κυρ-Γιάννη, ανταπέδωσε το χαιρετισμό η μάνα μου. Μίλησαν λίγο για τον καιρό μια και το κρύο άρχισε να σφίγγει για τα καλά.
Άρχισε η μάνα μου να τον ρωτάει για τ' αδέρφια της στη Γαλάτιστα, μια κι ήταν συμπατριώτες, τον κάλεσε να τον κεράσει ένα τσίπουρο να ζεσταθεί – μην κι είχε τίποτα άλλο η έρμη; Πέντε παιδιά μεγάλωνε κι οι δυσκολίες κι η φτώχεια ανείπωτες.
Ο γυρ-Γιάννης άνοιξε τον δεξιό παραφουσκωμένο σάκο, έβγαλε ένα καλοραμμένο με πανί δέμα και το πρόταξε στη μάνα μου, ζητώντας της να υπογράψει σ' ένα δεφτέρι για την παραλαβή του.
Η μάνα μου έμεινε να τον κοιτάει αποσβολωμένη, περίεργα και παράξενα. Μη και περίμενε από πουθενά βοήθεια; Μη κι είχε κανένα συγγενή στην Αμερική, στην Αυστραλία και δεν το 'ξερε;
Συνήθως η πλούσια Αμερική που έστελνε τ' αποφόρια της μέσω της “ΟΥΝΤΡΑ” απευθύνονταν στην Ενορία του χωριού, όπου και γινόταν η διανομή. Εκεί οι επιτήδειοι “ημέτεροι” ξεδιάλεγαν τα ελάχιστα καλά ρούχα, μια και το μπόι των Αμερικάνων ήταν δυσανάλογα μεγάλο εν συγκρίσει με το μπόι του μέσου Έλληνα. Έτσι συνήθως σ' εμάς έφθαναν θυμάμαι κάτι μεγάλα παντελόνια και φουστάνια, με διαμαντόπετρες στολισμένα, που καθώς γυάλιζαν απαστράπτουσες, τις αφαιρούσαμε και τις καταχωνιάζαμε στα πιο απίθανα κρυφά μέρη νομίζοντας ότι έχουν κρυφή μελλοντική αξία.
Αυτά τα ρούχα αφού τα φορούσαμε στις απόκριες, τα ύφαιναν οι μάνες μας αργότερα στον αργαλειό, φτιάχνοντας ωραίες και όμορφες πολύχρωμες κουρελούδες. Ενίοτε αν τύχαινε κανένα καλό λευκό ύφασμα χασές, το μετέτρεπαν με τα πολύπειρα χέρια τους σε ωραία αντρικά εσώρουχα.
- Μήπως κάνεις λάθος κυρ-Γιάννη; απευθύνθηκε η μάνα μου στον ταχυδρόμο.
- Όχι κυρά Μαρία, το γράφει καθαρά εδώ. Μαρία Σ.............. του Ιωάννη, έκανε πειστικά κι αφοπλιστικά αυτός. Μόνο που δεν μπορώ να καταλάβω τον αποστολέα γιατί το γράφει στα ξένα κι εγώ δεν τα κατέχω.
Η μάνα μου τον ευχαρίστησε, έστειλε τα “δέοντα” στ' αδέρφια της στη Γαλάτιστα, τον χαιρέτησε και κατευθύνθηκε πάνω στον όροφο του σπιτιού, όπου τα υπνοδωμάτια.
Συνήθως τ' αγροτόσπιτα στο ισόγειο στέγαζαν τ' αγροτικά προϊόντα, σιτάρι, βρώμη, σίκαλη, μήλα, πατάτες και διάφορα εργαλεία. Στο ισόγειο επίσης υπήρχε και η υποτυπώδης κουζίνα με τη “φουφού”, τον νιπτήρα, τα πιατικά. Εκεί γινόταν όλη η λάτρα, ενώ στα υπόγεια διαβιούσαν τα ζώα τον χειμώνα. Μάλιστα θυμάμαι κάθε που τους τελείωνε το άχυρο χτυπούσαν ρυθμικά στο πάτωμα τα πόδια τους, σημάδι ότι κάποιος έπρεπε να πάει να γεμίσει τα παχνιά με καινούριο.
Η μικρότερη αδερφή μου κι εγώ πήραμε να κοιτάμε μ' αγωνία και μια γλυκιά προσμονή τη μάνα, καθώς προσπαθούσε να συλλαβίσει το όνομα του αποστολέα. Είχε πάει μέχρι την πέμπτη τάξη του δημοτικού, αλλά τότες μάθαιναν “πολλά γράμματα” στο σχολείο κι η μάνα μου κατείχε αρκετά.
Caslaris Ioanis …................. st. Voukouresti Roumania, συλλάβισε για δεύτερη φορά η μάνα μου κι ένα καυτό δάκρυ πήρε να κυλάει πάνω σε μια ρυτίδα του βασανισμένου προσώπου της. Το βλέμμα της φωτίστηκε, το φως της ζωής, με μιας κι ένας βαθύς αναστεναγμός χαράς βγήκε μέσα απ' τα κατάβαθα της ψυχής της.
- Ααχ! Ο ξεχασμένος μου αδερφός ο Γιάννης από τη Ρουμανία, απευθύνθηκε σ' εμένα και την αδερφή μου.
Ο θείος μου ο Γιάννης, ο καπετάνιος, ο αντάρτης, μαζί με τον έτερο θείο μου τον καπετάν-Τσανάκα είχε τραυματιστεί βαριά, μέσα στην τρέλα του εμφυλίου, πάνω στον Γράμμο και στο Βίτσι. Παρακάλεσε τους συντρόφους του να τον αποτελειώσουν για να σωθούν οι ίδιοι, φεύγοντας μακριά από τα σύνορα. Δύο συντρόφια όμως από τον Ταξιάρχη κατάφεραν με υπεράνθρωπες προσπάθειες κι αυταπάρνηση να τον μεταφέρουν στην Αλβανία κι από κει μ' αεροπλάνο τον έστειλαν στο Βουκουρέστι. Εκεί σώθηκε αφού του έκοψαν το ένα του πόδι και το δεξιό χέρι. Αργότερα θα παντρευτεί τη νοσοκόμα του, τη θεία μου Ευανθία, μια συντρόφισσα από τα Γρεβενά, θα κάνει οικογένεια.
Φυσικά η φτώχεια που βίωνε μεταπολεμικά η Δύση υπήρχε και στην άλλη πλευρά του λόφου. Τον θείο μου – σαν ανάπηρο – του παραχώρησε το εκεί κράτος ένα περίπτερο, ενώ η θεία μου δούλευε σε τυπογραφείο.
Τα μετεμφυλιακά χρόνια είχαν έντονα χαραγμένα τα πάθη και τα μίση στην κοινωνία ακόμα, αλλά και μία αυταρχική και σκληρή συμπεριφορά των επικρατούντων. Φόβος και τρόμος κατείχε τους ηττημένους. Έτσι στο ένα και μοναδικό γράμμα που στέλναμε στο θείο μια φορά το χρόνο, αποφεύγαμε να ενημερώνουμε τουλάχιστον για την οικονομική μας κατάσταση, μια και το γράμμα περνούσε από τη λογοκρισία του γραμματέα κατ' αρχήν, και της αστυνομίας εν συνεχεία και βάλε ποιοί άλλοι ακολουθούσαν.
Συνήθως η μάνα μου ανέφερε απλά γεγονότα καθημερινά για να καταλήξει με την από βάθους ψυχής στερεότυπη πάντα ευχή, που εδώ αποχτούσε πραγματικά νόημα και αξία:
“Άντε, καλή χρονιά και του χρόνου να γιορτάσουμε μαζί”.
Το ίδιο φυσικά συνέβαινε και με το – πάντα παραβιασμένο – ανοιχτό γράμμα του θείου μου. Όταν ο θείος μου “βγήκε στο βουνό” είχε αφήσει την οικογένειά μου σε καλή οικονομική κατάσταση. Ο πατέρας μου ήταν εμπορευόμενος, είχε δε και παντοπωλείο με μεγάλη πελατεία καθώς στο χωριό μας είχαν μεταφερθεί κι άλλα χωριά απομακρυσμένα, “ανταρτόπληκτα” όπως τα ονόμαζαν.
Το παντοπωλείο της εποχής εκείνης ήταν ένα ολόκληρο εμπορικό κέντρο, καθώς εμπορευόταν κυριολεκτικά τα πάντα, από τρόφιμα και γεωργικά εργαλεία, μέχρι ξυλοκάρβουνα από τον Χολoμώντα καθώς και υφάσματα κασμίρια από την Αγγλία και ό,τι άλλο προϊόν βάλει ο νους σου.
Μια βραδιά όμως που ο πατέρας μου μετέφερε την οικογένειά του σ' ένα άλλο συγγενικό σπίτι, καθώς οι αντάρτες χρησιμοποιούσαν το δικό μας σαν μετερίζι χτυπώντας την αστυνομία που ήταν πολύ κοντά, απ' όπου οι σφαίρες έπεφταν πάνω στα παράθυρά μας κάνοντας τα παιδιά να κλαίνε από φόβο, οι αντάρτες “σήκωσαν” όλο το μαγαζί. Μάταια ο παππούς μου τους παρακάλεσε να μην το απογυμνώσουν. Ας έπαιρναν τουλάχιστον τα απαραίτητα τρόφιμα κι ας πάνε στο καλό. Στο κάτω-κάτω δυο κουνιάδους αντάρτες είχε ο γιος του στο βουνό, αλλά αυτοί δεν τον άκουσαν διόλου. Φόρτωσαν τα πάντα στα μουλάρια.
Αργότερα θα τους στήσουν ενέδρα οι νόμιμοι “κατσαπλιάδες”, οι “Εθνοφύλακες”. Θα γίνει μάχη όπου θα σκοτωθούν μερικοί, με αίσιο τέλος για τους “Εθνοφύλακες”, οι οποίοι ουδέποτε θα επιστρέψουν την περιουσία στον δικαιούχο, αλλά θα μοιραστούν τα λάφυρα, καθώς εκμυστηρεύθηκε ένας απ' αυτούς πολύ αργότερα στον πατέρα μου.
Η παραπάνω μεγάλη οικονομική συμφορά, το μεγάλωμα πια της οικογένειας, τα απλήρωτα χρέη κι άλλες συγκυρίες γονάτισαν οικονομικά τον πατέρα μου, παρ' όλη την μεγάλη του προσπάθεια να ξαναστήσει το μαγαζί, δανειζόμενος διάφορα μικροποσά από συγγενείς. Έτσι λοιπόν στα πενήντα του πήρε ξανά το αλέτρι κι έγινε ζευγάς.
Επειδή όμως ο παππούς μου δεν τον είχε αφήσει χωράφια λόγω του ότι ήταν “βασταγμένος”, βρέθηκε να παλεύει σε ξένα, απόμακρα, χέρσα και άγονα συνήθως χωράφια, για την επιβίωση της οικογένειας. Ο θείος μου ο Γιάννης ο “αντάρτης” είχε για χρόνια την ψεύτικη εντύπωση, μια και δεν φαινόταν το αντίθετο από τα γράμματα, ότι ζούσαμε πλούσια. Το 63' ήρθε ο Παπανδρέου στα πράματα, κάτι άλλαξε στα πολιτικά δεδομένα της εποχής, άρχισαν διάφορες ανταλλαγές, οικονομικές, πολιτιστικές, αθλητικές με τις χώρες του “Ανατολικού Μπλοκ”. Ο λαός πήρε μια γεύση δημοκρατίας και μια πολιτική ανάσα, αν και ο φόβος ήταν ακόμα βαθειά ριζωμένος μέσα του.
Σε μια αποστολή της ομάδας μπάσκετ του ΠΑΟΚ της Θεσ/νίκης όπου μεσουρανούσε το άστρο του συγχωριανού μας Γιώργου Οικονόμου στη Ρουμανία στο Βουκουρέστι, ο θείος μου Γιάννης, έχοντας τη λαχτάρα φυλαγμένη πάντα βαθειά μέσα του για την πατρίδα, μετέβη μαζί με άλλους πολιτικούς πρόσφυγες για να καλωσορίσουν τους Έλληνες αθλητές.
Άρχισε να καλεί τους αθλητές μαζί με άλλους συμπατριώτες:
- Είναι κανείς από Χαλκιδική;
Ο Οικονόμου πρόθυμα συστήθηκε, είπε ότι ήταν από το χωριό μας, και πολύ βιαστικά ενημέρωσε τον θείο μου για την οικονομική μας “κατρακύλα”.
Να λοιπόν τι είχε μεσολαβήσει και τώρα η μάνα μου με τρεμάμενα από την πολύ συγκίνηση χέρια, αργά-αργά λες και προσπαθούσε να αποκαλύψει μέχρι και στο τελευταίο χιλιοστό του δέματος τον αδερφό της, άρχισε να το ξετυλίγει μπροστά στα έκπληκτα μάτια της αδερφής μου και την μεγάλη περιέργεια τη δική μου. Πήρε να διαβάζει το γράμμα:
Αγαπημένη μου αδερφή Μαρία – Γιάννη
Αγαπημένα μου ανιψάκια Μορφία, Δημήτρη, Γιώργο, Χρήστο, Παρασκευούλα...
Έκανε μια μικρή παύση να σκουπίσει τα δάκρυά τις που αυλάκωναν το φωτισμένο της πια πρόσωπο, και συνέχισε να διαβάζει συγκινημένη.
Στις παρακάτω αράδες αφού ευχόταν για υγεία, ο θείος μου εξιστορούσε την συνάντηση με τον Οικονόμου, μιλούσε με πολύ τρυφερότητα για τον μόλις οκτώ ετών γιο του τον “Γιώργο μας” για να καταλήξει:
Στέλνω σ' όλα τα παιδιά μερικά δωράκια, στον Γιάννη μια γραβάτα, σε σένα Μαρία ένα βλάχικο εργόχειρο, την πολλή αγάπη μας και να γιορτάσουμε τα Χριστούγεννα του χρόνου μαζί.
Σας φιλούμε, Γιάννης – Ευανθία – Γιώργος
Η μάνα μου ετοιμάσθηκε ν' ανοίξει το δέμα όταν γυρνώντας την πίσω σελίδα του γράμματος, πρόσεξε ότι υπήρχε και υστερόγραφο.
Υ.Γ. Μαρία, τελευταία ώρα αγόρασα ένα ζευγάρι παπούτσια σαράντα νούμερο και στο στέλνω. Σε κάποιο παιδί θα ταιριάζει, δεν ξέρω και τι νούμερο φοράνε τα παιδιά...
Σαν ο πιο μικρός απ' τ' άλλα δυο αγόρια της οικογένειας που ήμουνα, φορούσα σχεδόν πάντα “από τρίτο χέρι” τα ρούχα και τα παπούτσια που δεν χώραγαν πια τ' αδέρφια μου καθώς μεγάλωναν, παραπονούμενος συχνά στη μάνα μου.
- Όλο αυτοί φοράνε καινούρια ρούχα και παπούτσια! Δεν θα μεγαλώσω καμιά φορά κι εγώ; Θα δεις! Τότε θ' αγοράζω κάθε μέρα κι άλλα!
- Έχε υπομονή Χρήστο μου, δεν θ' αργήσει αυτή η μέρα. Μη μου στενοχωριέσαι, με παρηγορούσε η δύστυχη μάνα μου κι εγώ στωικά εναπέθετα τις ελπίδες μου κάθε φορά στο “εγγύς ρόδινο μέλλον”.
Αυτά τα Χριστούγεννα όμως κέρδισα “κατά κράτος” στα σημεία και στο νούμερο σαράντα. Καθώς η μάνα μου ξεδίπλωνε τα δώρα από το δέμα, τα έκπληκτα μάτια μου αντάμωσαν ένα γεροδεμένο, χειροποίητα φτιαγμένο, αστραφτερό καφέ ζευγάρι ολοκαίνουρια αφόρετα παπούτσια σαράντα νούμερο. Το νούμερό μου.
- Άντε τυχερέ Χρήστο, γέλασε η μάνα μου. Για σένα έφεξε φέτος. Πάρτα και καλοφόρετα να 'ναι.
Τα κράτησα με ευλάβεια σχεδόν στα χέρια μου. Άρχισα να τα περιεργάζομαι. Η γραμμή τους ήταν τέλεια. Η καμπύλη τους τα έδινε χάρη. Τα στρογγυλά καφέ κορδόνια, δεμένα σ' ένα ισομετρικά δεμένο φιόγκο συμπλήρωναν την ομορφιά τους. Το στιλπνίζων βαθύ καφέ τους χρώμα τα προσέθετε θεωρία και κύρος.
Ανίχνευσα τη μυρωδιά τους. Τα ψηλάφισα. Τα χάιδεψα. Τα γύρισα ανάποδα. Καμάρωσα τα κατάγερά τους τακούνια. Διάβηκα με τα δάχτυλά μου την πανέμορφή τους σόλα, που στο μπροστινό της μέρος εξείχε ένα όμορφο πεταλάκι. Ήταν απίστευτα τέλεια κι αμέσως τ' αγάπησα...
Ο ήχος της καμπάνας με βρήκε με τα καινούρια παπούτσια στο προσκεφάλι. Η μάνα πήρε να μας ξυπνάει έναν-έναν σκουντώντας γλυκά-γλυκά τα πόδια μας.
Κινήσαμε όλη η οικογένεια για την εκκλησία, ενώ την ίδια ώρα έπεφτε ένα πυκνό-πυκνό, μαλακό κι αφράτο σαν μπαμπάκι χιόνι, κάνοντας τούτη την “Άγια Νύχτα” ανείπωτα όμορφη κι ευτυχισμένη. Στο δρόμο απαντήσαμε κι άλλους συγχωριανούς με τις οικογένειές τους, καθώς ήταν συνήθειο ν' ανοίγουν δρόμο μέσα στο χιόνι, με τα κλεφτοφάναρα να τρεμουλιάζουν το φως τους μέσα στη νύχτα, σκουντουφλώντας ενίοτε στις πέτρες που εξείχαν από τα καλντερίμια.
Ο παπα-Βασίλης ο Πραβίτας, ψηλός, ισχνός, ασκητικός, πραγματικός μύστης και μέγας μυσταγωγός των υπερουρανίων δυνάμεων, με την αγιασμένη μορφή του, που θαρρείς ότι μόλις ξεπετάχθηκε μέσα από τις παμπάλαιες ξύλινες εικόνες των αγίων του τέμπλου, σ' έμπαζε κατευθείαν στην μυστηριακή ένωση με το “Θείο”. Ανάψαμε από ένα κερί προσκυνώντας ευλαβικά τις μορφές των Αγίων, του Χριστού και της Παναγίας.
Στο δεξιό ψαλτήρι κανοναρχούσε ο γερο-Σαραφιανός ο Αδαμούδης, υποβοηθούμενος από τον μπαρμπα-Στέργιο τον Ζαγκλιβερά... Στο αριστερό ψαλτήρι ο μπαρμπα-Θανασός ο Ζαχαρίας, που παρόλο ότι ήταν βραδύγλωσσος, στη ψαλτική πλησίαζε το τέλειο, μαζί με τον Γραμματικό τον μπαρμπα-Θόδωρο τον Δρυστάρη...
Συχνά-πυκνά έχαναν τη σειρά της τελετουργίας και διεπληκτίζοντο εκατέρωθεν, κάνοντας το ευσεβές πλήρωμα της εκκλησίας να προσγειώνεται απότομα από την μετουσίωση που το οδηγούσε ο παπα-Βασίλης στην ωμή πραγματικότητα και στα γήινα.
- Το κοντάκιο! Το κοντάκιο! ωρύετο ο μπαρμπα-Σαραφιανός, καθώς ο μπαρμπα-Θανασός απεγνωσμένα ξεφύλλιζε στο ψαλτήρι.
- Το κοντάκιο! Ο Ιακώβ ωδύρετο... ξανακαλούσε πιο έντονα τώρα.
- Εεεεε! Θα μι σκάσ' αυτό του κούτσουρου απόψι.
- Ι έλα ισύ να του βρεις, ανταπαντούσε έντονα ο μπαρμπα-Θανασός, για να συμφιλιωθούν αργότερα με την πάντα καλοδεχούμενη προαίρεση του παπα-Βασίλη.
- Ήρεμα σας παρακαλώ! Ήρεμα Άγιοι Ιεροψάλτες, και καθώς αυτό το “Άγιοι” επενεργούσε κατασταλτικά στην “αιώνια διαμάχη τους” συνέχιζαν την σχεδόν αυτοδίδακτη ψαλτική τους, καθότι άμαθοι και αδαείς ως προς τα βυζαντινά μουσικά μονοπάτια, ψάλλοντας με τ’ “ου πολύ” και με πολύ κατάνυξη το “Η Γέννησίς σου Χριστέ ο Θεός ημών”, “Εν τη Γεννήση τη Παρθενίαν εφύλαξας” κι όλα τα χριστουγεννιάτικα τροπάρια της Αγίας αυτής Νύχτας.
Προχώρησα μαζί με τ’ άλλα δυο αδέρφια μου στη δεξιά πλευρά της εκκλησίας, στο βάθος και μπροστά από τη δεξιά πύλη του ιερού τέμπλου, όπου ήταν καθιερωμένο να βρίσκονται τα αγόρια.
Πάνω στα γεροφτιαγμένα χειροποίητα στασίδια, καλοπλυμένοι, φρεσκοξυρισμένοι, ντυμένοι τα πεπαλαιωμένα ολοκάθαρα για την περίπτωση κοστούμια του πάλαι ποτέ γάμου τους, βρίσκονταν απορροφημένοι στην λειτουργία οι πιστοί χωρικοί. Εκείνο που μ’ έκανε πάντα μεγάλη εντύπωση καθώς παρατηρούσα τους μεσήλικες και υπερήλικες πιστούς ήταν τα καλογυαλισμένα – σχεδόν καινούρια – παπούτσια τους. Απόψε όμως είχα κι εγώ ένα ζευγάρι από δαύτα και τα κατακαμάρωνα.
Εμείς τ’ αγόρια με την ανησυχία που κατέχει πάντα τους νέους συχνά-πυκνά δημιουργούσαμε φασαρία, καθώς πειράζαμε ο ένας τον άλλον, αστειευόμενοι με τ’ αναμμένα κεριά, κάνοντας τον γερο-Σαραφιανό να δυσφορεί “λίαν σφόδρα”, καθώς αποσπούσαμε την προσοχή του από τα ιερά κείμενα, ώσπου μη έχοντας άλλη πια υπομονή εξεστόμιζε με άγρια κι απειλητική διάθεση:
- Ησυχία κουπόια! Ησυχία! Μαθαίν’τι κι γράμματα αχαΐριφτ’, κι εμείς σωπαίναμε απότομα, για να συνεχίσουμε λίγο αργότερα με τον ίδιο κι απαράμιλλο ζήλο τα καμώματά μας.
Έξω είχε χαράξει για τα καλά όταν ο παπα-Βασίλης σήμανε το τέλος της λειτουργίας. Με πολύ κόπο καταλήξαμε στα σπίτια μας, καθώς το χιόνι είχε στρώσει για τα καλά τα σοκάκια, για να γευτούμε μετά από την σαρανταήμερη νηστεία το καλομαγειρεμένο – ως ήταν συνήθειο – κοτόπουλο σούπας που είχε από βραδύς ετοιμάσει η μάνα μου.
Τη δεύτερη μέρα των Χριστουγέννων όπως ήταν το έθιμο, σφάξαμε τον καλοθρεμμένο χοίρο. Υπήρχε μια ολόκληρη διαδικασία-τελετουργία που τηρείτο στο ακέραιο από τους χωρικούς, καθώς μεταφέρονταν από γενιά σε γενιά. Την πρώτη μέρα των Χριστουγέννων έβγαζαν το δύσμοιρο ζώο από το αυτοσχέδιο, φτιαγμένο με ξύλα σπιτάκι του (κουμάσι) και το άφηναν ελεύθερο να χαρεί την πλήρη ελευθερία του για πρώτη και τελευταία φορά μετά από ενός έτους φυλακή. Καθώς το ελεύθερο πια οικόσιτο ζώο περιφέρονταν σκουνίζοντας το χώμα της αυλής, ο κυρ-Αντώνης ο Περράκης - ένας κοντόχοντρος, γεροδεμένος με διπλό σβέρκο Κρητικός χωροφύλακας που περιδιάβαινε τα νοικοκυριά – μετρούσε το προς θυσία ζώο με τις σπιθαμές και στοιχημάτιζε το βάρος του κυβίζοντας τον όγκο του.
- Εγώ λέω ότι τσι έχει τσι εκατό πενήντα οκάδες τσυρ-Γιάννη, τσαι βάζω τσαι στοίχημα, έλεγε στον πατέρα μου με την κρητική προφορά που τον διέκρινε.
- Εγώ λέω δεν τα έχει κυρ-Αντώνη, απαντούσε σκόπιμα πολλές φορές ο πατέρας μου, ώστε να χάσει το στοίχημα, προσφέροντας έτσι κι αλλιώς το ανάλογο ρεγάλο του στον άκληρο Κρητικό χωροφύλακα.
Όταν έφτανε η ώρα της σφαγής, μαζευόντουσαν τέσσερις-πέντε γεροδεμένοι γείτονες – μια κι ο κόσμος τότε βοηθιότανε – βάζανε κάτω το χοίρο, κρατώντας ο καθένας από ένα πόδι, κι άλλοι καβάλα πάνω του το ακινητοποιούσαν ώσπου ο πιο τολμηρός και έμπειρος απ’ αυτούς, αφού έκαμε τρεις φορές το σταυρό του, έμπηγε το κοφτερό του μαχαίρι στην καρωτίδα του.
Καθώς το άτυχο ζώο ξεψυχούσε, οι γυναίκες με το θυμιατερό στο χέρι λιβάνιζαν αυτό, ώστε η ψυχή του ν’ ανεβεί πάνω στον ουρανό, όπως πίστευαν. Αφού το σφάγειο χάσει και την τελευταία του πνοή, αρχίζει η ακόλουθη διαδικασία: με τις ειδικά διαμορφωμένες άδειες κολοκύθες, παίρνουν νερό ζεματιστό από ένα καζάνι ειδικό για την περίπτωση και το ρίχνουν πάνω στο δέρμα του ζώου, μαδώντας με τα κουτάλια τις τρίχες του, και δεν το γδέρνουν γιατί πρέπει μέχρι και το τελευταίο ίχνος θερμίδας που υπάρχει στο ζώο να το εκμεταλλευτούν. Έτσι το δέρμα αυτό θα κοπεί σε μικρά κομματάκια, θ’ αλατιστεί με χοντρό αλάτι μέσα σε ξύλινα καδιά, για να αποτελέσει μια εξαιρετική λιχουδιά, καθώς το τηγανίζουν πολλές φορές με αυγά. Λέγονται δε αυτά τα κομματάκια πετσούδες.
Αφού κρεμαστεί το ζώο και το πλύνουν καλά, του αφαιρούν τα εντόσθια, ενώ οι πιτσιρικάδες δίνουν μάχη για το ποιός θα προλάβει να πάρει τη “φούσκα” (κύστη). Τη φούσκα, αφού πρώτα την πλύνουν καλά, θα την πιπιλώσουν με στάχτη (πιπιλιά) για να μαλακώσει και εν συνεχεία θα τη φουσκώσουν μ’ ένα καλαμάκι για ν’ αποτελέσει έτσι μια αυτοσχέδια μπάλα, μια και οι αληθινές δεν ήταν εύκολο ν’ αποκτηθούν.
Αφού λοιπόν αφαιρεθούν τα εντόσθια, απ’ τα οποία ελάχιστα πετιούνται, καθαρίζονται, πλένονται τα υπόλοιπα για να χρησιμοποιηθεί το καθένα ανάλογα με το τι προσφέρει. Έτσι τα έντερα θα γίνουν λουκάνικα, ενώ τα μεγάλα (κοιλιά κλπ.) θα τα γεμίσουν επίσης με κιμά (χοντροκομμένο με το τσεκούρι συνήθως), θα τα κρεμάσουν σε μια βέργα για ν’ αερίζονται και θα χρησιμοποιηθούν πολύ αργότερα για σούπα. Λέγονται δε αυτά παππούδες.
Τα ξύγκια θα γίνουν λιγδιά, που είναι καλή για τα συγκαύματα ή για να βγάζουν τ’ αγκάθια, καθώς έχει την ιδιότητα να τραβάει αυτά προς τα έξω. Πολλές φορές προσθέτοντας και λίγο γλυκερίνη, γίνεται μιας πρώτης τάξης κρέμα για το πρόσωπο.
Τα πόδια θα κοπούν, θα ζεματιστούν, θα καθαριστούν από τις τρίχες και θα γίνουν μια ωραία σούπα για πρόφταση όπως συνηθίζεται.
Το άσπρο συκώτι (πνευμόνι) γίνεται επίσης σούπα. Το μαύρο (ήπαρ) μαγειρεύεται με κρεμμύδια για να φιλέψουν τους βοηθούντες.
Ώσπου να γίνουν όλα αυτά, εμείς οι μικροί κόβουμε λίγο κρέας και κάνουμε σουβλάκια, που τα ψήνουμε μόνοι μας.
Κατά το μεσημέρι θα καθίσουν όλοι, βοηθούντες και περαστικοί, και θα φάνε πρώτα τη σούπα και μετά το μαύρο συκώτι με τα κρεμμυδάκια, πίνοντας συνήθως μαύρο μπρούσκο κρασί και τραγουδώντας πάνω στο κέφι διάφορα παλιοκαιρίσια τραγούδια, όπως το “Σήμιρα Ντούλα μ’ Πασχαλιά” και “Του ναύτη η δόλια η μάνα ζύμωνε”, “Στο Περιστέρι γνώρισα μια χήρα ζωντοχήρα” κτλ.
Αφού το κρέας παγώσει κανα-δυο εικοσιτετράωρα, αρχίζει το λιάνισμα. Το πάχος (λίπος) θα κοπεί κομματάκια και θα ριχτεί στο καζάνι για να γίνει λίγδα. Μιλάμε για τρία δοχεία λίγδα των είκοσι κιλών, απ’ την οποία αργότερα θα εμπλούτιζαν τις πίτες αλλά θα χρησίμευε και για συμπλήρωμα στα φαγητά, καθώς το λάδι σπάνιζε στα νοικοκυριά.
Τα υπολείμματα του τσιγαρισμένου πάχους ονομάζονται τσιγαρίδες κι αφού αλατιστούν, μπαίνουν στην καθημερινή τροφή στον τουρβά, όταν βγαίνουν έξω οι χωρικοί για να οργώσουν και να βοσκήσουν τα ζώα. Μεγάλη θέση επίσης κατέχει στην καθημερινή εργασία έξω στο ύπαιθρο ο αλατισμένος παστός, ήτοι οι μεγάλες λωρίδες πάχους από τη ράχη του ζώου, που μετά από σαράντα μέρες περίπου αποτελούν μια εξαιρετική λιχουδιά.
Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς μαζευτήκαμε μαζί με τα ξαδέρφια μου, που ήταν κολλητά τα σπίτια μας, και παίξαμε “Τριάντα ένα” και “Πάρτα όλα” με φασόλια, ως ήταν το συνήθειο, ενώ οι μεγάλοι λέγαν ιστορίες, σκαλίζοντας τα κούτσουρα στο τζάκι. Με το καλωσόρισμα του καινούριου χρόνου ο πατέρας έκοψε την βασιλόπιτα, όπου για μια ακόμη φορά στάθηκα ο “τυχερός”, καθώς το φλουρί – μια τυλιγμένη τρύπια εικοσάρα (20 λεπτά) ήταν το “τυχερό μου”.
Την παραμονή των Φώτων μαζευτήκαμε όλη η παρέα, ξαδέρφια και φίλοι, και κινήσαμε όπως κι άλλες παρέες σαν έπεσε η νύχτα, να τραγουδήσουμε τα Φώτα, έθιμο που συνηθίζεται στο χωριό μας να λέγεται από βραδύς:
Σήμερα τα Φώτα κι οι Φωτισμοί
και χαρές μεγάλες στους Ουρανούς.
Σήμερα βαπτίζουν τον η Χριστό
μες’ τον Ιορδάνη τον ποταμό.
Σήμιρα η κυρά μας η Παναγιά
με τα θυμιατήρια στα δάχτυλα (δις)
και τον Αη-Γιάννη παρακαλεί (δις)
για να ρίξει δρόσο και λίβανο (δις)
να καταπραγώσουν τα ύδατα (δις)
και να γαληνέψουν οι θάλασσες.
Θάλασσα τον είδε και έφυγε
και ο Ιορδάνης εστράφηκε.
- ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ –
Οι όμορφες κι ευτυχισμένες μέρες κύλησαν γρήγορα, σαν το καθάριο γάργαρο ποτάμι που τρέχει-τρέχει βιαστικό τραγουδώντας χαρούμενο στη διαδρομή του, χωρίς να πολυνοιάζεται το οδυνηρό του τέρμα, όταν άδοξα πια θα διασκορπιστεί μέσα στο χάος της απέραντης θάλασσας, άγνωστο πια χωρίς ψυχή και όνομα.
Με περίσσεια θλίψη ανέβηκα στο λεωφορείο της επιστροφής όπου από σύμπτωση διαφέντευε πάλι ο Σάκης ο Μαυρογιάννης σαν εισπράκτορας. Το μαγνητόφωνο του λεωφορείου έπαιζε Καζαντζίδη:
“Φεύγει το τρένο Γερμανίας – Αθηνών
στην τρίτη θέση σε μιαν άκρη καθισμένος
κι αφήνω πίσω μου το μαύρο παρελθόν
και φεύγω στ’ άγνωστο φτωχός κι αδικημένος.
Μέσα στο τρένο που με πάει στην ξενιτειά
κλαίω τη μοίρα μου χωρίς παρηγοριά…”
Κλαίω κι εγώ χωρίς να δακρύζω, κι ας πάω στα Βασιλικά κι όχι στη Γερμανία, τόσο κοντά μα και τόσο μακριά μια και η μέρα του γυρισμού στο χωριό μου θ’ αργήσει πολύ μέχρι το Πάσχα.
Ο Σάκης μάταια προσπάθησε χαριεντιζόμενος να με παρηγορήσει:
- Τι έγινε ρε Χρηστάρα τι συλλογιέσαι; Βούλιαξαν τα καράβια σου;
- Άσε με ρε Σάκη είμαι κουρασμένος, δεν έχω τίποτα, τον έκοψα απότομα.
- Άντε υπομονή, δεν θ’ αργήσει το Πάσχα, φέτος είναι νωρίς, με πείραξε ο Σάκης.
Πήδηξα άκεφα τα σκαλοπάτια του λεωφορείου αφού χαιρέτησα τον Σάκη. Σήκωσα το καλάθι στους ώμους κι άρχισα να βαδίζω στο δρόμο που οδηγούσε μέσα στο χωριό, τα Βασιλικά, που απείχε κάμποσα χιλιόμετρα απ’ τον δημόσιο δρόμο.
Δεν πέρασε πολλή ώρα και δίπλα μου έκανε την εμφάνισή του ένα τετράτροχο κάρο. Καθώς βρέθηκα πίσω από αυτό, έριξα ένα σάλτο ανεβάζοντας συγχρόνως και το καλάθι στο πίσω μέρος του κάρου.
Σχηματίζοντας την εντύπωση ότι δεν με πήρε είδηση, κάθισα άνετα πίσω με γυρισμένη την πλάτη προς τον οδηγό του κάρου. Θεώρησα περιττό να ζητήσω την άδεια του ιδιοκτήτη καθώς ήμουν “σφόδρα” λυπημένος έως θανάτου.
Καθώς οι επενδυμένες με χυτοσίδηρο καλοφτιαγμένες ρόδες κυλούσαν αργά-αργά στριγγλίζοντας ελαφρά πάνω στον κακοφτιαγμένο – όλο λακκούβες – δρόμο, με πήρε το παράπονο κι άρχισα να σιγοκλαίω. Αβάσταχτος ο πόνος του ξενιτεμένου για ένα δεκατριάχρονο παιδί σκέφτηκα, και ξέσπασα στο κλάμα αναλογιζόμενος τις όμορφες κι ευτυχισμένες μέρες που πέρασα κοντά στους δικούς μου.
Μόνη παρηγοριά η σκέψη μου στα ολοκαίνουρια παπούτσια που απόχτησα αυτά τα Χριστούγεννα. Πήδησα την τελευταία στιγμή απ’ το κάρο, καθώς ο ιδιοκτήτης του έστριβε σ’ ένα στενό έξω από την δική μου διαδρομή. Καθώς όμως το κάρο ξαλάφρωσε από το βάρος μου, ο φιλόξενος χωρικός αντιλήφθηκε την κάθοδό μου και χωρίς να γυρίσει το κεφάλι του, απευθύνθηκε σ’ εμένα:
- Ε βρε σχολιαρόπαιδο! Όταν ανέβηκες στο κάρο δεν μας είπες καλημέρα. Πες μας τουλάχιστον ένα αντίο!
Κόκκαλο εγώ. Ν’ ανοίξει η γη να με καταπιεί από την ντροπή. Που να το φανταστώ ότι ο χωρικός μ’ είχε αντιληφθεί όταν ανέβηκα στο κάρο. Μες τη μεγάλη μου στενοχώρια δεν με άγγιζε τίποτα τυπικό και γήινο.
Επιτέλους βρήκα το κουράγιο και ζήτησα συγγνώμη και χαιρέτησα ευχαριστώντας τον φιλόξενο χωρικό. Φορτώθηκα στον ώμο το καλοραμμένο καλάθι με τα “καλούδια” της μάνας μου και τράβηξα με δύναμη και θάρρος το δρόμο για ένα καλύτερο αύριο…
ΧΡ. ΣΑΡΑΦΗΣ - 2002 -
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου