Εκδότης: Νικόλαος Α. Σφενδόνης
Τίτλος: "Μακεδονικόν Ημερολόγιον 1939"
Ο ΚΑΠΕΤΑΝ ΤΣΟΥΚΝΙΔΑΣ
Κατά το 1880 μετά την επελθούσαν συνεννόησιν μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας, δια την απελευθέρωσιν της Θεσσαλίας, διελύθησαν τα διάφορα αντάρτικα σώματα, η δε Τουρκία παρέσχεν αμνηστείαν εις πλείστους αντάρτας Έλληνας καταγομένους εκ Μακεδονίας, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγετο και ο καπετάν Τσουκνίδας, ή Πόνης Ελληνοαλβανός εκ Κιουτέζης της περιφερείας τότε Καστορίας, νυν δε Κορυτσάς.
Ο Πόνης ως αρχηγός ανταρτικού σώματος έδρασεν εν Μακεδονία κατά το 1878-79. Τα τουρκικά αποσπάσματα τα καταδιώκοντα τους αντάρτας οσάκις συνεπλάκησαν με το σώμα του Πόνη έπαθον πανωλεθρίαν. Κυρίως δε τον κατεδίωκεν έν απόσπασμα αποτελούμενον από ατάκτους τουρκαλβανούς, αυτοί λοιπόν ως παθόντες πολλά από τον Πόνην, τον επωνόμασαν Καπετάν Ίθραν (καπετάν Τσουκνίδαν), διότι τους είχε τσούξει πολύ άσχημα. Μετά την αμνηστείαν ο καπετάν Τσουκνίδας το 1880 προσελήφθη εις την υπηρεσίαν του πατρός μου Δ. Αναγνώστου ως σωματοφύλαξ του την εποχήν, κατά την οποίαν ευρίσκετο εν Αγίω Όρει ως ανθρακέμπορος.
Επιτρέψατέ μοι ήδη να σας διηγηθώ έν επεισόδιον, όπερ συνέβη εις την Γαλάτισταν της Χαλκιδικής την 25 Ιουνίου 1881 με ήρωα τον καπετάν Τσουκνίδαν. Οι ανθρακείς εκείνην την εποχήν επήγαιναν από τα διάφορα αλβανόφωνα χωρία της περιφερείας τότε Καστορίας, μετά την εορτήν του Αγίου Δημητρίου εις την Χαλκιδικήν και ιδία εις Άγιον Όρος, κατόπιν ταξειδίου οκταημέρου. ειργάζοντο εις την κατασκευήν ξυλανθράκων μέχρι της 20 Ιουνίου, διότι περαιτέρω δεν επετρέπετο η καύσις προς αποφυγήν πυρκαϊών, και έπειτα επέστρεφον εις την πατρίδα των κατά ομάδας, πάντες σχεδόν οπλοφορούντες, χάριν ασφαλείας των, διότι έκαστος εξ αυτών θα έφερεν επάνω του, εκ της οκταμήνου εργασίας από είκοσι λίρας Τουρκίας και άνω.
Περί την δύσιν του ηλίου την 25 Ιουνίου 1881 μία ομάς εξ επτά Ελληνοαλβανών ανθρακέων εκ Κιουτέζης κατέλυεν εις ένα χάνι της Γαλατίστης με συνοδίτην τον καπετάν Τσουκνίδαν. Αφού ετοποθέτησαν τα υποζύγιά των εις το χάνι εκάθησαν εις εδώλια έμπροσθεν της εισόδου του χανίου, παρήγγειλαν ένα καραφάκι ρακί με εννέα ποτηράκια, διότι εις έν εδώλιον εκάθητο και ένας παπάς. Η ρακή με μεζεδάκια έφθασε και ο καπετάν Τσουκνίδας προσέφερεν εις τον παπάν και εις τους πατριώτας του το πρώτον κέρασμα. Ο παπάς ηυχήθη με το καλό να φθάσουν εις το χωριό των, καλή λευθεριά κλπ. Όταν όμως ετοιμάζετο και το δεύτερον κέρασμα ηκούσθη μία οχλοβοή από τα πέριξ σπίτια του χωρίου και ο παπάς ετινάχθη από την θέσιν τρομαγμένος, ο δε καπετάν Τσουκνίδας τον ερωτά: "Τι τρέχει, Γέροντα;"
Παπάς: Αχ παιδί μου, έρχεται αυτός ο αναθεματισμένος Αρβανίτης Βελή-Γκέκας.
Τσουκνίδας: Τι λοιπόν είναι αυτός, και τι κάμνει που τρομάζει ολόκληρο χωριό!
Παπάς: Ο Σαούλ Μοδιάνο από την Θεσσαλονίκην έχει πάρει τη δεκάτη της περιφερείας μας, και έχει στείλει αυτόν τον καβάζην του να περιφέρεται την ημέραν εις τα πέριξ μας χωριά, να λαμβάνη γραπτάς σημειώσεις από τους διαφόρους αντιπροσώπους του σχετικώς με την συγκομιδήν των διαφόρων γεννημάτων και να την κομίζη εις τον ενταύθα γενικόν γραμματέα του. Αυτός λοιπόν ο Βελή-Γκέγκας, οπόταν περνά από τα χωριά καβάλλα ή πεζός πρέπει όλοι όσοι ευρίσκονται εις τον δρόμον του, να σηκώνονται όρθιοι και να τον χαιρετούν.
Τσουκνίδας: Και δεν μου λες, Γέροντά μου, και εδώ εις το μεγάλο χωριό σας με 700-800 σπίτια συμβαίνει το ίδιο;
Παπάς: Μάλιστα!
Τσουκνίδας: Συ, παπά μου, θα καθήσης εδώ δίπλα μου και δεν θα σηκωθής, θ' απαντήσω δε εγώ εις την διαταγήν του Βελή-Γκέκα.
Ο καπετάν Τσουκνίδας ήναψεν ένα τσιγάρο και το έβαλεν εις ένα μακρύ τσιμπούκι του, που το έφερε πάντοτε εις το σελάχι του και ήρχινε να καπνίζη με τα μάτια του τεντωμένα προς το μέρος από όπου θα προέβαλεν ο Γκέγκας. Σε μια στιγμή βλέπει εις ένα στενό σοκάκι να σηκώνωνται όρθιοι άνδρες και γυναικόπαιδα...
- Να τον, λέγει τρέμων ο παπάς, έρχεται...
Τέλος προέβαλε και ο Γκέγκας καμαρωτός καβάλλα εις ένα ωραίο άλογο στολισμένο με χίλιες κρεμαστές φούντες. Τότε ο καπετάν Τσουκνίδας, άμα τον αντίκρυσεν ο Γκέγκας, εσήκωσε το αριστερό πόδι του και το έβαλεν επάνω εις το δεξί του και ετράβηξε το γιαταγάνι του που εκρέμετο αριστερά του τοποθετήσας αυτό επάνω εις το γόνυ του και καπνίζων ατάραχος ητένιζεν ασκαρδαμυκτί τον Γκέγκαν.
Φαντασθήτε με τι λαχτάρα οι πέριξ ιστάμενοι όρθιοι ανέμενον τα συμβησόμενα! Τι λοιπόν νομίζετε ότι συνέβη τότε; Εις την δύσκολον αυτήν θέσιν που ευρέθη ο ψευτοπαλληκαράς Γκέγκας κατέφυγεν εις αρβανίτικη πονηρίαν. Αποτεινόμενος προς τον καπετάν Τσουκνίδαν είπε:
- Σεις οι οκτώ και ο παπάς εννέα, να μη σηκωθήτε...
Και έτσι έληξεν η θλιβερά αυτή ιστορία του Βελή-Γκέγκα. Την επομένην ημέραν που ανεχώρησαν οι οκτώ Αλβανοί μας, ο χαντζής δεν εδέχθη να πληρώσουν τίποτε από όσα εξώδευσαν, είπε δε κρυφά εις το αυτί του Τσουκνίδα:
- Τώρα θα πληρώνη τα σπασμένα ο Βελή-Γκέγκας, διότι μέχρι σήμερον δεν ετόλμουν να του ζητήσω όσα έτρωγε και έπινε.
Θεσσαλονίκη 1938 Ν. Δ. ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΥ